Η «σταρ» της εναλλακτικής σκηνής μας

Λένα Κιτσοπούλου, δραματουργός, σκηνοθέτρια και ηθοποιός: Ως καλλιτέχνιδα έφτασε να ξεπεράσει το προκείμενο της εργασίας της για να γίνει η ίδια το περιεχόμενό του – και μάλιστα το πέτυχε αυτό εντός του χώρου που έστω και κατ’ όνομα χαρακτηρίζεται «αντισυστημικός» και θεωρείται ευαίσθητος σε ανάλογα φαινόμενα προσωποκρατίας

Δέκα χρόνια πριν είχα χαρακτηρίσει τη Λένα Κιτσοπούλου την πιο αυθεντική «οργισμένη» φωνή του θεάτρου μας, την πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπο μιας νέας «στα μούτρα μας» δραματουργίας, που έμοιαζε τότε το αποτέλεσμα μιας ούτως ή άλλως «οργισμένης» και «στα μούτρα μας» εποχής κρίσης και αμφισβήτησης. Η πορεία της είχε βέβαια ξεκινήσει νωρίτερα -θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκει στη γενιά που εμφανίστηκε στο γύρισμα του αιώνα-, όμως ήταν τα γεγονότα κοντά στο τέλος της πρώτης δεκαετίας που δημιούργησαν την τρικυμία που με τη σειρά της έφερε εναλλακτικές φωνές σαν τη δική της στον αφρό των ημερών.

Από τη μεριά της δραματουργού ή της συγγραφέα, δουλεύοντας άλλοτε από την πλευρά της σκηνοθεσίας κι άλλοτε ως ερμηνεύτρια, η Κιτσοπούλου σύντομα γνώρισε την αποδοχή και έφτασε σχεδόν αυτόματα να γίνει είδωλο μιας ανατρεπτικής οπτικής, που έπλεκε λαϊκά με μεταμοντέρνα στοιχεία και δυναμίτιζε το χαλαρό κλίμα με την αισθητική του camp, του queer, του underground και, γενικά, του αναρχικού οπλοστασίου της σύγχρονης σκηνής. Ωστόσο αν και μονίμως πολεμική και αντισυμβατική, η Κιτσοπούλου έβρισκε ανοιχτές πόρτες για να αφήσει αυτό το ίχνος της ακόμα και στα πιο αυστηρά θέσφατα του αστικού καλλιτεχνικού χώρου, ξεκινώντας από το Θέατρο Τέχνης και καταλήγοντας στο Εθνικό και στην Επίδαυρο -πριν από μόλις μία εβδομάδα-, αφού πρώτα οι σκανδαλιστικές της προτάσεις είχαν ευπρόσδεκτα φιλοξενηθεί στην Πειραιώς του Φεστιβάλ και στη Συγγρού της Στέγης.

Προσωπική Υπόθεση

Αναρωτήθηκα κι εγώ πολλές φορές γι’ αυτή τη, σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, αντίφαση μεταξύ αντισυστημικού λόγου και συστημικότατου πλαισίου παρουσίασης, που στην περίπτωση της Κιτσοπούλου ειδικά έμοιαζε ακόμα μεγαλύτερη: Το κοινό που την υποστήριζε ολοένα και πιο φανατικά έδειχνε να την υποστηρίζει άλλο τόσο όσο επέμενε το κοινό που την απέρριπτε, καταγγέλλοντάς τη, μεταξύ άλλων, για επιτήδευση, αμηχανία, έλλειψη έμπνευσης, μα και για κακή ώς κάκιστη αισθητική…

Γεγονός ήταν πως, είτε σου άρεσε είτε όχι, η Κιτσοπούλου με κάθε νέα της παράσταση κατάφερνε να βρίσκεται στο κέντρο της συζήτησης, σε σημείο ώστε να αρχίσει να πλέκεται γύρω της ο ιστός εκείνης της αυτοαναφορικότητας που συνήθως περιμένουμε από τις λεγόμενες «σταρ». Ως καλλιτέχνιδα, με άλλα λόγια, έφτασε να ξεπεράσει το προκείμενο της εργασίας της για να γίνει η ίδια το περιεχόμενο του – και μάλιστα το πέτυχε αυτό εντός του χώρου που έστω και κατ’ όνομα χαρακτηρίζεται «αντισυστημικός» και θεωρείται ευαίσθητος σε ανάλογα φαινόμενα προσωποκρατίας.

Η Κιτσοπούλου εξελίχτηκε στη βασική σταρ της εναλλακτικής σκηνής μας. Κι αυτή είναι, πιστεύω, η ερμηνεία όλων όσα ακολούθησαν από εκεί και μετά, από τις απανωτές προτάσεις που η ίδια δέχεται για συνεργασίες μέχρι την εμφάνιση του κοινού που την ακολουθεί πια πιστά σε κάθε νέα της πρόταση. Το θέμα δεν αφορά πια το τι θα πει ή θα παρουσιάσει, όσο ότι είναι «αυτή» που θα ανεβεί στη σκηνή ξανά.

Με άλλα λόγια κατάφερε σαν είδωλο να κερδίσει από τους πάντες, κι από αυτούς που μισούν να την αγαπούν μα κι από εκείνους που αγαπούν να τη μισούν. Κατάφερε μάλιστα να μετατρέψει τα εναντίον της πυρά σε δικά της πυρομαχικά. Γιατί αν σου αρέσει η δουλειά της, έχει καλώς. Αν όχι, υπάρχει πάντα εκείνος που θα υποψιαστεί πίσω από την αντίδρασή σου την επιθετική εκδήλωση μιας δικής σου ανασφάλειας, δικών σου φόβων ή αναστολών. Γιατί, τελικά, ποιος φοβάται τη Λένα Κιτσοπούλου;

Του Πέτρου Ζερβού

Με αυτά όμως δημιουργούνται στρατόπεδα που με αφορμή τις τελευταίες «Σφήκες» στην Επίδαυρο έφτασαν καθώς φαίνεται στα όριά τους. Το ένα το έχουμε ήδη περιγράψει: είναι οι ακόλουθοι του διαλυτικού λόγου της, οι θαυμαστές της λεβεντιάς της (όσο δεν υποτάσσεται στο κοινό γούστο και στην έξωθεν πίεση), οι συμμέτοχοι στα πολιτικά της μηνύματα (όχι σαφή αλλά παρόντα), οι μέτοχοι της υπερρεαλιστικής ποίησης που ώρες ώρες αναβλύζει από τον βούρκο του πιο άγριου μεταμοντέρνου κυνισμού της. Κι από την άλλη είναι οι αρνητές: που με όλα τα επιχειρήματά τους (και δεν είναι λίγα), νιώθουν πως δεν μπορούν να βρουν το δίκιο τους, ότι δεν μπορούν να διαπεράσουν την αλεξίσφαιρη επιφάνεια της «υποκρισίας» της, όπως καταγγέλλουν, πως όσο την καταγγέλλουν τόσο την… προμοτάρουν, πράγμα που βέβαια τους κάνει να θυμώνουν περισσότερο από όσο αναλογεί σε ένα έργο καλλιτεχνικών προθέσεων.

Αυτό είναι με λίγα λόγια η βάση για το «φαινόμενο Κιτσοπούλου» που ζούμε και που δεν αφήνει να φανεί, όπως πιστεύω, η αληθινή όψη της. Κι όμως, θα ήθελα να κλείσω με αυτήν και με το πιο ιδιαίτερο στοιχείο της, όπως πιστεύω. Γιατί σε κάθε νέα εμφάνισή της μου δημιουργείται η εντύπωση ότι αυτή είναι και η τελευταία της φορά στο θέατρο. Πως κάηκε πια, κούρασε, ξόφλησε… Συνέβη το ίδιο και στην Επίδαυρο. Σαν χαρτί που καίγεται μπροστά μας και σκορπάει τα αποκαΐδια του στην πλατεία, αυτή είναι η Κιτσοπούλου. Χωρίς να είναι πάντα έτοιμη για την πυρά, θέλοντας να διαφύγει από τον εαυτό της, με τις ευκολίες που πέφτει συχνά στα πατώματα της τέχνης της. Με τον θυμό της να μοιάζει προκάτ και τη σάτιρά της επιπόλαιη. Μα και πάλι είναι η ίδια που γίνεται τέχνη, σώμα και μαρτυρία, μπαίνοντας σε ένα παιχνίδι όπου ρίχνει κάθε φορά την ίδια ζαριά: Θα σας φτύσω κατάμουτρα, και εσείς θα με αγαπάτε. Και όσοι ακόμα με μισούν, θα μου δίνουν πίσω την οργή, για να ξεκινήσω από την αρχή το παιχνίδι.

Αυτό το παιχνίδι είναι που με κάνει να επιστρέφω στην Κιτσοπούλου.


Γιατί την επιλέξαμε

Ανεβάζοντας «Σφήκες» του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο σε συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ έγινε αιτία του πρώτου φετινού τόσο ηχηρού «καβγά» σε έντυπα και social media μεταξύ κριτικών, δημοσιογράφων, θεατρόφιλων και καλλιτεχνών.