Η λύση για τα ΔΗΠΕΘΕ είναι μόνον πολιτική

Η λύση για τα ΔΗΠΕΘΕ είναι μόνον πολιτική

Πάνω από αριστερά: Σταύρος Τσακίρης, καλλιτεχνικός διευθυντής ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, Κυριακή Σπανού, καλλιτεχνική διευθύντρια ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, Βαρβάρα Δούκα, καλλιτεχνική διευθύντρια ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας | Κάτω: «Τα αγάλματα περιμένουν», παράσταση στο Β’ Αρχαίο Θέατρο Λάρισας από το Θεσσαλικό Θέατρο.

Τι ορίζει την καλλιτεχνική φερεγγυότητα των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων; Πώς διασφαλίζεται η οικονομική τους επάρκεια; Τι πρέπει να αλλάξει στο θεσμικό τους πλαίσιο; Τρεις καλλιτεχνικοί διευθυντές ΔΗΠΕΘΕ, ο Σταύρος Τσακίρης της Πάτρας, η Κυριακή Σπανού της Λάρισας και η Βαρβάρα Δούκα της Κέρκυρας καταθέτουν τις απόψεις τους.

Ο λόγος ξανά για τα ΔΗΠΕΘΕ έγινε ένα μήνα πριν από την έλευση του Covid 19, τον περασμένο Ιανουάριο. Θα κλείσουν; Θα συρρικνωθούν; Θα αναβαθμιστούν; Θα ενισχυθούν οικονομικά; Θα μεταβληθεί το ανάπηρο θεσμικό τους πλαίσιο; Ερωτήματα που κατά περιόδους μπαίνουν προς συζήτηση, ομολογούνται οι παθογένειες, τα προβλήματα, τα αδιέξοδα, δίνονται οι υποσχέσεις για μέριμνα εκ μέρους της Πολιτείας.

Ο συναγερμός κρατάει για ένα διάστημα, μετά το θέμα ξεχνιέται και όλοι, όλα, επιστρέφουν στη θέση τους. Στην ίδια θέση… Και τώρα, καταμεσής της πανδημίας, την ίδια ώρα που το θέατρο πλήττεται όσο ποτέ, οι υποσχέσεις για εξυγίανση, δυναμικές παρεμβάσεις, ξεχνιούνται ευκολότερα.

Τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα γεννήθηκαν το 1983 με πρωτοβουλία της Μελίνας Μερκούρη αντιγράφοντας τη γαλλική εμπειρία και πρακτική ως προς το περιφερειακό μοντέλο διοίκησης. Ενα δίκτυο δημοτικών θεάτρων που θα αντιστοιχούν σε στρατηγικά επιλεγμένες πόλεις της Ελλάδας. Στόχος να δοθεί στην πόλη, στην Περιφέρεια, το δικό της θέατρο.

Τα ΔΗΠΕΘΕ κατάφεραν να δημιουργήσουν έργο καλλιτεχνικό, παραστάσεις που έγραψαν ιστορία, γνώρισαν στο κοινό της επαρχίας θέατρο, καλό θέατρο. Σ’ αυτή την καλλιτεχνική αποκέντρωση των πρώτων χρόνων σκηνοθέτες και ηθοποιοί εγκατέλειψαν τις θεατρικές μητροπόλεις και ηγήθηκαν των νέων θεάτρων, ανάμεσά τους η Αννα Βαγενά και ο Κώστας Τσιάνος στη Λάρισα, ο Βασίλης Παπαβασιλείου στις Σέρρες, η Μάγια Λυμπεροπούλου στην Πάτρα, ο Νίκος Χαραλάμπους στην Καλαμάτα.

Τριάντα έξι χρόνια από την ίδρυσή τους τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα αναζητούν νέα μορφή και στίγμα. Με συρρικνωμένη χρηματοδότηση η κατάσταση έγινε περισσότερο προβληματική τα τελευταία χρόνια: έλλειψη μόνιμου προσωπικού, δισυπόστατο νομικό καθεστώς, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις μιας πολύπλοκης διοικητικής διαδικασίας, επικάλυψη αρμοδιοτήτων, έλλειψη πόρων.

Στην πολύωρη σύσκεψη υπό την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη πριν από οκτώ μήνες με παρόντες καλλιτεχνικούς διευθυντές, δημάρχους, περιφερειάρχες, συζητήθηκε η παρούσα κατάσταση των ΔΗΠΕΘΕ και η ανάγκη εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου. Τα θέματα τέθηκαν ξανά, η υπουργός δεσμεύτηκε πως η συζήτηση που άνοιξε δεν θα μείνει πάλι στα λόγια, θα μπουν κριτήρια και κανόνες.

Τι ορίζει εν τέλει την καλλιτεχνική φερε- γγυότητα των ΔΗΠΕΘΕ; Πώς μπορεί να διασφαλιστεί η οι- κονομική επάρκεια στη λειτουργία τους, στην παραγωγή έργου; Τι διαμορφώνει την ελαστικότητα της καθημερινής λειτουργίας άρα και τις δαπάνες; Ποιες είναι οι αρμοδιότητες του προέδρου και του διοικητικού συμβουλίου και πόσο αυτές συνδέονται με ό,τι ορίζει ο νόμος ή με την επιθυμία του δημάρχου; Πόσο ρόλο παίζει η καλλιτεχνική προσωπικότητα των διευθυντών;

Τρεις καλλιτεχνικοί διευθυντές ΔΗΠΕΘΕ, ο Σταύρος Τσακίρης της Πάτρας, η Κυριακή Σπανού της Λάρισας και η Βαρβάρα Δούκα της Κέρκυρας καταθέτουν την άποψή τους.

● Το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, ένα ιστορικό θέατρο που ο κόσμος της Θεσσαλίας στήριξε και αγάπησε από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του, αποτελεί την πρώτη συγκροτημένη κίνηση καλλιτεχνικής αποκέντρωσης.

Η καλλιτεχνική του διευθύντρια Κυριακή Σπανού θεωρεί ότι τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα συνιστούν τους μοναδικούς επί της ουσίας επαγγελματικούς καλλιτεχνικούς χώρους στις πόλεις τους: «Αποτελούν κίνητρο πολιτιστικής κινητικότητας και διαλόγου, καθώς οι κάτοικοι των πόλεων έχουν πλέον εμπειρία του θεατρικού τοπίου της χώρας -κυρίως λόγω των καλοκαιρινών περιοδειών των αθηναϊκών θιάσων.

Και η εμπειρία μου δείχνει ότι η ανταπόκριση του κοινού των περιφερειακών πόλεων στο θεατρικό γεγονός που δεν κατευθύνεται εκ των άνω είναι ένας αναζωογονητικός δείκτης στο χτίσιμο μιας αυθεντικής σχέσης εμπιστοσύνης προσφέροντας ένα μέτρο για το πού μπορεί να πάει το ελληνικό θέατρο χωρίς να αποξενώνει το κοινό του».

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας Σταύρος Τσακίρης πιστεύει πως η Πολιτεία στο πέρασμα των χρόνων δεν είχε ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για την επιβίωση και την ανάπτυξη των δημοτικών θεάτρων:

«Τα ΔΗΠΕΘΕ λειτούργησαν αρχικά σαν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου [ΝΠΔΔ], αλλά αυτό γρήγορα εξελίχτηκε σε ανορθογραφία… Οι ανάγκες ενός θεάτρου, εκείνης μάλιστα της εποχής, δεν ταυτιζόταν με τους ρυθμούς του δημοσίου. Μιας εποχής αυτοσχεδιαστικής που θεωρούσε κάθε προγραμματισμό ως αντικαλλιτεχνικό. Με “θεατρανθρώπους” παντός καιρού, δοκησίσοφους που εκσφενδόνιζαν αφορισμούς από τα αθηναϊκά έντυπα, έκοβαν και έραβαν την “ποιότητα” και την “εμπορικότητα” με ευκολία εμποροράπτου. Μετά από εφτά χρόνια μετατράπηκαν σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου [ΝΠΙΔ]. Εκεί άρχισε ο αμοραλισμός του καλλιτέχνη να συγκρούεται με τα κέντρα θεατρικού ελέγχου.

Γιατί υπάρχουν τέτοια. Είναι η τακτική της σιωπής και της σπέκουλας. Τα Περιφερειακά Θέατρα δυσφημίστηκαν (είδαμε μέχρι και λογοπαίγνια με το όνομά τους στις εφημερίδες), έγιναν νούμερα στην επιθεώρηση. Ομως κανείς δεν νοιάστηκε, κυρίως υπουργός Πολιτισμού, να οργανώσει ένα στρατήγημα. Να “χαρτογραφηθούν” οι δυνατότητες, οι αναγκαιότητες, να χαραχτεί μια μακροχρόνια πολιτική για το κάθε θέατρο χωριστά. Στις συναντήσεις–συνέδρια ακούγονταν όλες οι γνώμες, κυρίως μικροπροβλήματα μεταξύ δημάρχων και διευθυντών και κατά δεύτερο λόγο ηθοποιών. Την επομένη όλα παρέμεναν ίδια. Ολοι έκαναν το καθήκον τους: να σιωπήσουν».

● Κάθε Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο έχει τη δική του γεωγραφική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα. Το Θέατρο Κέρκυρας, το νεότερο των ΔΗΠΕΘΕ (ιδρύθηκε το 1997) έχει ξεχωριστό χαρακτήρα, καθώς είναι το μόνο που βρίσκεται σε νησί στα βορειοδυτικότερα σύνορα της χώρας. Φέρει τη δυτικότροπη κουλτούρα των Ιόνιων νησιών, εξωστρέφεια και κοσμοπολιτισμό. Η παλιά πόλη της Κέρκυρας, από μόνη της μια σκηνογραφία, αντισταθμίζει την έλλειψη υποδομών του ΔΗΠΕΘΕ.

Γι’ αυτό η καλλιτεχνική διευθύντρια Βαρβάρα Δούκα επένδυσε στη διαφορετικότητα αναδεικνύοντας ως κορυφαίο γεγονός το ετήσιο Φεστιβάλ «Πόλη –Σκηνή» που στοχεύει στην ανάδειξη του ιστορικού στοιχείου, στη σύνδεσή του με τη σύγχρονη, καλλιτεχνική δημιουργία. Η πόλη ενσωματώθηκε ως σκηνικός χώρος στο φεστιβάλ, ο αστικός ιστός διείσδυσε σε μία διευρυμένη «θεατρικότητα» στον σχεδιασμό δράσεων, θεατρικών δρώμενων, εργαστηρίων, οπτικοακουστικών παρεμβάσεων.

Το ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας έχει πρωτοπορήσει στην απορρόφηση καλλιτεχνικών ευρωπαϊκών προγραμμάτων, κυρίως διασυνοριακών, δημιουργώντας καλλιτεχνικούς δεσμούς με γειτονικές του χώρες όπως την Αλβανία και την Ιταλία, συνεργάζεται με το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και τολμάει συμπαραγωγές -με πρωτοβουλία της Βαρβάρας Δούκα επιδίωξε την πρώτη εκτενή συμπαραγωγή τόσων πολλών ΔΗΠΕΘΕ (Κέρκυρας, Ιωαννίνων, Κοζάνης, Σερρών, Λάρισας) με τη σύμπραξη της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής.

Βαρβάρα Δούκα: «Το υπουργείο ας αναλάβει ξανά τον ηγετικό ρόλο που είχε στον βασικό σχεδιασμό. Αυτό συνεπάγεται αυξημένη χρηματοδότηση, ίσως για αρχή, ισόποση μ’ αυτή του δήμου, αλλά και με της Περιφέρειας. Ετσι αναδεικνύεται ο ρόλος του δήμου καθώς επιβραβεύεται η συμμετοχή του, ενώ συγχρόνως ελέγχεται η δράση και η προσφορά του δημοτικού θεάτρου.

Μ’ αυτό τον τρόπο το κάθε ΔΗΠΕΘΕ θα αντιμετωπίζεται κατά περίπτωση με τις ιδιαιτερότητές του και εκείνο θα μπορεί να κάνει πιο ελεύθερο τον προγραμματισμό του. Η δυσχέρεια λειτουργίας τα τελευταία χρόνια προκύπτει κυρίως από την ένταξη των ΔΗΠΕΘΕ στους νόμους που διέπουν τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης [ΟΤΑ]. Το νομικό μόρφωμα που τα μεταμορφώνει και ως ΝΠΙΔ και ως Κοινωφελείς Επιχειρήσεις Δήμων, που γεννήθηκε από την αδυναμία του υπουργείου να στηρίξει οικονομικά τα θέατρα, δημιούργησε εξαμβλώματα.

Οπως το να μη μπορούν οι καλλιτεχνικοί διευθυντές να νοικιάσουν σπίτι ή χώρο προβών – έχω απορριπτική απόφαση από επίτροπο για πρόσληψη ηθοποιών που με παραπέμπει σε νόμο του 1980, στη διαδικασία πρόσληψης καθηγητών σε ωδεία. Και βέβαια υπάρχουν και χειρότερα: το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, επιχείρηση εξ ολοκλήρου του δήμου.

Ολοι συμφωνούμε ν’ αλλάξει το νομικό πλαίσιο, να περιγραφούν έγκαιρα οι προδιαγραφές της νέας Προγραμματικής με το υπουργείο Πολιτισμού στην οποία θα καταλήξουμε μετά από συζητήσεις και την επεξεργασία δεδομένων. Δεν ήταν κακή η βάση που προέταξε η Λ. Κονιόρδου, έχει όμως αντιφάσεις σχετικά με αντικρουόμενες νομικές κατευθύνσεις».

● Στην τελευταία συνάντηση με την υπουργό Πολιτισμού εκτός από την ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης τέθηκαν και ζητήματα νομικής φύσεως, όπως η εμπλοκή των δημοτικών θεάτρων με το υπουργείο Εσωτερικών.

Κυριακή Σπανού: «Τα δημοτικά θέατρα δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται οριζόντια από το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά με βάση την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του καθενός. Δηλαδή διακριτή ταυτότητα και ανάλογοι στόχοι, να στηρίζουν την αξιολόγηση τους. Είναι μοχλοί διαφορετικότητας και ετεροτοπίας μέσα στο τοπίο του ελληνικού θεάτρου. Για το θέατρο το τάιμινγκ είναι σχεδόν το παν. Η ώρα μιας νέας αποκέντρωσης, η κατάλληλη στιγμή για την επανεκκίνηση των ΔΗΠΕΘΕ. Η Αθήνα με τον υπερπληθωρισμό παραστάσεων οδηγεί το θέατρο στην ανυποληψία, τον ερασιτεχνισμό, την ασημαντότητα.

Αν εξαιρέσει κανείς τους μεγάλους οργανισμούς, έχει χαθεί κάθε έννοια ρεπερτορίου, κάθε διάκριση μεταξύ καλλιτεχνικών προτάσεων και ποικίλων αντιγραφών, έχει κυρίως χαθεί η στοιχειώδης επαγγελματική κατοχύρωση των καλλιτεχνών, η αξιοπιστία του κριτικού λόγου, δηλαδή η θεατρική Αθήνα είναι ένας χυλός ανθρώπων, έργων, λόγων και χώρων που αδικεί κατάφωρα το εξαιρετικά προικισμένο καλλιτεχνικό δυναμικό του τόπου.

Οι πόλεις της Περιφέρειας δεν θέλουν να είναι απλώς περίπτερα των αθηναϊκών παραστάσεων. Εχουν τις δυνάμεις να παράγουν δικό τους καλλιτεχνικό έργο με διακριτή ταυτότητα, “χρονικό” της εποχής και του τόπου τους Μετά την ώθηση που έδωσε η Λυδία Κονιόρδου με τις νέες προγραμματικές συμβάσεις και την πλήρωση των θέσεων των καλλιτεχνικών τους διευθυντών τα ΔΗΠΕΘΕ μπορούν να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα».

Σταύρος Τσακίρης: «Τα τελευταία χρόνια υπήρξε πάλι αλλαγή του νομικού πλαισίου. Επιλέχθηκε το νομικό υβρίδιο “Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου – Κοινωφελείς Δημοτικές επιχειρήσεις”. Αγαθές προθέσεις ίσως, όμως πάλι χωρίς μελέτη, χωρίς στόχο -ποτέ δεν εννοώ το καλλιτεχνικό προφίλ ενός εκάστου θεάτρου.

Η νομική μορφή δίνει τους στόχους και τα εργαλεία για να επιτευχθούν. Τα επαρχιακά θέατρα, γιατί περί αυτού πρόκειται, στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, ευδοκιμούν. Ισως γιατί υπάρχει πάντα η εμπειρία της Περιφέρειας όπως στηρίχτηκε από την αστική επανάσταση. Στη Σουηδία, η ένωση των περιφερειακών θεάτρων αποτελεί το Βασιλικό Θέατρο».

● Ολοι συμφωνούν ότι το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο υπόκεινται τα ΔΗΠΕΘΕ είναι δυσλειτουργικό. Στη συνάντηση με την υπουργό εκφράστηκε η άποψη για τη μετατροπή των Δημοτικών Θεάτρων σε Περιφερειακές Ανώνυμες Εταιρείες. Ως υπόδειγμα για το νέο νομικό πλαίσιο προτάθηκε το παράδειγμα της διοικητικής δομής του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, το οποίο έχει συσταθεί εξαρχής ως πολυμετοχική Ανώνυμη Εταιρεία ΟΤΑ. Θα ευνοούσε τα Δημοτικά Θέατρα μια τέτοια ρύθμιση;

Σταύρος Τσακίρης: «Αυτό απαιτεί το λιγότερο μια τριετία μόνο το οργανωτικό πλαίσιο (συμφωνίες, συμμαχίες, πολιτικές μοιρασιές) κι άλλο τόσο για να πραγματωθεί. Κλείσιμο δηλαδή των εταιρειών και επανεκκίνηση. Ομως ξανά χωρίς σχέδιο, χωρίς στόχο, χωρίς όραμα. Ολα αυτά ομολογούν ότι χρειάζεται πρώτα σκληρή αυτοκριτική για το παρελθόν, ρεαλιστική αποτίμηση της σημερινής πραγματικότητας και μετά μια ειλικρινή γνώμη στο γιατί πρέπει ή είναι αναγκαίο στις κοινωνίες μας να προσφέρουμε επιδοτούμενη τέχνη. Στην παγκοσμιοποιημένη εποχή αυτά τα θέατρα είναι η μόνη λύση. Ας τη “διαβάσουμε” επιτέλους».

Βαρβάρα Δούκα: «Η πρόταση για Ανώνυμες Εταιρείες είναι εξαιρετικά πολύπλοκη όταν αναγκάζεσαι να συνδιαλλαγείς με δημόσιους φορείς. Θα μπορούσε, προσωρινά, να εξαλειφθεί απλώς το πλέγμα της “Κοινωφελούς” και να επιστρέψουμε στο καθεστώς του ΝΠΙΔ που αφορά τα υπόλοιπα κρατικά θέατρα. Ετσι θα ανακουφιστούμε γρήγορα, θα μπορούμε να προσλάβουμε καλλιτεχνικό και τεχνικό προσωπικό άμεσα, να ενοικιάζουμε κ.λπ. Νομίζω πως όποιο άλλο σχήμα απαιτεί μεγάλη προετοιμασία και η κατάσταση είναι επείγουσα».

Κυριακή Σπανού: «Η ευρωπαϊκή και παγκόσμια εμπειρία, δείχνει ότι το θέατρο σχετίζεται με την πόλη όπως το Κάμερσπιλε του Μονάχου, η Οπερα της Λιόν, το Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνου, η Μετροπόλιταν Οπερα της Ν. Υόρκης. Κι αυτή η ταυτότητα δεν αλλάζει, σαν να πρόκειται για την έδρα μιας εταιρείας, η ιστορικότητά της είναι που ενισχύει τον ίδιο το θεσμό. Η ουτοπία, που έκανε πράξη η Μελίνα Μερκούρη το 1983, απαιτεί σήμερα την πίστη στην ετεροτοπία των Δημοτικών Θεάτρων».

● Η υπουργός Πολιτισμού δεσμεύτηκε ν’ αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας ώστε να ξεμπλοκάρουν οι διαχειριστικές διαδικασίες και να ενεργοποιήσει το ρόλο της Περιφέρειας σε σχέση με τα ΔΗΠΕΘΕ.

Βαρβάρα Δούκα: «Λογικό ακούγεται μιας και προς το παρόν φαίνεται ότι οι Περιφέρειες μπορούν να αποτελέσουν ένα καλό χρηματοδοτικό εργαλείο. Θεωρητικά τουλάχιστον καθώς οι υπηρεσίες τους δεν δείχνουν να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις επιταγές των ρυθμών απορρόφησης κονδυλίων.

Παρά τις καλές προθέσεις και της προηγούμενης διοίκησης της Περιφέρειας και της τωρινής, εμείς ακόμα δεν καταφέραμε εισπράξουμε τα 105.000 ευρώ της τριετούς δέσμευσης της Περιφέρειας ως προς την Προγραμματική Δήμου- ΥΠΠΟ- Περιφέρειας, από αδυναμία των οικονομικών υπηρεσιών και από άγνοια της διαδικασίας. Διαφωνώ ως προς την υποχρέωση ενιαίας Προγραμματικής για όλα τα θέατρα.

Το κάθε ΔΗΠΕΘΕ έχει τη δική του φυσιογνωμία. Σε μια μεγαλύτερη πόλη π.χ. η παραγωγή παιδικού θεάτρου είναι εφικτή, ενώ σε μια μικρότερη όχι. Γι’ αυτό θεωρώ κρίσιμο να ενθαρρυνθούν οι συμπαραγωγές. Το υπουργείο ας ελέγχει καλύτερα αν το κάθε θέατρο έχει επαγγελματίες στις παραγωγές του και η συμπληρωματική επιδότηση να χορηγείται ανάλογα με τις δράσεις και τις ιδιαιτερότητες».

● Το έργο των καλλιτεχνικών διευθυντών ενισχύεται ή εμποδίζεται στη σχέση με τους αιρετούς, δήμαρχο, περιφερειάρχη; Πόσο επηρεάζουν οι τοπικές ιδιαιτερότητες, σε ποιο βαθμό οι διευθυντές αναγκάζονται να λαμβάνουν «υπόψη» την άποψη των τοπικών αρχόντων στη λειτουργία των θεάτρων;

Βαρβάρα Δούκα: «Η πείρα έχει δείξει ότι όπου υπήρξε αυξημένη εξουσία αιρετών οι διαδικασίες έγιναν δυσχερέστερες, οι παρεμβάσεις καταστροφικές. Πέρα από ευτυχείς συγκυρίες κάποιων αιρετών, κυρίως νέων ανθρώπων, χωρίς προσωπικές φιλοδοξίες ή καλλιτεχνικά οράματα, οι οποίοι δεν εμπλέκονται στο έργο τού καλλιτεχνικού διευθυντή, οι περισσότεροι άλλα περιμένουν από τον ρόλο του ΔΗΠΕΘΕ. Κυρίως τον φαντασιώνονται ως νεροκουβαλητή στις εκδηλώσεις τους (χριστουγεννιάτικα χωριά, τοπικά φεστιβάλ, αποκριάτικες εκδηλώσεις, εξυπηρέτηση με ηθοποιούς για αναγνώσεις).

Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και αντιστρόφως, όταν καλλιτεχνικοί διευθυντές εκμεταλλεύονται τον δημόσιο τομέα στο όνομα προσωπικών οραμάτων τους περιφρονώντας τον σφυγμό ή τις ιδιαιτερότητες της πόλης. Επιτροπές και παρα-επιτροπές εκ μέρους των αιρετών με σκοπό τον έλεγχο του καλλιτεχνικού διευθυντή οδηγούν σε δράματα. Πιστεύω πως η θητεία του διευθυντή, συμβαδίζοντας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα, πρέπει να γίνει πενταετής ώστε να αποδίδει έργο και να συνοδεύεται από οικονομικό διευθυντή-μάνατζερ -θα έπρεπε να ισχύει στο Εθνικό Θέατρο και στο ΚΘΒΕ- έχοντας αποστολή την αναζήτηση χορηγιών περαιτέρω χρηματοδοτήσεων, ευρωπαϊκών προγραμμάτων κ.λπ. Αν θέλουμε τον ενεργό ρόλο των Περιφερειών ας υπάρχουν και σύμβουλοι της Περιφέρειας στα συμβούλια».

Σταύρος Τσακίρης: «Η λύση είναι μόνο πολιτική. Ο κάθε ενδιαφερόμενος αφού ξεκαθαρίσει τους στόχους του να τοποθετηθεί με ορίζοντα δεκαετίας. Αυτό το “μπέρδεμα” κράτησε πολύ και μόνο κακό έκανε στα ίδια τα θέατρα. Εχουν πλέον εμπειρία, τεχνογνωσία, μπορούν και πρέπει να πετύχουν. Μπορούν να αποκτήσουν προορισμό δημιουργώντας ένα ελληνικό μοντέλο».