Συμμαχία της Δύσης για τον εξ ανατολών «κίνδυνο» με τον πρόεδρο της Αμερικής και τη Γερμανίδα καγκελάριο να δηλώνουν πρόθυμοι να συνεργαστούν για να αμυνθούν ενάντια στη «ρωσική επιθετικότητα» και να αντιταχθούν τις «αντιδημοκρατικές ενέργειες» της Κίνας.
Τζο Μπάιντεν και Άνγκελα Μέρκελ συναντήθηκαν χθες στον Λευκό Οίκο συμφωνώντας σε γενικές γραμμές με μοναδική παραφωνία τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν οι δύο ηγέτες μετά τη συνάντησή τους, ο Μπάιντεν είπε ότι εκείνος και η Γερμανίδα καγκελάριος συμφώνησαν πως η Ρωσία δεν πρέπει να χρησιμοποιεί την ενέργεια ως όπλο για να εκφοβίσει τους γειτόνους της.
«Είμαστε ενωμένοι και θα συνεχίσουμε να είμαστε ενωμένοι, για να υπερασπιστούμε τους συμμάχους μας της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα», δήλωσε ο Μπάιντεν.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε ότι επαναδιατύπωσε τις ανησυχίες του στην Γερμανίδα καγκελάριο αναφορικά με τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2, που θα μεταφέρει ποσότητες από ρωσικά κοιτάσματα στη γερμανική και ευρωπαϊκή αγορά και ο οποίος, όπως φοβάται η Ουάσινγκτον, θα αυξήσει την ευρωπαϊκή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Ο αγωγός παρακάμπτει την Ουκρανία, στερώντας της έσοδα από τις προμήθειες για τη διέλευση του αερίου από το έδαφός της και δυνητικά πλήττοντας την προσπάθειά της να αντιμετωπίσει αυτήν που το Κίεβο και δυτικές χώρες χαρακτηρίζουν ρωσική επιθετικότητα.
Από την πλευρά της η Μέρκελ τόνισε στους δημοσιογράφους ότι η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, έχει διαφορετικές απόψεις από τις ΗΠΑ αναφορικά με τον αγωγό. Ωστόσο, σημείωσε ότι το Βερολίνο θεωρεί την Ουκρανία ως μια χώρα διαμετακόμισης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πιστεύει ότι ο αγωγός φυσικού αερίου θα πρέπει να συνεχίσει να διέρχεται από την Ουκρανία, ακόμη και αν η κατασκευή του αγωγού ολοκληρωθεί.
Η Γερμανίδα καγκελάριος τόνισε ότι υπάρχει ένας «αριθμός εργαλείων» που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων, εάν η Ρωσία δεν εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της προς την Ουκρανία αναφορικά με τον αγωγό.
Ο Μπάιντεν είπε ότι «καλοί φίλοι μπορούν να διαφωνούν» για ένα έργο όπως ο Nord Stream 2 και ότι και οι δύο ηγέτες ζήτησαν από τις ομάδες τους να εξετάσουν πρακτικά μέτρα που μπορούν να λάβουν οι χώρες στον αγωγό εάν αποδυναμωθεί η ενεργειακή ασφάλεια της Ουκρανίας.
Παράλληλα, ο ένοικος του Λευκού Οίκου σημείωσε ότι και οι δύο χώρες θα υπερασπιστούν τις δημοκρατικές αρχές και τα οικουμενικά δικαιώματα όταν βλέπουν την Κίνα ή οποιαδήποτε άλλη χώρα να εργάζεται για να υπονομεύσει μια ελεύθερη και ανοιχτή κοινωνία.

Ο Σαάντ αλ Χαρίρι εγκατέλειψε την προσπάθεια σχηματισμού νέας κυβέρνησης στον Λίβανο, εξανεμίζοντας τις ελπίδες ότι θα βρεθεί σύντομα μια λύση στο πολιτικό αδιέξοδο, ώστε να ξεκινήσει και η διάσωση της χώρας που βρίσκεται στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης.
Ο Χαρίρι έλαβε τον Οκτώβριο την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση, μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Χασάν Ντιάμπ και των υπουργών του, με αφορμή την καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού. Τα πολιτικά κόμματα ωστόσο δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, παρά τους φόβους για κοινωνική αναταραχή και επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης.
«Είναι σαφές ότι δεν θα μπορέσουμε να συμφωνήσουμε με την εξοχότητά του, τον πρόεδρο», είπε ο εντολοδόχος πρωθυπουργός μετά τη συνάντηση που είχε με τον πρόεδρο του Λιβάνου Μισέλ Αούν. «Για αυτό αποσύρομαι από τον σχηματισμό κυβέρνησης και ο Θεός να βοηθήσει τη χώρα», πρόσθεσε.
Η συνάντηση του Χαρίρι με τον Αούν κράτησε μόλις 20 λεπτά.
Στην ανακοίνωση που εξέδωσε η προεδρία σημειώνεται ότι ο Χαρίρι «δεν ήταν έτοιμος να συζητήσει αλλαγές» στην πρόταση που υπέβαλε. Προσφέρθηκε να δώσει στον πρόεδρο άλλη μία ημέρα για να το σκεφθεί αλλά ο Αούν δεν το δέχτηκε, λέγοντας «τι σημασία έχει άλλη μία ημέρα». Ο Λιβανέζος πρόεδρος θα ξεκινήσει διαβουλεύσεις με τους βουλευτές για να επιλέξει τον νέο πρωθυπουργό «το συντομότερο δυνατόν», καταλήγει η ανακοίνωση.
Η απόφαση του Χαρίρι σηματοδοτεί το αποκορύφωμα μηνών αντιπαράθεσης με τον Αούν για τα πρόσωπα που θα αναλάβουν υπουργικές θέσεις. Με βάση το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου την πρωθυπουργία αναλαμβάνει πάντα ένας σουνίτης μουσουλμάνος και προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια προφανής εναλλακτική λύση για τον Αούν, τον χριστιανό μαρωνίτη πρόεδρο και σύμμαχο της σιιτικής Χεζμπολά.
Ο Λίβανος διέρχεται μια άνευ προηγουμένου οικονομική κρίση, που χαρακτηρίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα ως μία από τις χειρότερες στον κόσμο τα τελευταία 150 χρόνια.
Αμέσως μετά την είδηση της παραίτησης του Χαρίρι, η λιβανική λίρα έφτασε σε ένα νέο χαμηλό, με την ισοτιμία να είναι 20.000 προς 1 αμερικανικό δολάριο στη μαύρη αγορά.
Η οικονομία του Λιβάνου έχει συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 20% το 2020, η φτώχεια έχει αυξηθεί σε βαθμό που περισσότερο από το 55% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.