Η κυβέρνηση προσπαθεί με «αφηγήματα» να καλύψει την ανυπαρξία συγκεκριμένων μέτρων
H αμερικανική επενδυτική τράπεζα Citi ήδη από τον Μάρτιο σχολίαζε σε έκθεσή της πως «η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που θα πληγούν από την επιδημία σχετικά περισσότερο σε οικονομικό επίπεδο, καθώς επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τουρισμό. Στην Ελλάδα ο τουρισμός αντιστοιχεί περίπου στο 20% του ΑΕΠ (άμεση και έμμεση συμβολή) και επομένως τα όποια “συμπτώματα” σε αυτόν εκδηλώνονται βαρύτερα στη συνολική εικόνα της οικονομίας».
Δύο μήνες μετά οι αρμόδιοι υπουργοί του «επιτελικού κράτους» όχι μόνο καμώνονται πως αγνοούν τις επισημάνσεις αυτού του είδους αλλά εμφανίζονται βέβαιοι πως ο ελληνικός τουρισμός, που όταν ξεκινήσει θα έχει απολέσει τουλάχιστον τέσσερις μήνες της φετινής χρονιάς, θα πάει και… καλύτερα.
Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση παρά τις δεσμεύσεις της δεν έχει κατορθώσει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα στήριξης του τουρισμού και της εστίασης, τόσο των εργαζομένων που βρίσκονται στον αέρα όσο και των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κινούμενη άμμο, οι θεωρητικά αρμόδιοι υπουργοί περιφέρονται από Μέσο σε Μέσο δηλώνοντας βέβαιοι ότι σύντομα τα προβλήματα θα ξεπεραστούν.
Ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης είναι μια τέτοια περίπτωση που προσπαθεί να αντικαταστήσει την πολιτική παρέμβαση, τα συγκροτημένα σχέδια και τα συγκεκριμένα μέτρα με επικοινωνιακές πομφόλυγες που επιδιώκουν να αποκρύψουν το πρόβλημα. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του στο Bloomberg, όπου ισχυρίστηκε ότι «είχαμε μεγάλη επιτυχία ως προς τον επιθετικό εντοπισμό των επαφών και τα τεστ» όταν όλοι γνωρίζουμε ότι τα τεστ απέχουν πολύ από το να είναι επιτυχημένα και η μη πραγματοποίησή τους δημιουργεί προβλήματα και διευκολύνει επιθέσεις που έχουν στόχο τον ελληνικό τουρισμό, αυτόν που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται ο κ. Θεοχάρης.
Ακόμη πιο αποκαλυπτικός για την κυβερνητική ανεπάρκεια είναι ο Αδωνης Γεωργιάδης, που δήλωσε ότι «κατά τη δική μου εκτίμηση ο τουρισμός φαίνεται ότι θα πάει καλύτερα, εάν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, εάν τα ξενοδοχεία ανοίξουν σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, εάν υπάρχουν σχετικές πτήσεις για να φέρουν τους τουρίστες και αν οι βόρειες χώρες έχουν μέχρι τότε μια καλύτερη πορεία προς τον ιό».
Αλλη μια φορά δηλαδή, αντί για σχέδιο και μέτρα, οι ανεπαρκείς πολιτικά και αδαείς οικονομικά καταφεύγουν στο… storytelling, την αμερικανική πατέντα για τον εξοστρακισμό του διαλόγου. Η κυβερνητική «ιστορία» που θέλουν να μείνει με τους μονολόγους τους σε όλα τα «φιλικά» ΜΜΕ είναι ότι όλα θα πάνε… καλύτερα. Στη συνέχεια, βέβαια, αφού ειπωθεί βροντερά η θετική «εκτίμηση» κατατίθενται και τέσσερα πέντε «αν», αλλά αυτά πιο χαμηλόφωνα!
Και βέβαια το αν θα έχουν «καλύτερη πορεία» σε σχέση με τον ιό οι βόρειες χώρες είναι κάτι που δεν περνά από το χέρι του Γεωργιάδη, του Μητσοτάκη ή ακόμη και του Τσιόδρα. Το αν θα υπάρξουν πτήσεις που θα φέρουν τουρίστες, ίσως να μπορούν να το επηρεάσουν κάπως περισσότερο διά της συμμετοχής στην ΕΕ. Αλλά εκείνο που σίγουρα είναι δική τους ευθύνη είναι το «εάν τα ξενοδοχεία ανοίξουν σε εύλογο χρονικό διάστημα». Και το να μη γνωρίζει ο υπουργός Ανάπτυξης πότε θα συμβεί αυτό είναι μάλλον αποκαλυπτικό για το πόσο έωλες είναι οι «εκτιμήσεις» τόσο του ιδίου όσο και της κυβέρνησης στην οποία συμμετέχει.
Τα πράγματα γίνονται πιο αρνητικά εάν συνυπολογίσουμε ότι ήδη οι τουριστικοί πράκτορες ανά τον κόσμο ωθούν προς τα πίσω τη σεζόν, προμοτάροντας πακέτα για το φθινόπωρο, την ίδια ώρα που οι ειδικοί θεωρούν ότι τότε θα υπάρξει το επόμενο κύμα της πανδημίας!
Παρωδία στα σχολεία για δέκα μέρες
Το μαθησιακό όφελος είναι μικρό έως ανύπαρκτο μπροστά στον κίνδυνο διασποράς της λοίμωξης
«Δεν υπάρχει εκπαιδευτικό επίδικο για να ανοίξουν τα σχολεία όλων των τάξεων όλων των βαθμίδων, πέραν της Γ΄ λυκείου, εφόσον με τα εκ περιτροπής μαθήματα μιλάμε στην ουσία μόνο για περίπου δέκα ημέρες μάθημα για το κάθε παιδί» τονίζει στο Documento η φιλόλογος, καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Μαρία Γεωργαρίου.
Το παιδαγωγικό και μαθησιακό όφελος μπροστά στον κίνδυνο των επιπτώσεων από τη διασπορά της λοίμωξης Covid-19 είναι μικρό έως ανύπαρκτο, λέει μετ’ επιτάσεως η καθηγήτρια, η οποία είναι και γενική γραμματέας του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ. «Θα πρέπει πια να σταματήσουν να μιλάνε για ατομική ευθύνη. Η πολιτεία αναλαμβάνει πλήρως την πολιτική ευθύνη για το άνοιγμα των σχολείων και για ό,τι συμβεί σε κρούσματα ή ό,τι μπορεί να σημαίνει και για απώλεια ζωής» τονίζει.
Σε περίπτωση κρούσματος το σχολείο θα λειτουργήσει στις πανελλαδικές ως εξεταστικό κέντρο; Οι μαθητές του πώς θα συμμετάσχουν στις εξετάσεις; «Η κυβέρνηση κινείται χωρίς σαφή σχεδιασμό και προσπαθεί να προκαταλάβει τις επιδημιολογικές εξελίξεις» σημειώνει.
Εκτός των άλλων, η κ. Γεωργαρίου δίνει στοιχεία που αποτυπώνουν σχηματικά το πρόβλημα των υποδομών: στον Κορυδαλλό από τα οκτώ γυμνάσια τα πέντε στεγάζονται σε χώρους όπου ο συνωστισμός δεν αποφεύγεται και οι αποστάσεις υγειονομικής ασφάλειας δεν καλύπτονται! Οι τουαλέτες είναι μικρές και οι βρύσες λίγες, κάτι που ισχύει στα περισσότερα σχολικά κτίρια της χώρας.
Εξηγεί ότι η ίδια η ηλικία και η ψυχοσύνθεση των παιδιών, στο γυμνάσιο κυρίως, δυσχεραίνει την τήρηση των μέτρων προστασίας, ενώ και η ίδια η λειτουργία στην τάξη για μαθητές ιδιαίτερα 12-15 ετών που κάθονται κοντά και ανταλλάσσουν μολύβια και βιβλία διαμορφώνει συνθήκες που δεν ευνοούν την υγειονομική ασφάλεια. «Είναι δύσκολο να τα αποφύγεις όλα αυτά, ειδικά όταν μιλάμε για εφήβους και ιδιαίτερα μετά δύο μήνες απουσίας κοινωνικών επαφών» λέει η καθηγήτρια. Οσο για τις μάσκες, δεν είναι κάτι απλό για τον δάσκαλο και τον καθηγητή που μιλά επί ώρες.
Από την πλευρά του ο Γιώργος Μακράκης φέρνει τους προβληματισμούς που είναι διάχυτοι σε γονείς και εκπαιδευτικούς στο Ηράκλειο Κρήτης. Πρόεδρος του συλλόγου δασκάλων «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος» και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ, ξεκαθαρίζει ότι «τίποτε δεν μπορεί να υποκαταστήσει παιδαγωγικά τη ζώσα εκπαιδευτική επαφή δασκάλου και μαθητή».
Θεωρεί ότι το ψηφιακό μάθημα έδωσε μια λύση λόγω της πανδημίας, παρά τις ελλείψεις και τις αδυναμίες, όμως κρίνει ότι το να ανοίξουν τώρα τα σχολεία, ιδιαίτερα τα δημοτικά και νηπιαγωγεία, δεν προσφέρει παιδαγωγικά. Θεωρεί ότι «ένας από τους λόγους που επιταχύνει το άνοιγμα η κυβέρνηση είναι να σταματήσει τη χορήγηση αδειών ειδικού σκοπού».
Παράλληλα, ο κ. Μακράκης σημειώνει ότι ειδικά για παιδιά 4-12 ετών είναι δύσκολο να τηρηθούν πρωτόκολλα ασφαλείας και μέτρα αποστασιοποίησης και σημειώνει ότι η Γ΄ λυκείου αποτελεί ειδική περίπτωση, καθώς «κρίνεται το μέλλον των μαθητών με τις πανελλαδικές και το κατανοούμε. Αφενός είναι παιδιά ηλικίας τέτοιας που μπορούν να φροντίζουν τα ίδια για την τήρηση των υγειονομικών κανόνων και από την άλλη πρέπει να μπουν σε μια πιο κανονική σχολική καθημερινότητα, ώστε ομαλά να περάσουν στο εξεταστικό στάδιο».