Στις 31 Οκτωβρίου, με τη λήξη και των τελευταίων αναστολών στις προθεσμίες εμφάνισης και πληρωμής τους, αναμένεται να σκάσει στην αγορά η ωρολογιακή βόμβα των παγωμένων επιταγών της πανδημίας.
Οι συνέπειες της έκρηξης είναι δύσκολο να εκτιμηθούν εκ των προτέρων. Γνωρίζουμε όμως ότι, κατά την κοινή διαπίστωση των εκπροσώπων του επιχειρηματικού κόσμου, οι μεταχρονολογημένες επιταγές της πανδημίας αντιπροσωπεύουν ποσό περί τα 4 δισ. ευρώ.
Αν ληφθεί υπόψη ότι ως το 2019 οι επιταγές άλλαζαν χέρια πέντε φορές ως την εξόφλησή τους, αυτά τα 4 δισ. ευρώ ενδέχεται να αποτελούν στην πραγματικότητα ποσό τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ ανοιχτά και διάσπαρτα στην αγορά, το οποίο, λόγω των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν ακόμη οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, είναι αμφίβολο αν μπορεί να εξοφληθεί στο σύνολό του, άρα ενέχει τον κίνδυνο ενός αρνητικού ντόμινο με συνέπειες σε όλη την αγορά.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε ωστόσο ότι λόγω του προβλήματος των αναστολών οι επιχειρηματίες μες στην πανδημία απέφευγαν να δεχτούν ως συναλλακτικό μέσο τις ήδη κυκλοφορούσες επιταγές και άρα το ποσό των 4 δισ. ευρώ δεν έχει πολλαπλασιαστεί καθώς οι επιταγές δεν άλλαξαν χέρια, και πάλι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι επιταγές των 4 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύουν πρόβλημα 8 δισ. ευρώ:
• 4 δισ. για τους εκδότες τους – ως επί το πλείστον τις επιχειρήσεις του λιανεμπορίου και των υπηρεσιών που τις εξέδωσαν και θα πρέπει τώρα να τις καλύψουν, παράλληλα με άλλες υποχρεώσεις σε συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας. Αν δεν το καταφέρουν, κινδυνεύουν να καταλήξουν στον «Τειρεσία» και να έχουν προβλήματα με τις τράπεζες και τη βιωσιμότητά τους.
• Και άλλα 4 δισ. για τους παραλήπτες – ως επί το πλείστον επιχειρήσεις της μεταποίησης και του χονδρικού εμπορίου που θα μείνουν με τον «μουντζούρη» και θα χάσουν σημαντικού ύψους προϋπολογισμένα έσοδα.
Το πρόβλημα των επιταγών της πανδημίας δεν έχει σε τίποτε να κάνει με την οικονομική ευρωστία των ίδιων των επιχειρήσεων. Οταν οι επιχειρήσεις κλείνουν τρεις φορές μέσα σε δώδεκα μήνες με κρατική εντολή ή λειτουργούν με περιοριστικά μέτρα ή έχοντας εμπιστευτεί διάφορες κυβερνητικές διαβεβαιώσεις, όπως αυτές του περασμένου φθινοπώρου ότι «δεν υπάρχει περίπτωση για δεύτερο lockdown», προμηθεύονται χειμερινό εμπόρευμα, το οποίο στη συνέχεια λόγω των παρατεταμένων λουκέτων δεν μπορούν να διαθέσουν, δεν έχουν καμία πιθανότητα να βρουν τα χρήματα για να πληρώσουν τις επιταγές που εξέδωσαν.
Για τον λόγο αυτό, σύσσωμοι οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου έχουν διεκδικήσει ως εύλογη και δίκαιη μια κυβερνητική παρέμβαση προκειμένου να δοθεί λύση στο πρόβλημα των παγωμένων επιταγών της πανδημίας, προτού «σκάσουν» και επιφέρουν ντόμινο λουκέτων.
Για το θέμα των επιταγών είχε τοποθετηθεί πρώτη από τον Μάρτιο του 2020 η ΓΣΕΒΕΕ, προτείνοντας δανεισμό των εκδοτών των επιταγών από τις τράπεζές τους με πραγματικά χαμηλό επιτόκιο και δημόσιες εγγυήσεις.
«Το είχαμε επισημάνει από την αρχή»
«Είχαμε επισημάνει από την αρχή της πανδημίας και στην κυβέρνηση και στις τράπεζες ότι οι μεταθέσεις των πληρωμών δεν είναι λύση, απλώς κρύβουν το πρόβλημα κάτω από το χαλί, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τώρα που θα σκάσει να δούμε τι θα γίνει. Υποχρεωτικά πλέον ο κάθε κομιστής θα πρέπει να βγάλει διαταγή πληρωμής που θα στρέφεται όχι μόνο εναντίον του εκδότη, αλλά και κάθε άλλου που έχει οπισθογράψει την επιταγή, δημιουργώντας τεράστιο αδιέξοδο και προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολλούς κλάδους» αναφέρει μιλώντας στο Documento ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς.
Ενόψει της λήξης των παρατάσεων και του κινδύνου να σκάσουν μαζικά οι επιταγές τον Οκτώβριο, όλα τα επιμελητήρια, μαζί με τη ΓΣΕΒΕΕ και την ΕΣΕΕ, έχουν επιμείνει ιδιαίτερα σε μια πρόταση περί της δημιουργίας ενός μηχανισμού με δημόσιες εγγυήσεις, βάσει του οποίου οι τράπεζες θα εξοφλούν επιταγές κατά 80% και θα καλύπτονται με κρατική εγγύηση έναντι πιθανών απωλειών.
«Θα πληγούν και υγιείς επιχειρήσεις»
«Το πρόβλημα είναι σοβαρό διότι αν σκάσουν οι επιταγές που είχαν παγώσει επί ενάμιση χρόνο και οι εκδότες δεν έχουν τα χρήματα να πληρώσουν το ποσό των 4 δισ. ευρώ που κατ’ ελάχιστον αφορούν, θα υπάρξει κενό στην αγορά και θα δημιουργηθεί πρόβλημα που θα αφορά και πολλές υγιείς επιχειρήσεις» δηλώνει στο Documento o πρόεδρος του Επιμελητηρίου Πειραιά Βασίλης Κορκίδης.
«Θα έχουμε δηλαδή σοβαρούς κραδασμούς. Και κάτι άλλο σημαντικό: αν λείψουν τα χρήματα, οι παραγωγοί, η μεταποίηση και το χονδρεμπόριο δεν θα έχουν τη δυνατότητα να αντικαταστήσουν τα αποθέματά τους, γιατί πλέον υπάρχει και το πρόβλημα των ανατιμήσεων που σε σχέση με πέρσι είναι μεγάλες» συμπληρώνει ο κ. Κορκίδης.
Κατά τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Πειραιά μάλιστα, ακριβώς επειδή το πρόβλημα είναι μεγάλο αλλά η κυβέρνηση δεν θέλησε να υιοθετήσει την πρόταση των επιμελητηρίων, επικαλούμενη τους πρόσθετους κινδύνους που μπορεί να φορτώσει στις ελληνικές τράπεζες, συζητήθηκαν κι άλλες εναλλακτικές: «Για παράδειγμα, η λύση 40-4020, δηλαδή η κάλυψη μιας επιταγής κατά 20% από την επιχείρηση που την εξέδωσε, κατά 40% από τις τράπεζες και 40% από δημόσιες εγγυήσεις.
Η λύση αυτή θα συνέφερε και τις τράπεζες, γιατί θα κρατούσαν τις επιταγές και θα είχαν λαμβάνειν από τους εκδότες» προσθέτει ο Β. Κορκίδης, αλλά κι αυτή η πρόταση δεν έγινε δεκτή από την κυβέρνηση, με το σκεπτικό ότι οι δημόσιες εγγυήσεις θα πρέπει να πάρουν την έγκριση των ξένων – που είναι αμφίβολο αν θα δοθεί λόγω και του ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν υπάρχει η έννοια της μεταχρονολογημένης επιταγής.
Η κυβερνητική άρνηση πάντως, κατά τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου Πειραιά, έχει να κάνει και με την κυρίαρχη πεποίθηση στο υπουργείο Ανάπτυξης ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις άντλησαν σημαντικά ποσά ρευστότητας από τις επιστρεπτέες και το πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ με δημόσιες εγγυήσεις, άρα δεν αντιμετωπίζουν πλέον πρόβλημα ρευστότητας και μπορούν να καλύψουν τις επιταγές τους.
Το γεγονός αυτό εκ πρώτης όψεως δείχνει να επιβεβαιώνεται από την τελευταία έρευνα συγκυρίας της Εθνικής Τράπεζας για τις ΜμΕ, η οποία ανέφερε ότι μόνο των 15% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντιμετωπίζει πλέον σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Η διαπίστωση αυτή ισχύει όμως μόνο για τις μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς ειδικά στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το πρόβλημα ρευστότητας παραμένει οξύ, με τέσσερις στις δέκα (42,4%) να μην έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα ή να έχουν μόνον για ένα μήνα και οι πέντε στις δέκα, ειδικά των κλάδων που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή (εστίαση, λιανεμπόριο), να βρίσκονται ακριβώς στην ίδια κατάσταση.
Το όχι δύσκολο συμπέρασμα πάντως που προκύπτει από αυτά είναι ότι εφόσον η ρευστότητα των μεσαίων επιχειρήσεων έχει βελτιωθεί, η τύχη των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και το αν αυτές δεν καταφέρουν να πληρώσουν τις επιταγές τους δεν προβληματίζει την κυβέρνηση – η οποία έτσι κι αλλιώς εφαρμόζει ατζέντα υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων.
Από τον Αύγουστο άρχισε η αύξηση
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι συναλλαγές με επιταγές μειώθηκαν δραστικά, όταν η κυβέρνηση για να διευκολύνει τις επιχειρήσεις προχώρησε σε αλλεπάλληλες παρατάσεις στις προθεσμίες λήξης, εμφάνισης και πληρωμής τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2020 ο ημερήσιος μέσος όρος του αριθμού των επιταγών που έφτασε για πληρωμή στις τράπεζες ανήλθε σε 813 έναντι 1.189 το 2019, παρουσιάζοντας μείωση κατά 30%. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η μείωση της αξίας των επιταγών που παρουσιάστηκαν για συμψηφισμό, κινούμενη κατά μέσο ημερήσιο όρο σε 46,67 εκατ. ευρώ ή σε επίπεδα 51,6% χαμηλότερα σε σχέση με το 2019 και συνολικά περιοριζόμενη κατά 12,7 δισ. ευρώ ή κατά 50% έναντι του 2019. Από τα στοιχεία αυτά εύκολα προκύπτει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2000 επιταγές μεγάλης αξίας κυκλοφορούσαν στην αγορά χωρίς να φτάνουν στις τράπεζες για να πληρωθούν.
Οι αναστολές των επιταγών για τους περισσότερους κλάδους, ουσιαστικά δηλαδή για όλους πλην του τουρισμού, έληξαν στις 31 Ιουλίου 2021 και από τον Αύγουστο παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση των ακάλυπτων επιταγών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του «Τειρεσία», τον Αύγουστο οι ακάλυπτες επιταγές κατέγραψαν μεγάλη αύξηση σε σχέση με τον Ιούλιο, τόσο σε απόλυτο αριθμό, αφού έφτασαν τα 546 τεμάχια έναντι 286 του Ιουλίου (90% αύξηση), όσο και σε αξία, έφτασαν τα 6,34 εκατ. ευρώ έναντι 3,82 εκατ. ευρώ του Ιουλίου (αύξηση 66%).
Το φαινόμενο της αύξησης των ακάλυπτων επιταγών τον Αύγουστο καταδεικνύει το πρόβλημα ρευστότητας και τις συνθήκες ασφυξίας που επικρατούν στην αγορά και εκτιμάται ότι θα επιταθεί από τον Νοέμβριο και μετά καθώς από τις 31 Οκτωβρίου λήγουν οι αναστολές και για τις επιταγές του τουρισμού, άρα θα έρθει η ώρα της αλήθειας για όλους.
Στη δίνη της ενεργειακής κρίσης
Ο κόσμος αντιμετωπίζει μια ενεργειακή κρίση που πολλοί τη συγκρίνουν με την πετρελαϊκή των αρχών της δεκαετίας του 1970. Οι τιμές στην ενέργεια έχουν φτάσει σε επίπεδα-ρεκόρ, αφού η ζήτηση από τις οικονομίες που ανακάμπτουν δεν καλύπτεται από την προσφορά.
Παράλληλα, οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες έχουν στυλώσει τα πόδια και δεν αυξάνουν την παραγωγή, επιδεινώνοντας περαιτέρω την κατάσταση.
Ο Πούτιν και το φυσικό αέριο
Η προσφορά του φυσικού αερίου, του κάρβουνου και άλλων πηγών ενέργειας δεν καλύπτει επαρκώς τη ζήτηση. Φέτος οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυξήθηκαν πολλαπλάσια. Μετά την παρέμβαση του Βλαντίμιρ Πούτιν και τις υποσχέσεις για αύξηση της προσφοράς αερίου οι αγορές έχουν ηρεμήσει. Παραμένει όμως ο φόβος της χειραγώγησης της τιμής του αερίου από το Κρεμλίνο, που έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την προμήθεια αερίου για να προωθήσει τις γεωπολιτικές του επιδιώξεις.
Η βιομηχανική παραγωγή στην Κίνα διακόπηκε λόγω της ανεπάρκειας τροφοδότησης των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής με κάρβουνο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν στερέψει πολλές αντλίες καυσίμων προκαλώντας ταραχές, ενώ ο στρατός της χώρας κλήθηκε να οδηγήσει βυτιοφόρα με καύσιμα. Οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής της Ινδίας λειτουργούν επίσης με εξαιρετικά χαμηλά αποθέματα άνθρακα.
Τι οδήγησε στην κρίση
Οι αναλυτές έχουν αποδώσει την αύξηση των παγκόσμιων τιμών ενέργειας σε διάφορους παράγοντες. Ορισμένοι θεωρούν ότι η άνοδος οφείλεται κυρίως στην ανάκαμψη της ζήτησης καθώς η οικονομική δραστηριότητα επιστρέφει στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Ωστόσο η παραγωγή απέτυχε να ανακάμψει γρήγορα λόγω διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού που προκλήθηκαν από την πανδημία.
Αλλοι αναλυτές βλέπουν την αύξηση των τιμών της ενέργειας ως παράδειγμα του «πράσινου πληθωρισμού» που προκαλείται από τους αυξανόμενους περιορισμούς που θέτουν οι κυβερνήσεις στις παραδοσιακές πηγές ενέργειας. Οι κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές τα τελευταία χρόνια εργάζονται όλο και περισσότερο για την ενθάρρυνση χρησιμοποίησης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προκειμένου να επιτύχουν τους παγκόσμιους στόχους περιορισμού των εκπομπών άνθρακα.
Πιστεύεται ότι αυτή η επιθετική ώθηση προς την υιοθέτηση ΑΠΕ μπορεί να έχει οδηγήσει τους επενδυτές να υποεπενδύσουν σε παραδοσιακές πηγές ενέργειας, οδηγώντας με τη σειρά τους σε ανεπαρκείς προμήθειες για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση. Οι νέες επενδύσεις στην ανάπτυξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου συρρικνώθηκαν περισσότερο από το μισό μεταξύ 2015 και 2021.
Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής στην επιδείνωση της κρίσης. Οι πρωτοφανείς καύσωνες και οι πυρκαγιές που έπληξαν τον Καναδά το περασμένο καλοκαίρι μπλόκαραν τις σιδηροδρομικές μεταφορές για εβδομάδες. Ο τυφώνας «Αϊντα» που χτύπησε τον Αύγουστο τον Κόλπο του Μεξικού διέκοψε την παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ.
Φόβοι για ελλείψεις σε αγαθά
Δεδομένου ότι οι τιμές της ενέργειας επηρεάζουν τις οικονομικές αποφάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού, η άνοδος των τιμών είχε σημαντικό αντίκτυπο σε πολλές εταιρείες στην Ευρώπη και την Ασία, οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν τα υψηλά λειτουργικά κόστη. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τομέας των εμπορικών μεταφορών: πάνω στην έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων ήρθε να προστεθεί από τη μια πλευρά η υψηλή ζήτηση στις δυτικές χώρες και από την άλλη οι αποκλεισμοί στα λιμάνια της Ασίας για την καταπολέμηση της διάδοσης του κορονοϊού.
Το μποτιλιάρισμα στα λιμάνια επιμηκύνει τους χρόνους των ταξιδιών των φορτηγών πλοίων, πολλαπλασιάζοντας το κόστος μεταφοράς δέκα φορές μέσα σε 18 μήνες. Το αποτέλεσμα είναι να παρατηρούνται ελλείψεις σε μια γκάμα από προϊόντα: από μπαχαρικά μέχρι smartphones.
Οι ελλείψεις οδηγούν σε αύξηση των τιμών που με τη σειρά της μπορεί να ωθήσει τις κεντρικές τράπεζες να επιβάλουν περιοριστικές πολιτικές εις βάρος της ανάκαμψης από την οικονομική κρίση που επέφερε η πανδημία.
Τι μέλλει γενέσθαι
Ο ενεργειακός εφοδιασμός είναι πιθανό να παραμείνει περιορισμένος για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, καθώς οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες δεν θα αυξήσουν την παραγωγή προτού «ρεφάρουν» τη χασούρα της πανδημικής κρίσης. Τα μέλη του ΟΠΕΚ (Οργανισμός Π ε τ ρε λα ι ο εξαγωγικών Χωρών) την περασμένη χρονιά συμφώνησαν να κάνουν μεγάλες μειώσεις στην παραγωγή πετρελαίου για να συγκρατήσουν την τιμή του αργού, που είχε πέσει λόγω της ακινησίας που επέβαλαν τα lockdowns της πανδημίας.
Τα αποθέματα δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν, με τις δεξαμενές αργού πετρελαίου να αδειάζουν σε χρόνο-ρεκόρ, σύμφωνα με την Goldman Sachs. Την προηγούμενη εβδομάδα η τράπεζα ανέβασε τις προβλέψεις της για την τιμή του αργού στο τέλος του έτους από τα 80 στα 90 δολάρια το βαρέλι.
Η κρίση αναμένεται να επιδεινωθεί εάν ο χειμώνας είναι βαρύς και αυξήσει περαιτέρω τη ζήτηση ενέργειας. Πολλά θα εξαρτηθούν επίσης από τον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις θα ανταποκριθούν στην τρέχουσα κρίση, ελέγχοντας τις τιμές και αντιμετωπίζοντας πιθανές ελλείψεις.
Η ακριβότερη ενέργεια παρασύρει τον πληθωρισμό, θέτοντας στις κυβερνήσεις το δίλημμα είτε να στηρίξουν τις οικονομίες τους παρά τον πληθωρισμό είτε να ακολουθήσουν περιοριστική πολιτική, αναχαιτίζοντας την ανάκαμψη. Ανησυχία επίσης επικρατεί στον τομέα του διαμετακομιστικού εμπορίου που κινεί τα καταναλωτικά αγαθά στις αγορές.