Καταγγελία ότι ο ΠΟΥ απέκρυψε έρευνα για τη διαχείριση της πανδημίας στην Ιταλία – Αυστρία: Το Συνταγματικό Δικαστήριο καταργεί την απαγόρευση μαντίλας στα σχολεία

Καταγγελία ότι ο ΠΟΥ απέκρυψε έρευνα για τη διαχείριση της πανδημίας στην Ιταλία

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατηγορείται ότι έπειτα από αίτημα της Ιταλίας «κατέβασε» από την ιστοσελίδα του έρευνα για τον αντίκτυπο της πανδημίας στη χώρα, σύμφωνα με την οποία υπήρξε κακή διαχείριση της υγειονομικής κρίσης στα πρώτα στάδια.

Στόχος της έρευνας, σύμφωνα με τον Guardian, ήταν να αποφευχθούν στο μέλλον θάνατοι από την πανδημία. Η έρευνα, υπό τον τίτλο «Μια πρόκληση χωρίς προηγούμενο: Η πρώτη αντίδραση της Ιταλίας στον Covid-19» (An Unprecedented Challenge: Italy’s First Response to Covid-19) ήταν το αποτέλεσμα της δουλειάς του επιστήμονα του ΠΟΥ Φρανσέσκο Τσαμπόν και 10 συνεργατών του από όλη την Ευρώπη, που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση του Κουβέιτ, με στόχο να ενημερωθούν και οι υπόλοιπες χώρες που ακόμη δεν είχαν χτυπηθεί από την πανδημία.

Στην έκθεση μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι λόγω της έλλειψης προετοιμασίας, η αντίδραση των υγειονομικών αρχών και των νοσοκομείων ήταν «χαώδης, γεμάτη αυτοσχεδιασμούς και δημιουργική», ενώ χρειάστηκε πολύς χρόνος έως ότου υπάρξουν οδηγίες δράσης προς τους γιατρούς.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Guardian, το έγγραφο των 102 σελίδων, που δημοσιεύθηκε στις 13 Μαΐου, «κατέβηκε» από την ιστοσελίδα του ΠΟΥ μία μέρα μετά. Αυτό έγινε έπειτα από αίτημα του Ρανιέρι Γκέρα, αναπληρωτή γενικού διευθυντή του ΠΟΥ για θέματα στρατηγικών πρωτοβουλιών και πρώην Γενικού Διευθυντή Δημόσιας Υγείας της Ιταλίας, τα έτη 2014-2017 και επομένως υπεύθυνο για τους κανονισμούς και τις οδηγίες του ΠΟΥ και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Ασθενειών (ECDC).

Το σχέδιο αυτό είναι ένα από τα σημαντικά στοιχεία της προκαταρκτικής έρευνας που κάνουν οι εισαγγελείς για πιθανή αμέλεια των αρχών στο Μπέργκαμο, που είναι η πόλη που χτυπήθηκε βαρύτατα από τον κορονοϊό στο πρώτο κύμα. Οι εισαγγελείς έχουν στα χέρια τους και μια έρευνα που συνέταξε ο συνταξιούχος στρατιωτικός Πιερ Πάολο Λουνέλι, σύμφωνα με την οποία σχεδόν 10.000 θάνατοι πιθανώς οφείλονται στην απουσία επαρκών πρωτοκόλλων διαχείρισης πανδημίας.

Ο Τσαμπόν έχει κληθεί να καταθέσει τρεις φορές από τους εισαγγελείς, αλλά δεν του το επέτρεψε ο ΠΟΥ, με την αιτιολογία ότι πρέπει να καταθέσουν και οι άλλοι 10 συν-συγγραφείς της μελέτης. Ο Γκέρα κατέθεσε, ωστόσο δεν έχει γίνει γνωστό τι έχει πει στις ιταλικές δικαστικές αρχές. Ο ΠΟΥ ισχυρίστηκε ότι τα στελέχη του για να καταθέσουν θα πρέπει να κληθούν διά της διπλωματικής οδού, μέσω του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών.

Ο Τσαμπόν ισχυρίζεται στον Guardian ότι ο Γκέρα τον απείλησε ότι θα χάσει τη θέση του αν δεν αλλάξει το περιεχόμενο του κειμένου και ότι παρά το γεγονός ότι το κατήγγειλε στον Οργανισμό, δεν έγινε καμία διαδικασία εσωτερικής έρευνας.

Και εξηγεί ότι το κείμενο «δεν ασκεί κριτική στην ιταλική κυβέρνηση, αλλά ρίχνει φως σε κρίσιμα στοιχεία της διαχείρισης της πανδημίας, ξεκινώντας από τη χρήση ενός παλιού σχεδίου κατά των πανδημιών, το οποίο όμως δεν είχε ανανεωθεί το 2017».

Επισημαίνει ότι ένα μήνα πριν από τη δημοσίευση του κειμένου είχε στείλει ένα προσχέδιο στον Γκέρα, ο οποίος το έδωσε και στον υπουργό Υγείας της Ιταλίας, Ρομπέρτο Σπεράντσα.

Τις καταγγελίες επιβεβαιώνουν μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του Τσαμπόν με τον διευθυντή Ευρώπης του ΠΟΥ, Χανε Κλούγκε, τα οποία καταδεικνύουν ότι υπήρχε συμφωνία με το υπουργείο Υγείας της Ιταλίας να περάσει η έρευνα στα ψιλά. Τα μέιλ αυτά παρουσιάστηκαν και σε ρεπορτάζ της ιταλικής κρατικής τηλεόρασης, RAI.

Oπως απάντησε ο ΠΟΥ στον Guardian, «εργάζεται με την ιταλική κυβέρνηση για την αποσαφήνιση των γεγονότων» και παρά το γεγονός ότι η έρευνα δεν ήταν ανηρτημένη στην ιστοσελίδα «χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη των οδηγιών που δόθηκαν στις χώρες στη συνέχεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας».

Και προσθέτει μεταξύ άλλων ότι κατανοεί «τη σύγχυση που προκάλεσε η αφαίρεσή του από την ιστοσελίδα, και έχουμε ενημερώσει τις διαδικασίες δημοσίευσης».

Η ιταλική κυβέρνηση αρνείται ότι έχει εμπλοκή, λέγοντας ότι σύμφωνα με την πληροφόρησή της «δεν ήταν επίσημο έγγραφο του ΠΟΥ και δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της».

Αυστρία: Το Συνταγματικό Δικαστήριο καταργεί την απαγόρευση της μαντίλας στα σχολεία

Το Ανώτατo Δικαστήριο της Αυστρίας κήρυξε αντισυνταγματική την απαγόρευση της μαντίλας στα δημοτικά σχολεία της χώρας και κάλεσε τον ομοσπονδιακό καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς να το ανακοινώσει. Την απόφαση χαιρέτισε ο πρόεδρος της Ισλαμικής Θρησκευτικής Κοινότητας στη χώρα, Ουμίτ Βουράλ.

Σύμφωνα με τους συνταγματικούς δικαστές αναφέρουν στην απόφασή τους ότι ο κανονισμός του αμφιλεγόμενου νόμου, που είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση συνασπισμού του Λαϊκού Κόμματος του Κουρτς με το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων, «ξεχωρίζει μια συγκεκριμένη θρησκεία, το Ισλάμ, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση της θρησκευτικής και ιδεολογικής ουδετερότητας του κράτους», σημειώνοντας ότι «με τον νόμο αυτό παραβιάζεται η αρχή της ισότητας».

Επισημαίνουν δε ότι στο νομικό υλικό του νόμου για τη σχολική εκπαίδευση εκφράζεται η πρόθεση του νομοθέτη ότι πρέπει να απαγορεύεται συγκεκριμένα η χρήση ισλαμικής μαντίλας, και αυτή η επιλεκτική απαγόρευση θα μπορούσε να έχει επιζήμια επίδραση στην ένταξη μαθητών και να οδηγήσει σε διακρίσεις. «Ο κανονισμός (…) αποκλείει την ισλαμική καταγωγή και την παράδοση ως έχει», και αυτό ενέχει τον κίνδυνο «να καταστήσει δύσκολη την πρόσβαση των μουσουλμάνων κοριτσιών στην εκπαίδευση ή την περιθωριοποίησή τους κοινωνικά».

Και προσθέτει ότι το επιχείρημα της (σ.σ. προηγούμενης) κυβέρνησης ότι θα πρέπει οι μαθήτριες να προστατευτούν από την κοινωνική πίεση (σ.σ. να φορούν μαντίλα) δεν αρκεί για μία απαγόρευση της μαντίλας. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, εναπόκειται στον νομοθέτη, τηρώντας παράλληλα την αρχή της ουδετερότητας και τη συνταγματική εκπαιδευτική εντολή, να βρει μέσα για την επίλυση των συγκρούσεων, και να παράσχει τους απαραίτητους πόρους για τον τερματισμό του θρησκευτικού εκφοβισμού.

Κατά του νόμου προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας δύο παιδιά (και οι γονείς τους) που ανατρέφονται με την έννοια της σουνιτικής ή σιιτικής νομικής σχολής του Ισλάμ. Επιχείρημά τους ήτα η ύπαρξη «μίας δυσανάλογης παρέμβασης στη θρησκευτική ελευθερία και τη θρησκευτική ανατροφή – και επίσης της παραβίασης της αρχής της ισότητας επειδή το hijab απαγορεύεται, αλλά όχι το εβραϊκό kippah και το ινδικό patka, το τουρμπάνι των Σιχ».

Οι επικριτές του νόμου, που πλέον καταργήθηκε, θεωρούσαν ότι η απαγόρευση της μαντίλας αποτελεί διάκριση, ενώ η Ισλαμική Θρησκευτική Κοινότητα επισήμαιναν ότι παραβιάζεται η θρησκευτική ελευθερία και το δικαίωμα των γονέων για ανατροφή των παιδιών.

Την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου χαιρέτισε ο πρόεδρος της Ισλαμικής Θρησκευτικής Κοινότητας Ουμίτ Βουράλ, επισημαίνοντας πως τερματίζεται μία «λαϊκιστική πολιτική απαγόρευσης» και πως η απόφαση αποδεικνύει «ότι η εμπιστοσύνη μας στο κράτος δικαίου και η υπομονή μας έχουν αποδώσει», όπως επίσης ότι «η εφαρμογή ίσων ευκαιριών και αυτοδιάθεσης για κορίτσια και γυναίκες δεν επιτυγχάνεται μέσω απαγορεύσεων».

Την απόφαση χαιρέτισε και η εκπρόσωπος για θέματα Ενσωμάτωσης του κόμματος ΝΕΟΣ της αντιπολίτευσης Γιάνικ Σέτι, λέγοντας ότι «επιβεβαιώνει την άποψή μας ότι μια μονομερής απαγόρευση της μαντίλας είναι αντίθετη με τα θεμελιώδη δικαιώματα, διότι κάνει διακρίσεις μεταξύ θρησκευτικών κοινοτήτων.