Στο Προεδρικό Μέγαρο έφτασε πριν από λίγο ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρμάς, όπου και έλαβε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 εδ. γ΄ του Συντάγματος.
Ο κ. Σαρμάς αναλαμβάνει υπηρεσιακός πρωθυπουργός ώστε να οδηγήσει την χώρα στις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
«Σας κάλεσα γιατί όπως γνωρίζετε το σημερινό συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών διαπιστώθηκε και τυπικά μη δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης όπως προβλέπει άρθρου 37 και έτσι φτάσαμε στην τελευταία λύση του Συντάγματος για υπηρεσιακή κυβέρνηση» τόνισε η κα. Σακελλαροπούλου.
«Κα. Πρόεδρε ευχαριστώ για τη μεγάλη τιμη, είναι συνταγματική υποχρέωση να ανταποκριθώ και συγχρόνως καθήκον μου ως πολίτης. Σας ευχαριστώ πολύ, εύχομαι να πάνε όλα καλά» απάντησε ο κ. Σαρμάς.
Μετά την άσκηση των υπηρεσιακών πρωθυπουργικών του καθηκόντων, αναφέρει η ΕΡΤ, θα επανέλθει στα καθήκοντα του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Νοέμβριο του 2023 θα αποχωρήσει από το δικαστικό σώμα, λόγω συμπλήρωσης της τετραετίας και όχι λόγω ορίου ηλικίας.
Επιστροφή στη λιτότητα προανήγγειλε ο Σολτς μιλώντας στα ευρωπαϊκά συνδικάτα
Εμμέσως πλην σαφώς υπέρ της επιστροφής στη λιτότητα επιχειρηματολόγησε ο καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, ο οποίος από το βήμα του συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (CES), τάχθηκε υπέρ της επιστροφής στις προβλέψεις του Συμφώνου Σταθερότητας, δίνοντας έμφαση στη μείωση του δημόσιου χρέους.
Συγκεκριμένα, ο Σολτς είπε ότι «θέλουμε να καταστήσουμε δυνατή την ανάπτυξη και τις επενδύσεις για να εξασφαλίσουμε τη μετατροπή των οικονομιών μας. Όμως η απεριόριστη αύξηση του χρέους δεν θα ήταν καλή απάντηση».
Οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών συνδικάτων εξέφρασαν από την πλευράς τους φόβους τους για επιστροφή στη δημοσιονομική λιτότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπειτα από δύο ή τρία χρόνια αυξημένων δαπανών, λόγω της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, όπως και του πολέμου στην Ουκρανία.
Η γενική γραμματέας της CES, Έστερ Λιντς, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP), επισήμανε ότι «δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στους δημοσιονομικούς κανόνες, που ίσχυαν πριν από την κρίση», για να αντιμετωπίσουμε τις «επενδυτικές ανάγκες για μια δίκαιη οικολογική μετάβαση».
Ωστόσο, ο Όλαφ Σολτς ξεκαθάρισε ότι «έχουμε ανάγκη μια συμφωνία για τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να μειώσουμε και πάλι τα σημερινά υψηλά επίπεδα χρέους» ώστε «οι πολίτες να έχουν τη βεβαιότητα πως το κράτος τους μπορεί να δρα σε καιρούς κρίσης».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας, η εφαρμογή του οποίου ανεστάλη το 2020 λόγω της πανδημίας Covid-19, απαιτεί από τα κράτη μέλη να έχουν δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω του 3% και δημόσιο χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ. Έχει συμφωνηθεί ότι θα τεθεί και πάλι σε εφαρμογή στο τέλος του 2023. Στα τέλη Απριλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε έναν «εκσυγχρονισμό» των δημοσιονομικών κανόνων ώστε να δοθεί περισσότερη ευελιξία στα κράτη-μέλη. Ωστόσο, η CES επισημαίνει ότι το σχέδιο «θα φέρει επιστροφή της λιτότητας και θα εμποδίσει τη δράση υπέρ του κλίματος».
Η Γερμανία, ωστόσο, καθώς και η λεγόμενη ομάδα των «φειδωλών του Βορρά», έχουν απορρίψει τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, Κρίστιαν Λίντνερ, αρνείται οποιαδήποτε «αποδυνάμωση του συμφώνου σταθερότητας», ακόμη κι αν η πρώτη οικονομία της ευρωζώνης, η οποία είναι παραδοσιακά κήρυκας της δημοσιονομικής ορθοδοξίας, δαπάνησε κι αυτή τα τελευταία χρόνια χωρίς να υπολογίζει για να μετριάσει τις κρίσεις.
Πηγή: Euronews, AFP
Κομισιόν: Πιέσεις για έλλειμμα και δαπάνες
Η Κομισιόν την Τετάρτη, 24 Μαΐου θα δημοσιεύσει τις συστάσεις οικονομικής πολιτικής σε κάθε κράτος – μέλος ξεχωριστά, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, δηλαδή της τακτικής διαδικασίας οικονομικής επιτήρησης των κρατών από τις Βρυξέλλες. Παρά τη γενικά καλή εικόνα της οικονομικής πολιτικής, την οποία σκιαγράφησε τον Νοέμβριο η Κομισιόν στην πρώτη έκθεση μεταπρογραμματικής εποπτείας, η πίεση από τις Βρυξέλλες αναμένεται να εστιασθεί στις δαπάνες, καθώς στην Ελλάδα καταγράφηκε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και, στη συνέχεια, με την ενεργειακή κρίση μια από τις μεγαλύτερες αυξήσεις δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως ανέφερε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη μηνιαία έκθεσή της, το 2021 η Ελλάδα ήταν δεύτερη στην Ευρώπη μετά τη Γαλλία, με βάση τις δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Έως τώρα, με τη βοήθεια και του πληθωρισμού που «φούσκωσε» τα δημόσια έσοδα, αυτή η έξαρση των δαπανών δεν έχει προκαλέσει δημοσιονομικές ανισορροπίες, ωστόσο στις Βρυξέλλες δεν παύουν να ανησυχούν και να πιέζουν για τη δραστική μείωση όλων των δαπανών που συνδέονται με προγράμματα στήριξης των νοικοκυριών για την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό.
Από την πλευρά της κυβέρνησης έχει γίνει ήδη προσπάθεια προσαρμογής στις συστάσεις των Ευρωπαίων, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση την αλλαγή που έχει ήδη γίνει στις επιδοτήσεις για το ρεύμα. Η Κομισιόν ζητούσε μετ’ επιτάσεως να σταματήσουν οι οριζόντιες επιδοτήσεις, ανεξαρτήτως εισοδημάτων και ενεργειακής κατανάλωσης, κάτι που έχει ήδη συμβεί, καθώς η επιδότηση περιορίσθηκε μόνο σε καταναλώσεις μέχρι 500 κιλοβατώρες τον μήνα και για τις υψηλότερες καταναλώσεις συνδέθηκε με τον (μάλλον άπιαστο…) στόχο της μείωσης κατανάλωσης τουλάχιστον κατά 15%.
- Στην εαρινή έκθεση προβλέψεων, η Κομισιόν σημείωνε ότι ο προϋπολογισμός βρίσκεται σε τροχιά περαιτέρω μείωσης του ελλείμματος το 2023, ακόμη και με τον υπολογισμό δύο νέων παροχών που δόθηκαν από την κυβέρνηση, καθώς, από την άλλη πλευρά, έχουν περικοπεί κοντά στο μηδέν οι δαπάνες στήριξης για την ενεργειακή κρίση.
«Μετά το καλύτερο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα το 2022, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω στο 1,3% το 2023», τόνιζε η Κομισιόν.
«Αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη σταδιακή κατάργηση των υπολοίπων μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία (τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 1,5 % του ΑΕΠ το 2022) και σε σημαντική μείωση του κόστους των μέτρων για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων υψηλών τιμών ενέργειας (από 2,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,2% το 2023). Ταυτόχρονα, η αύξηση των μισθών του Δημοσίου και των κοινωνικών παροχών αναμένεται να παραμείνει υποτονική. Η πρόβλεψη συνυπολογίζει επίσης δύο προσωρινά μέτρα για την αντιμετώπιση πληθωριστικών πιέσεων με εκτιμώμενο δημοσιονομικό κόστος 0,3% του ΑΕΠ: α) κουπόνι ύψους 35 EUR μηνιαίως για την περίοδο Φεβρουαρίου-Ιουλίου 2023 για νοικοκυριά που πληρούν ορισμένα εισοδηματικά κριτήρια και β) εφάπαξ επίδομα σύνταξης για συνταξιούχους, των οποίων η σύνταξη δεν υπόκειται επί του παρόντος σε τιμαριθμική αναπροσαρμογή».
Το ενδιαφέρον για τις συστάσεις της Κομισιόν εστιάζεται κυρίως σε δύο σημεία:
- Ποιες συστάσεις θα γίνουν στο πεδίο της πολιτικής για τη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές, δεδομένου ότι στην προεκλογική περίοδο η ΝΔ περιέλαβε στο πρόγραμμα της αρκετές ελαφρύνσεις, που μένει να φανεί αν θεωρείται και από τις Βρυξέλλες ότι συνάδουν με την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή του 2023 και των επόμενων ετών. Πάντως, από την πλευρά της κυβέρνησης έχει υποστηριχθεί ότι το κόστος όλων των μέτρων έχει ενταχθεί στους υπολογισμούς για τη δημοσιονομική πολιτική των επόμενων ετών.
- Τι θα συστήσει η Κομισιόν για τη μακροπρόθεσμη επίτευξη του στόχου για τη βιωσιμότητα του χρέους και, κυρίως, για το ελάχιστο απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα που θεωρείται ότι είναι συμβατό με τη βιωσιμότητα του χρέους. Στην ανάλυση βιωσιμότητας, η Επιτροπή έχει υπολογίσει σε 2,3% του ΑΕΠ τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα των επόμενων ετών, ενώ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που έχει υποβάλει η κυβέρνηση προβλέπεται μια σταδιακή προσαρμογή, με το πλεόνασμα να αυξάνεται από 1,1% φέτος σε 2,5% το 2026.
Σημειώνεται ότι παραμένει σε εκκρεμότητα και η δημοσίευση της δεύτερης έκθεσης μεταπρογραμματικής εποπτείας από την Κομισιόν, η οποία αναμένεται να εστιάσει, μεταξύ άλλων, στη νέα μεγάλη συσσώρευση απλήρωτων υποχρεώσεων από το Δημόσιο, με την οποία ανατράπηκε η καλή πορεία των τελευταίων ετών για συμφωνημένη με τους δανειστές μείωση των καθυστερήσεων.