
ΟΝτέιβιντ Λες ξεχωρίζει ως ένας από τους επιφανέστερους διεθνώς ειδικούς σε θέµατα Μέσης Ανατολής. Καθηγητής Μεσανατολικής Ιστορίας στο Πανεπιστήµιο Trinity του Σαν Αντόνιο στο Τέξας και συγγραφέας συνολικά 16 βιβλίων για τη Μέση Ανατολή, µεταξύ αυτών και της βιογραφίας του Μπασάρ αλ Ασαντ («The New Lion of Damascus: Bashar al-Asad and Modern Syria»), τον οποίο έχει µάλιστα γνωρίσει από κοντά, ο Αµερικανός ακαδηµαϊκός µιλά στο «Εθνος της Κυριακής» για τις εξελίξεις που τρέχουν σε µια περιοχή την οποία τείνουµε να αποκαλούµε πυριτιδαποθήκη.
Βλέπετε τη Μέση Ανατολή να αλλάζει; Μπορεί η πανδηµία να επιταχύνει τις όποιες αλλαγές;
Η Μέση Ανατολή ως σύνολο υφίστατο βαθιές αλλαγές ήδη πριν από την πανδηµία του κορονοϊού. Οι γενικότεροι κοινωνικοοικονοµικοί και πολιτικοί παράγοντες που προκάλεσαν την επονοµαζόµενη Αραβική Ανοιξη είναι ακόµη παρόντες και σιγοκαίνε. Εάν προσθέσουµε την αδυναµία των κρατών σε πολλές µεσανατολικές χώρες να αντιµετωπίσουν οξείες πιέσεις όπως την πανδηµία του κορονοϊού, τις χαµηλότερες τιµές του πετρελαίου και τις αυξανόµενα επιβλαβείς επιπτώσεις από την κλιµατική αλλαγή, τότε έχουµε ένα ακόµη πιο εύφλεκτο µείγµα το οποίο θα εκρήγνυται ανά διαστήµατα καθώς θα προχωρά µέσα στην επόµενη δεκαετία, επιφέροντας δραµατικές αλλαγές στο πολιτικό και κοινωνικοοικονοµικό τοπίο της περιοχής.
Ειδικά για τη Συρία έχετε γράψει σειρά βιβλίων, µε τελευταίο αυτό του 2019 «Syria: A Modern History». Επειτα από εννέα χρόνια πολέµου, υπάρχει νικητής εκεί και πώς βλέπετε την κατάσταση να εξελίσσεται;
Στη Συρία, αν και υπάρχουν ακόµη θύλακες αντίστασης κυρίως στην επαρχία του Ιντλίµπ, η κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ έχει ουσιαστικά κερδίσει τον εµφύλιο πόλεµο, µε τη βοήθεια της Ρωσίας. Κοινωνικοοικονοµικά ωστόσο, η Συρία είναι σε κακή κατάσταση, κυρίως λόγω της καταστροφής που έχει επιφέρει ο ίδιος ο πόλεµος, αλλά και λόγω της διεθνούς αποµόνωσης της συριακής κυβέρνησης. Η συριακή οικονοµία είναι σε ακόµη περισσότερο απελπιστική κατάσταση τους τελευταίους έξι µήνες λόγω της πολιτικής και οικονοµικής κρίσης στον γειτονικό Λίβανο, στον οποίο η συριακή οικονοµία βασίζεται, αλλά και λόγω της πανδηµίας του κορονοϊού. Ο Ασαντ εξακολουθεί να έχει τον έλεγχο, παρά τα άρθρα που έκαναν την εµφάνισή τους σε ρωσικά Μέσα εκφράζοντας δυσαρέσκεια προς το πρόσωπό του και παρά τις εσωτερικές έριδες µε τον ξάδελφό του, Ραµί Μαχλούφ. Στην πραγµατικότητα, οι απέλπιδες προσπάθειες του Ραµί να διατηρήσει την οικονοµική του αυτοκρατορία και τη θέση του εντός της Συρίας είναι περισσότερο δείγµα ότι ο Ασαντ παγιώνει τον έλεγχό του και ότι στρέφεται περισσότερο προς την πλευρά της Ρωσίας, ενώ αποµακρύνεται από την πλευρά του Ιράν. Από τη σκοπιά της Μόσχας δεν υπάρχει στη Συρία άλλη εναλλακτική από τον Ασαντ. Το Κρεµλίνο, ωστόσο, φαίνεται να ασκεί κάποια πίεση εκφράζοντας την απογοήτευσή του, προκειµένου έτσι να κάνει τον Σύρο ηγέτη να υιοθετήσει συγκεκριµένες πολιτικές που θα ανοίγουν τον δρόµο για την ανάθεση συµβολαίων ανοικοδόµησης σε ρωσικές εταιρείες (να σηµειωθεί ότι για την υλική ανοικοδόµηση της χώρας θα απαιτηθούν πολλές εκατοντάδες δισεκατοµµύρια δολάρια), για παραχωρήσεις σε ζητήµατα συνταγµατικά και πολιτικών µεταρρυθµίσεων που ενδέχεται να οδηγήσουν και σε µια τελική πολιτική διευθέτηση, και για τη µείωση του αποτυπώµατος του Ιράν.
Θα µπορούσαν οι ΗΠΑ να επιστρέψουν στη Μέση Ανατολή έπειτα από τις επερχόµενες προεδρικές εκλογές;
Οι Ηνωµένες Πολιτείες σαφώς και µπορούν να επανεµπλακούν στη Μέση Ανατολή εάν ο Τζο Μπάιντεν κερδίσει τις επόµενες προεδρικές εκλογές. Ωστόσο, η θέση των ΗΠΑ στην περιοχή έχει ήδη πληγεί σηµαντικά κατά τη διάρκεια των δύο προηγούµενων κυβερνήσεων. Η κυβέρνηση Οµπάµα ήθελε να κάνει «πίβοτ» προς την Ανατολική και τη Νοτιοανατολική Ασία, µακριά από τα δυνητικά αδιέξοδα της Μέσης Ανατολής. Η Αραβική Ανοιξη ανάγκασε τον Οµπάµα να επανεµπλακεί διστακτικά στην περιοχή, αλλά µε µεικτά αποτελέσµατα. Η πολιτική «Πρώτα η Αµερική» της κυβέρνησης Τραµπ όπως και η αξιοσηµείωτη υποστήριξή της προς το Ισραήλ και η συγκρουσιακή πολιτική της απέναντι στο Ιράν έχουν ποικιλοτρόπως περιπλέξει τις πολιτικές των ΗΠΑ στην περιοχή. Λαµβάνοντας παράλληλα υπόψη και την αναθέρµανση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, ένας αριθµός χωρών της περιοχής έχει αρχίσει να αµφισβητεί την αξιοπιστία των ΗΠΑ ως ενδιαφερόµενου εταίρου. Εάν ο Τραµπ εξασφαλίσει την επανεκλογή του, αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχιστεί.
Εξακολουθεί να έχει η Μέση Ανατολή την αξία που είχε; Επηρεάζει στον ίδιο βαθµό τις διεθνείς εξελίξεις;
Η σχετικά χαµηλή τιµή του πετρελαίου έχει όντως περιορίσει τη σηµασία της Μέσης Ανατολής στην παγκόσµια πετρελαϊκή αγορά καθώς και στα µάτια της Ουάσιγκτον. Οι πετρελαϊκές δυνάµεις της Μέσης Ανατολής έχουν όντως χάσει µέρος της γοητείας τους, µε τις νέες τεχνολογίες (fracking) που έχουν διαφοροποιήσει τις πηγές του πετρελαίου και το γεγονός ότι το πετρέλαιο στην πραγµατικότητα δεν αντιµετωπίζεται πια ως εξαντλήσιµος πόρος. Ωστόσο, το πετρέλαιο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής µάς δίνει το περισσότερο οικονοµικό rent per barrel γιατί εξακολουθεί να είναι το πιο φθηνό να παραχθεί. Ετσι, παρά τις τάσεις στην αγορά του πετρελαίου, η Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να διατηρεί τη γεωστρατηγική της αξία. Για όσο παραµένει το κεντρικό κοµβικό σηµείο τριών µεγάλων θρησκειών, θα συνεχίσει να συνδαυλίζει και τα πάθη εκατοµµυρίων πιστών.

Οκύβος ερρίφθη και οι αμερικανικές αεροπορικές εταιρείες, αλλά και οι υπόλοιπες που δραστηριοποιούνται στα υπερατλαντικά ταξίδια, ξεκίνησαν τις κρατήσεις για πτήσεις που θα συνδέουν τις ΗΠΑ με την Ευρώπη. Η ημερομηνία που θα επαναρχίσει η σύνδεση της «Γηραιάς Ηπείρου» με την Αμερική θα είναι η 6η Ιουλίου.
Οι Αμερικανοί συνεχίζουν την άρση των περιορισμών παρά τους δεκάδες χιλιάδες θανάτους και τα εκατομμύρια κρούσματα.
Ιταλία: Η ιστορία της 24χρονης πρώην ομήρου Σίλβιας Ρομάνο διχάζει τη χώρα
Tη «χιονοστιβάδα του μίσους» εναντίον της εθελόντριας εργαζόμενης σε οργάνωση αρωγής Σίλβιας Ρομάνο, που επέστρεψε στην πατρίδα της, την Ιταλία, την περασμένη εβδομάδα, έπειτα από την ομηρία της για ενάμιση χρόνο, καταδίκασε o υπουργός Εξωτερικών της χώρας Λουίτζι Ντι Μάιο.
Η νέα πιστεύεται πως απήχθη από ισλαμιστές τρομοκράτες στη νοτιοανατολική Κένυα τον Νοέμβριο του 2018. Μπόρεσε να επιστρέψει στην Ιταλία την περασμένη Κυριακή, έπειτα από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν μήνες.
Όταν έφθασε αεροπορικώς στη Ρώμη, σε απευθείας μετάδοση, καθώς την υποδέχθηκε προσωπικά ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, η Ρομάνο φόραγε μαντίλα και παραδοσιακό αφρικανικό φόρεμα. Επιβεβαίωσε πως κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της προσηλυτίστηκε στο ισλάμ, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων ANSA.
Ο εξισλαμισμός της 24χρονης πυροδότησε τσουνάμι μειωτικών, προσβλητικών σχολίων από την ιταλική άκρα δεξιά. Ορισμένα μέλη της κατηγόρησαν τη Ρομάνο για προδοσία. Άλλα έκριναν πως η κυβέρνηση έπρεπε να διαθέσει τα χρήματα που φέρεται να κατέβαλε ως λύτρα σε σημαντικότερα πράγματα.
«Η πληρωμή των λύτρων για τη Σίλβια σημαίνει πως χρηματοδοτήσαμε ισλαμιστές τρομοκράτες. Πιάσαμε φιλία με το κορίτσι που έγινε μουσουλμάνα. Ωραία επιχείρηση», κάγχασε μέσω Twitter ο Βιτόριο Φέλτρι, διευθυντής της ακροδεξιάς εφημερίδας Libero.
Ο Ντι Μάγιο έχει διαψεύσει επανειλημμένα ότι καταβλήθηκαν λύτρα για την απελευθέρωση της Ρομάνο.
«Είμαι πεπεισμένος ότι η Ιταλία δεν είναι σαν αυτή τη μειονότητα που συμπεριφέρεται με χυδαίο τρόπο απέναντι στη Σίλβια Ρομάνο. Η Ιταλία είναι διαφορετική», είπε ο Ντι Μάγιο στην τηλεοπτική εκπομπή Che Tempo Che Fa, καταδικάζοντας τις επιθέσεις εναντίον της.
«Οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε να ντρέπονται για τη συμπεριφορά τους απέναντι της αυτή την εβδομάδα (…). Διερωτώμαι: έχουν παιδιά οι άνθρωποι αυτοί;», πρόσθεσε ο επικεφαλής της ιταλικής διπλωματίας.
Η Σίλβια Ρομάνο παρακάλεσε όλους όσοι την υποστηρίζουν να μην εξεγείρονται για τις φραστικές επιθέσεις σε βάρος της, σε ανάρτησή της στο Facebook που αναπαρήγαγαν ιταλικά ΜΜΕ. Διαβεβαίωσε πως είναι απλά «ευτυχής» επειδή «ξαναβρήκα τους αγαπημένους μου ακόμα όρθιους, δόξα τω θεώ, παρά τον πόνο που δοκίμασαν».