Εάν ο Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε ένα προϊόν της αμερικανικής Alt-Right (Εναλλακτική Δεξιά) και στη συνέχεια της έστρωσε τον δρόμο ώστε να γίνει ένα κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στις ΗΠΑ, στα καθ’ ημάς ο Κυριάκος Μητσοτάκης ακολούθησε έναν λίγο διαφορετικό δρόμο.
Σε μια υποτιθέμενη φιλελεύθερη κυβέρνηση ενσωμάτωσε την παραδοσιακή Ακροδεξιά και μάλιστα υπουργοποιώντας τον σκληρό πυρήνα του ΛΑΟΣ: Μάκη Βορίδη, Αδωνι Γεωργιάδη και Θανάση Πλεύρη, οι οποίοι είχαν θητεύσει στον Ελληνα πρόδρομο του Τραμπ –μοιράζονται αρκετά πολιτικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά–, τον Γιώργο Καρατζαφέρη.
Εδώ και πολύ καιρό η ακραιφνής νεοφιλελεύθερη ατζέντα Μητσοτάκη στην οικονομία συμβαδίζει με τον εθνικισμό, το «η Ελλάδα πρώτα», τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, αλλά και την ακραία ισλαμοφοβία με αντιμεταναστευτικό περίβλημα. Τελευταίο παράδειγμα, τα «κατορθώματα» του Κωνσταντίνου Μπογδάνου με τη λίστα παιδιών νηπιαγωγείου που δημοσιοποίησε, καταστρατηγώντας κάθε έννοια προσωπικών δεδομένων, χωρίς να συγκινηθεί ούτε ένας εισαγγελέας.
Τα «πετσωμένα» ΜΜΕ έχουν τεράστια ευθύνη για τη διάδοση των ιδεών της «φράξιας ΛΑΟΣ» στην κυβέρνηση, καθώς σε καθημερινή βάση δίνουν βήμα στους εκπροσώπους της και λειτουργούν σαν αντηχείο των ιδεών της.
Οι περικοπές στη φορολογία των επιχειρήσεων ή στις γονικές παροχές των μεγαλοϊδιοκτητών ακίνητης περιουσίας, τα «δωράκια» στους πάσης φύσεως «ιδιώτες» που αλώνουν το κράτος και κερδοσκοπούν ακόμα και από την πανδημία ή τις φωτιές πάνε χέρι χέρι με τον θρησκευτικό φανατισμό και τις παραθρησκευτικές οργανώσεις, με ακροδεξιά μορφώματα και συνωμοσιολόγους κάθε είδους.
Πρόκειται γι’ αυτό που ο καθηγητής του Μπέρκλεϊ, Πολ Πίρσον, χαρακτηρίζει «πλουτοκρατικό λαϊκισμό», εξηγώντας τον κομβικό ρόλο των ΜΜΕ στην επιχείρηση κατασκευής συναινέσεων, ώστε οι εργαζόμενοι να αποδεχτούν μέτρα υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου, τροφοδοτώντας τις φοβίες για την «αλλοίωση του έθνους» από τους ξένους, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αυτή τη διαδικασία τη βλέπει συνδυαστικά με την κατάρρευση των συνδικάτων και την πολιτική χρεοκοπία της Σοσιαλδημοκρατίας, τα οποία έπαιξαν για ένα διάστημα τον ρόλο του αντίβαρου σε μια ραγδαία συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, του πολιτικού φάσματος.
Ο Βρετανός δημοσιογράφος, Πολ Μέισον, σε συνέντευξή του στον Θεοδόση Μίχο και στο Magazine τονίζει: «Η επικινδυνότητα του σύγχρονου φασισμού έγκειται στο ότι σε αντίθεση με παλιότερα, για παράδειγμα με τον φασισμό της περιόδου γιγάντωσης του νεοφιλελευθερισμού, σήμερα έχει πιο βαθιές από ποτέ ρίζες στην κοινωνία, καθώς και πολύ ισχυρούς συμμάχους στην ελίτ».
Αυτή η διπλή σύνδεση είναι ολοφάνερη στις μέρες μας: σημαντικό μέρος της κοινωνίας έχει συντηρητικοποιηθεί ή βρίσκεται σε διαδικασία συντηρητικοποίησης, ενώ από την άλλη υπολογίσιμο μέρος της άρχουσας τάξης ανέχεται ή ενισχύει υπογείως αυτήν την τάση. Πρόκειται για μια απολύτως κοντόφθαλμη προσέγγιση, καθώς, όπως έδειξε η περίοδος του Μεσοπολέμου, εάν το τζίνι βγει από το μπουκάλι, δύσκολα το ξαναβάζεις μέσα. Και, κυρίως, με τεράστιες θυσίες και πολύ αίμα.
Η Ακροδεξιά, Εναλλακτική ή παραδοσιακή, βρίσκει τον δρόμο της μέσα από τα mainstream συντηρητικά κόμματα, κάτι που ισχύει και για την Ελλάδα. Οι υποκριτικές συγγνώμες από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος και τους αντισημίτες δείχνουν απλώς το πόσο χαμαιλέοντες είναι οι ρατσιστές και οι φασίστες όταν το απαιτούν οι περιστάσεις.
Η Αριστερά που τους αποδέχεται σαν κανονικό μέρος του πολιτικού παιχνιδιού απλώς υπονομεύει το μέλλον της και θυσιάζει τα πάντα στον βωμό ενός πολιτικού κυνισμού. Θα πρέπει να τους καταγγέλλει σε κάθε περίπτωση και με κάθε ευκαιρία.