Στις 15/6/2023, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, ο Θεόδωρος Κουρεντζής διηύθυνε τη «Συμφωνία αρ. 3» του Μάλερ σε μια sold-out συναυλία στο Ηρώδειο. Απέναντί του είχε τους αφοσιωμένους μουσικούς της καινούργιας ορχήστρας του.
Η νεοσύστατη «Utopia», που ο 51χρονος Eλληνορώσος αρχιμουσικός διευθύνει από το 2022, περιλαμβάνει περίπου 115 μουσικούς, προερχόμενους από τριάντα χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας. Με δεδομένο το τοξικό νέφος αντιμαχόμενων απόψεων που περιβάλλουν τις σχέσεις του Κουρεντζή με την πουτινική Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία, αξίζει να γνωρίζουμε ότι, σύμφωνα με τον επίσημο ιστότοπό της, η «Utopia» χρηματοδοτείται από έσοδα των συναυλιών της και υποστηρίζεται από το γερμανικό «Ιδρυμα Τέχνης και Πολιτισμού DM» και Ευρωπαίους χορηγούς.
Καθώς οι ακροατές κώφευσαν στην ευγενή ειδοποίηση να κλείσουν τα κινητά τους, μόλις άρχισε η συναυλία αντήχησαν κουδουνίσματα, αναγκάζοντας –σωστά!– τον αρχιμουσικό να διακόψει και να παρακαλέσει για τα αυτονόητα, πριν ξαναξεκινήσει απ’ την αρχή… Αυτό, βεβαίως, ουδένα πτόησε: μια κυρία εμπρός μου αντάλλασσε στα μουγκά μηνύματα καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας, πληκτρολογώντας μανιωδώς στα κρυφά μέσα στην ακριβή τσάντα της, ενώ η διπλανή της μαγνητοσκοπούσε μεγάλα κομμάτια του ακροάματος, δείχνοντάς τα με ενθουσιασμό στην παρακαθήμενη κόρη της…
Οσοι έχουμε διαβάσει για τις Συμφωνίες του Μάλερ και τις έχουμε γνωρίσει σε ηχογραφήσεις από μείζονες αρχιμουσικούς των τελευταίων δεκαετιών, αναγνωρίζουμε ως αυτονόητο ένα πλαίσιο προσλήψεων για τα εξωμουσικά τους συμφραζόμενα και τον τρόπο που αυτά αποδίδονται μουσικά από τον συνθέτη και τον αρχιμουσικό. Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 11/6/2023, ο Κουρεντζής είχε διευθύνει το ίδιο έργο, με την ίδια ορχήστρα σε Βιέννη και Βερολίνο, αποκομίζοντας έντονα αντιφατικές κριτικές. Ομοίως έντονα και καταφανώς άνισες εντυπώσεις άφησε το ακρόαμα και στην Αθήνα. Ωστόσο, έγινε αποδεκτό με ασυγκράτητο ενθουσιασμό από το ετερόκλητο ακροατήριο.
Ο πολύς Κουρεντζής έκανε αυτό που κάνει πάντα: αντί να υποστηρίξει ερμηνευτικά, με σεβασμό και με συνολική, σε βάθος εποπτεία τη δραματουργία της μουσικής έτσι όπως αυτή είναι εγγεγραμμένη στις νότες και τις κειμενικές ενδείξεις του συνθέτη, εστίασε εμμονικά στους μηχανισμούς στο εσωτερικό της συμφωνικής γραφής, μετατρέποντας το ακρόαμα σε μια ανελέητα τεταμένη ηχητική ακτινογραφία. Κάθε φράση, κάθε φωνή, σχεδόν κάθε νότα ηχούσαν περίπου αδιαφοροποίητα υπερτονισμένες (δυνατά, άγρια, αιχμηρά, ξεχωριστά, τεταμένα, εμφατικά), με αποτέλεσμα το συνολικό ακρόαμα να συγκροτείται από αναρίθμητες «πρωταγωνιστούσες» ηχητικές δράσεις.
Στο 5ο μέρος της Συμφωνίας, αντί της χορωδίας αγοριών που προβλέπει ο συνθέτης, τραγούδησε η παιδική χορωδία «Ροζάρτε», στην προκειμένη περίπτωση αποτελούμενη μόνον από κορίτσια διαφόρων ηλικιών. Μαζί τους τραγούδησε επίσης η «Χορωδία Γυναικών της Ακαδημίας Τραγουδιού της Βιέννης». Ως αποτέλεσμα, όμως, οι γυναικείες ήχησαν νεανικότερες από τις –ας τις πούμε– παιδικές, αντιστρέφοντας τη ζητούμενη από τον συνθέτη εντύπωση. Συγκεφαλαιωτικά; Μια τελειοθηρικά πλασμένη αλλά βιασμένα εντυπωσιοθηρική εκτέλεση, απογυμνωμένη από τον πλούτο συναισθημάτων και νοηματικών φωτοσκιάσεων που με τόση φροντίδα έχει μεταφράσει σε νότες ο ύστερος Τιτάνας του Ρομαντισμού…
Γιάννης Σβώλος