Τα πολλά πρόσωπα της Μήδειας

Με αφορμή το έργο της Αλεξάνδρας Κ* «γάλα, αίμα», που σκηνοθετεί ο Γιάννος Περλέγκας στο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου (16-17/7) και τοποθετεί την ευριπίδεια ηρωίδα στην Ελλάδα του ’50, ανατρέχουμε στον δημοφιλή μύθο και τους σύγχρονους μετασχηματισμούς του.

Κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, εγγονή του θεού Ήλιου, κάτοικος μιας μακρινής χώρας στα ανατολικά του Εύξεινου Πόντου, κάτοχος μαγικών φίλτρων και μυστικών. Ερωτεύεται έναν Έλληνα, τον Ιάσονα, αρχηγό της Αργοναυτικής Εκστρατείας, και αφού τον βοηθά να βρει το Χρυσόμαλλο Δέρας φεύγει μαζί του για την Ελλάδα. Στο καράβι, δεν διστάζει να διαμελίσει τον αδερφό της και να πετάξει τα μέλη του στη θάλασσα, προκειμένου να καθυστερήσει τον πατέρα της που βρίσκεται στο κατόπι τους.

Αυτή είναι η Μήδεια, η μάγισσα, η ξένη (ή βάρβαρη), που ο Ευριπίδης τής αφιέρωσε μία από τις ωραιότερες τραγωδίες του. Άλλωστε, στον ίδιο χρωστάμε τον μύθο όπως τον ξέρουμε: στην Κόρινθο, μητέρα δύο παιδιών πια, ταπεινωμένη από τον άνδρα της, που σχεδιάζει να παντρευτεί την κόρη του Κρέοντα, απομονωμένη σε έναν τόπο που τον νιώθει ξένο, η Μήδεια υφαίνει την αιματηρή εκδίκησή της˙ σκοτώνει την αντίζηλό της και έπειτα τα παιδιά της, προτού αναληφθεί στο άρμα του Ήλιου. Η παιδοκτονία είναι το καταλυτικό στοιχείο που φέρνει ο Ευριπίδης με το έργο του, καθώς είναι ο πρώτος που την παρουσίασε ως συνειδητή πράξη της ηρωίδας, ως ερωτική τιμωρία, θανάτωση των δεσμών της με τον Ιάσονα και τη θνητή της φύση και προστασία του οίκου και των παιδιών της. Έκτοτε γενιές και γενιές δημιουργών έδωσαν το δικό τους σχήμα στον αποτρόπαιο όσο και ελκυστικό μύθο.

Πράγματι, δεν υπάρχει καλλιτεχνικό είδος που να μην εμπνεύστηκε από αυτόν. Ο κινηματογράφος, από τον Παζολίνι, που είδε στο πρόσωπο της Μήδειας/Μαρίας Κάλλας τον φορέα ενός αρχέγονου, μυστικιστικού πολιτισμού απέναντι στον Ιάσονα-εκπρόσωπο του κλασικιστικού ελληνικού πνεύματος και του ορθολογισμού, τον Ζιλ Ντασέν («Κραυγές γυναικών»), που προχώρησε σε μία μετα-δραματική ανάγνωση του μύθου και τον τοποθέτησε στη σύγχρονη πατριαρχική κοινωνία που γεννάει «Μήδειες», μέχρι τον σύγχρονό μας Λαρς φον Τρίερ˙ ο χορός: τη Μήδεια έχει χορογραφήσει η Μάρθα Γκράχαμ και, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, ο Δημήτρης Παπαϊωάνου σε δύο εξαιρετικές εκδοχές. Η πρώτη, το 1993, αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του χορού στην Ελλάδα, σημείο αναφοράς για όλες τις παραστάσεις που την ακολούθησαν˙ η όπερα, με γνωστότερη αυτή του Κερουμπίνι˙ ακόμη και τα εικαστικά και η γλυπτική: ενδεικτικά, ο Χαλεπάς φιλοτέχνησε σε τρεις συνθέσεις τη Μήδεια, προβάλλοντας στο πρόσωπό της την ευνουχιστική, δυναστική μητέρα του.

Φυσικά, την ιστορία και το πρόσωπο της Μήδειας τίμησε και το ίδιο το θέατρο με τις δεκάδες μεταγραφές του μύθου, που χρονολογούνται ήδη από την εποχή των Λατίνων και τον Σενέκα. Κι αν οι αιώνες της Αναγέννησης και του Μπαρόκ στάθηκαν αμήχανοι μπροστά στην πράξη της παιδοκτονίας, είτε παραλείποντάς την είτε εστιάζοντας στη θεϊκή καταγωγή και στις μαγικές ιδιότητες της ηρωίδας προκειμένου να τη δικαιολογήσουν (όπως έκανε ο πατέρας της νεοκλασικής τραγωδίας του 17ου αι. Πιερ Κορνέιγ στο ομώνυμο έργο του), ο 19ος και, κυρίως, ο 20ός αιώνας φανέρωσαν τη δημιουργική επιδραστικότητα του ευριπίδειου μύθου.

Η σύγκρουση πολιτισμών και αξιακών κωδίκων, η μη ενσωμάτωση του «ξένου», η θέση της γυναίκας μέσα στην πατριαρχική κοινωνία, η αντιπαραβολή γυναικείας και ανδρικής φύσης, η θέαση του σύγχρονου κόσμου μέσα από τα μυθολογικά υλικά φιλτράρονται και ανασυντίθενται με διαφορετικό σε κάθε περίπτωση τρόπο: από την τσιγγάνα «Μήδεια» του Ζαν Ανουίγ, όπου ο έρωτας εκφράζει την ελευθερία και την εξέγερση απέναντι στον «λογικό κόσμο» της τάξης και των νόμων, στη –λιγότερο γνωστή– «Ατέλειωτη νύχτα της Μήδειας» του Κοράντο Αλβάρο, όπου η ηρωίδα σκοτώνει τα παιδιά της για να τα γλιτώσει από την προσφυγιά, και από εκεί στη «Μήδειας υλικό», το πολιτικό κείμενο του Χάινερ Μίλερ, γέννημα και σχόλιο της μετα-ψυχροπολεμικής Ευρώπης, μέχρι και το σουρεαλιστικό κατασκεύασμα του δικού μας Μποστ, που ξαναγράφει την ιστορία της Μήδειας ως παρωδία.

Αυτό το νήμα των σύγχρονων μεταγραφών πιάνει η Αλεξάνδρα Κ* με το «γάλα, αίμα». Θέλοντας να καταθέσει ένα σχόλιο για την ελληνική κοινωνία, ειδικά σε μια περίοδο που οι γυναίκες άρχισαν να αντιλαμβάνονται πως η ζωή τους δεν έχει την ίδια αξία με αυτή των ανδρών, τοποθετεί τη δράση σε ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, το καλοκαίρι του 1958. Η ηρωίδα της, στην οποία δίνει το χαρακτηριστικό όνομα Ξένη, θα σκοτώσει τις κόρες της, για να τις απελευθερώσει από τα μελλοντικά δεινά τους, καθώς τις βλέπει, εγκλωβισμένες στον κοινωνικό τους ρόλο, να συμμετέχουν άθελά τους σε ένα επαναλαμβανόμενο παιχνίδι ανθρωποφαγίας. Το έργο αποτελεί μέρος του ενδιαφέροντος project του Φεστιβάλ Αθηνών Contemporary Ancients, στο οποίο τέσσερις συγγραφείς κλήθηκαν να γράψουν ισάριθμα νέα έργα βασισμένοι σε κάποιον αρχαιοελληνικό μύθο, για να παρουσιαστούν στη Μικρή Επίδαυρο.

Tο «γάλα, αίμα» θα παιχτεί στις 16 και 17/7 σε σκηνοθεσία του Γιάννου Περλέγκα, σκηνικά-κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα, φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα και μουσική επιμέλεια του Στράτου Γκρίντζαλη. Η Έλενα Τοπαλίδου θα ερμηνεύσει το ρόλο της Ξένης, και τους υπόλοιπους ρόλους οι Γιώργης Βασιλόπουλος, Αλίκη Γεωργίου, Μάγδα Καυκούλα, Σύρμω Κεκέ, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Γιάννος Περλέγκας και Μιχάλης Τιτόπουλος.