Ο Αμπουμπακάρ Σεκάου, ο ηγέτης της τζιχαντιστικής οργάνωσης Μπόκο Χαράμ, ανέλαβε την ευθύνη για την απαγωγή εκατοντάδων μαθητών στην πολιτεία Κατσίνα, στη βορειοδυτική Νιγηρίαμε προπαγανδιστικό ηχητικό μήνυμά του που κυκλοφόρησε το πρωί της Τρίτης.
«Είμαι ο Αμπουμπακάρ Σεκάου και οι αδελφοί μας βρίσκονται πίσω από την απαγωγή στην Κατσίνα», ανακοινώνει ο αρχηγός της οργάνωσης. Η Μπόκο Χαράμ ευθυνόταν επίσης για την απαγωγή 276 μαθητριών στο Τσιμπόκ, το 2014, που είχε προκαλέσει κύμα αγανάκτησης σε διεθνές επίπεδο.
Τουλάχιστον 333 έφηβοι συνεχίζουν να αγνοούνται μετά την επίθεση στο λύκειό τους στην πολιτεία Κατσίνα, στη βορειοδυτική Νιγηρία, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα εδάφη της Μπόκο Χαράμ, η οποία συνήθως δρα στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, γύρω από τη λίμνη Τσαντ.
Το βράδυ της Παρασκευής προς Σάββατο, πάνω από εκατό άνδρες οπλισμένοι με τουφέκια εφόδου AK-47 έφθασαν με μοτοσικλέτες στον χώρο όπου βρίσκεται σχολείο, στην πόλη Κανκαρά, και εξαπέλυσαν επίθεση. Εκατοντάδες έντρομοι μαθητές έτρεξαν σε εκτάσεις με βλάστηση για να κρυφτούν.
Οι αρχές της Νιγηρίας απέδιδαν ως εδώ την επίθεση αυτή σε «κακοποιά στοιχεία», γενικό όρο που χρησιμοποιούν όταν αναφέρονται σε συμμορίες ενόπλων, συχνά εκατοντάδων, οι οποίες σπέρνουν τον τρόμο εδώ και χρόνια σε αγροτικές περιοχές στην κεντρική και τη βόρεια Νιγηρία, επιδιδόμενες σε ζωοκλοπές και σε απαγωγές για λύτρα σε ευρεία κλίμακα, ενίοτε μαζικές.
Όμως αν ευσταθεί αυτή η ανάληψη ευθύνης, σηματοδοτεί μια εξαιρετικά σημαντική καμπή, την εξάπλωση της δράσης των τζιχαντιστικών οργανώσεων στη βορειοδυτική Νιγηρία.
Ο πρόεδρος Μουχαμαντού Μπουχάρι καταδίκασε την επίθεση και διέταξε να ενισχυθεί η ασφάλεια στα σχολεία. Στην πολιτεία Κατσίνα, την ιδιαίτερη πατρίδα του προέδρου, τα σχολεία έκλεισαν.
Ο στρατός ανέφερε χθες Δευτέρα ότι εντόπισε «κρησφύγετο των κακοποιών» προσθέτοντας πως βρισκόταν σε εξέλιξη επιχείρηση.
Η κατάσταση ως προς την ασφάλεια δεν σταματά να επιδεινώνεται στη βόρεια Νιγηρία μετά την εκλογή του Μπουχάρι το 2015, παρότι ο πρόεδρος διαβεβαίωνε ότι η πάταξη της Μπόκο Χαράμ ήταν κορυφαία προτεραιότητά του.
Ουρές έξω από τράπεζες τροφίμων στο Μιλάνο
Μεγάλες ουρές σχηματίζονται έξω από τις τράπεζες τροφίμων και τα κέντρα παροχής βοήθειας στην οικονομική πρωτεύουσα της Ιταλίας, το Μιλάνο, καθώς η οικονομική απόγνωση που έχει προκαλέσει ο νέος κορονοϊός έχει βαθύνει λίγο πριν από τα Χριστούγεννα.
«Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της πανδημίας, οι αριθμοί έχουν αυξηθεί», δηλώνει ο Λουίτζι Ρόσι, αντιπρόεδρος της φιλανθρωπικής οργάνωσης Pane Quotidiano. «Πιστεύουμε βεβαίως ότι όσο συνεχίζεται η κρίση, τόσο μεγαλύτεροι θα είναι και οι αριθμοί».
Ακόμα και στο ευκατάστατο Μιλάνο, η κρίση είναι βαθιά, καθώς μεγάλα τμήματα της οικονομίας έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους. «Υπάρχουν τόσοι πολλοί σαν εμένα. Είμαστε οι νεόπτωχοι», λέει ο 66χρονος Αλμπέρτο, που δεν θέλει να αποκαλύψει το επίθετό του. Με τις εμπορικές εκθέσεις, για παράδειγμα, που συνέβαλαν πολύ στην οικονομία του Μιλάνου πριν από την κρίση, τώρα να είναι κλειστές, ο 66χρονος δεν έχει δουλειά και πηγαίνει στο κέντρο παροχής βοήθειας τους τελευταίους 6 μήνες.
«Πρέπει να συνεχίσω να πληρώνω το ενοίκιο, πρέπει να αγοράζω τρόφιμα, ακόμα κι αν η σύντροφός μου εργάζεται ακόμη. Δεν αρκεί». Το κέντρο παροχής βοήθειας της Pane Quotidiano, που προσφέρει έργο στο Μιλάνο για πάνω από έναν αιώνα, είναι ανοικτό 7 ημέρες την εβδομάδα, από τις 9 το πρωί έως τις 11 το βράδυ και μεριμνά για 800 ανθρώπους κατά μέσο όρο την ημέρα. «Πώς μπορείς να τα βγάλεις πέρα;», διερωτάται η Μαρία Ρόζα Μαμόνε, 76 ετών, που πήγε στο κέντρο για να πάρει τρόφιμα και ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για το εγγόνι της. Με τρεις ανθρώπους στο σπίτι και 600 ευρώ το ενοίκιο κάθε μήνα, δίνει μάχη για να επιβιώσει.
«Τουλάχιστον μπορώ να έρχομαι εδώ. Υπάρχουν τα πάντα εδώ, ψωμί, γάλα…».