Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς
H νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη («Σπιρτόκουτο», «Το μικρό ψάρι») φέρνει και πάλι τους μικροαστούς πρωταγωνιστές τους απέναντι στο πεπρωμένο τους. Ή ακόμη χειρότερα: απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό.

Υπόθεση
Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας η γυναίκα ενός πλούσιου επιχειρηματία τον κερατώνει με ντόπιο λαϊκό τραγουδιστή. Όταν ο πρώτος ανακαλύψει την απιστία και τους απειλήσει μέσω του κινητού του, το ζευγάρι θα το σκάσει. Όμως η γυναίκα θα κάνει το μοιραίο λάθος αρπάζοντας ένα εκατομμύριο ευρώ από το χρηματοκιβώτιο του άντρα της.
Μια μικρή, ερωτική ιστορία
Ο χαρακτήρας που έχει το μεγαλύτερο εκτόπισμα και βάρος στην ταινία είναι εκείνος της άπιστης συζύγου (ρόλος ζωής για την Βίκυ Παπαδοπούλου που τον αξιοποιεί υποδειγματικά διατηρώντας όλο το μυστήριο και την αμφισημία της ηρωίδας της, που δεν μπορείς να καταλάβεις τις σκέψεις και τα συναισθήματα της). Η πρωταγωνίστρια και πηγή του σκανδάλου της ιστορίας εκφράζεται λιγότερο, κρατά χαμηλά τη φωνή της, βγάζει μια ηρεμία σχεδόν αφύσικη σε σχέση με τα όσα διακυβεύονται γύρω της. Αλλά δείχνει ότι δεν χάνει ποτέ τον έλεγχο σε αντίθεση με τους άντρες του φιλμ. Φαφλατάδες, ψευτονταήδες, επικίνδυνοι όχι μόνο λόγω της κτηνώδους δύναμης αλλά κυρίως από την απύθμενη βλακεία τους, οι ματαιόδοξοι αρσενικοί της «Μπαλάντας» έχουν μόνο βρισίδια και απειλές να επιδείξουν απέναντι σε μια πραγματικότητα που φαίνεται να τους καταπίνει.
Και πάνω από όλα παραμένουν κολλημένοι στη φούστα των μανάδων τους (εκπληκτικές οι ερασιτέχνες ηθοποιοί). Όλα τα παραπάνω ο σκηνοθέτης τα διαχειρίζεται με τρομερή αφηγηματική άνεση. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» η τραγωδία και η κωμωδία έχουν ίσο μερίδιο και αλληλοσυμπληρώνονται υποδειγματικά.
Η πέμπτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη συμπυκνώνει με αριστοτεχνικό τρόπο όλες τις αγαπημένες του θεματικές. Ήρωες σε απόγνωση, κοινωνική καταπίεση, έντονοι διάλογοι που καταλήγουν σε τσακωμούς, διαρκές φλερτ με το έγκλημα και την αυτοκαταστροφή, ερωτικά πάθη. Οι ιστορίες του Οικονομίδη μοιάζουν συνηθισμένες αλλά δεν είναι.
Η αντισυμβατική γοητεία τους πηγάζει από την ανάγκη του δημιουργού τους να ωθήσει τα πράγματα στα άκρα, μπας και βγει κάτι χρήσιμο μέσα από αυτή την συνθήκη. Είναι προφανές ότι η νεοελληνική πραγματικότητα με τα κακώς κείμενα της (ο μόνιμος στόχος του Οικονομίδη) παρουσιάζονται μέσω του στυλιζαρισμένου, παραμορφωτικού καθρέφτη του κύπριου σκηνοθέτη με τρόπο – ακόμη και το πειραγμένο «Ροκ του Καραγκιόζη» του συνθέτη Μπάμπη Παπαδόπουλου έχει τον ανάλογο συμβολισμό – που δεν μπορεί να αφήσει κανένα ασυγκίνητο. Κι όπως συμβαίνει με κάθε αληθινό έργο τέχνης, έτσι κι εδώ οι αντιδράσεις διχάζονται. Κοινώς είτε λατρεύεις το σινεμά του Οικονομίδη είτε το μισείς. Μέση οδός δεν υπάρχει.
Το βαμμένο πουλί

Ασπρόμαυρο, αντιπολεμικό δράμα βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Πολωνοεβραίου συγγραφέα Γέρζι Κοζίνσκι.

Υπόθεση
Ανατολική Ευρώπη, τέλη Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα παιδί προσπαθεί να επιβιώσει μόνο του στην ύπαιθρο, ταξιδεύοντας από χωριό σε χωριό. Αντιμετωπίζει τις πιο σκληρές δοκιμασίες, διατηρώντας όμως την ελπίδα ζωντανή, σε μια αδυσώπητη εποχή.
Η βαρβαρότητα των ανθρώπων
Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο 35άρι φίλμ, η δημιουργία του τσέχου Βάκλαβ Μαρχούλ είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία από τις απεγνωσμένες προσπάθειες ενός εβραιόπουλου να επιβιώσει μέσα σε ένα κόσμο τρομακτικά σκοτεινό και βίαιο. Υπάρχουν σκηνές που σοκάρουν όχι μόνο της ωμής βίας αλλά και της απουσίας λογικής και ευαισθησίας σε όσα βασανιστήρια και ταπεινώσεις υφίσταται ο μικρός πρωταγωνιστής. Ουσιαστικά η ταινία δείχνει ότι η ανθρώπινη φύση είναι αναπόσπαστα δεμένη με την βία που δεν γνωρίζει όρια.
Είναι σαν ένα οδοιπορικό στην καρδιά του έρεβους (θυμίζει αρκετά το αντιπολεμικό αριστούργημα «Έλα να δεις» του Έλεμ Κλίμοφ) που προσπερνά ιδεολογίες και μηνύματα για να υπογραμμίσει την απελπισία που κυριαρχεί σε κάθε κρίσιμη ιστορική περίοδο όπου το μέλλον της ανθρωπότητας δείχνει αβέβαιο – τουλάχιστον. Δύσκολο έργο που δεν διευκρινίζει την ακριβή τοποθεσία στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα και απαιτεί πολλή υπομονή – καθώς και κουράγιο- από το θεατή ο οποίος δύσκολα θα αντέξει όλο αυτό το κρεσέντο βαρβαρότητας που θα εκτυλιχτεί στα μάτια του για σχεδόν 3 ώρες.
Το «Βαμμένο πουλί» συγκλόνισε κοινό και κριτικούς κατά την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 76ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας αποσπώντας το βραβείο UNICEF, συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο 2019, και αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Τσεχίας για το Όσκαρ 2020 Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ