Ένας δρόμος της Συρίας που καταστράφηκε από βομβαρδισμούς
Επτά άνθρωποι, ανάμεσά τους τέσσερα παιδιά, έχασαν τη ζωή τους σε νέους βομβαρδισμούς των κυβερνητικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ της Συρίας.
Τουλάχιστον επτά άμαχοι, ανάμεσά τους τέσσερα παιδιά, έχασαν τη ζωή τους σήμερα σε νέους βομβαρδισμούς των κυβερνητικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ, επαρχία της βορειοδυτικής Συρίας και τελευταίο μεγάλο προπύργιο των ανταρτών και των τζιχαντιστών της χώρας, σύμφωνα με το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στόχος των πυρών πυροβολικού ήταν το χωριό Ιμπλίν, στον νότο της Ιντλίμπ, όπου προκάλεσαν επίσης τον τραυματισμό ανθρώπων, ορισμένοι από τους οποίους επλήγησαν βαριά, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο που διαθέτει μεγάλο δίκτυο πηγών σε όλη την Συρία.
Πρόκειται για τον τρίτο φονικό βομβαρδισμό των κυβερνητικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ μέσα σε μια εβδομάδα, και τον δεύτερο μετά την ορκωμοσία το Σάββατο για τέταρτη θητεία του προέδρου Μπασάρ αλ-‘Ασαντ. Ο τελευταίος δεσμεύτηκε να “ελευθερώσει” τις περιοχές που είναι ακόμη εκτός του ελέγχου της κυβέρνησης.
Την περασμένη εβδομάδα, εννέα άμαχοι μεταξύ των οποίων τρία παιδιά σκοτώθηκαν από πυρά πυροβολικού στην περιοχή Αλ-Φούα, τοποθεσία στην βορειοανατολική πλευρά της Ιντλίμπ και στο χωριό Ιμπλίν.
Το Σάββατο 14 άμαχοι, ανάμεσά τους επτά παιδιά σκοτώθηκαν επίσης από ρουκέτες που ερρίφθησαν από τις κυβερνητικές δυνάμεις στα χωριά Εχσίμ και Σάρτζα στη νότια πλευρά της επαρχίας Ιντλίμπ, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο.
Η τζιχαντιστική οργάνωση Χάγιατ Ταχρίρ αλ-Σαμ. πρώην παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, και οι σύμμαχοί της ελέγχουν σχεδόν το ήμισυ της επαρχίας καθώς και μερικά μέρη στις γειτονικές επαρχίες Χάμα, Λαττάκεια και Χαλέπι.
Στην περιοχή ισχύει κατάπαυση του πυρός από τον Μάρτιο του 2020, μετά μια επίθεση ευρείας κλίμακας των κυβερνητικών δυνάμεων που εκτόπισε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Η εκεχειρία, την οποία διαπραγματεύτηκε η Ρωσία, σύμμαχος της συριακής κυβέρνησης, και η Τουρκία, που υποστηρίζει τους αντάρτες, διατηρήθηκε παρά τις επανειλημμένες παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ρωσικών αεροπορικών πληγμάτων.
Δεκάδες άνθρωποι διαδήλωσαν σήμερα στο χωριό Μπαλιούν για να καταγγείλουν την αδράνεια, όπως δήλωσαν, της Τουρκίας, μετά το τελευταίο αυτό βομβαρδισμό.
Τεράστια σύννεφα καπνού κάλυπταν έναν αυτοκινητόδρομο που οδηγεί σε τουρκικά σημεία ελέγχου μετά τις φωτιές σε λάστιχα που έβαλαν διαδηλωτές.
Ο Χάλεντ αλ-Χατίμπ, μεταξύ των διαδηλωτών, είπε ότι έχει κουραστεί “να ξυπνά κάθε πρωί με μια νέα σφαγή. Ζητάμε από την Τουρκία να μας προστατέψει ή να φύγει από το χωριό”.
Σχεδόν τρία εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στην περιοχή της Ιντλίμπ, από τα οποία τα δύο τρίτα έχουν εκτοπιστεί σε άλλες περιοχές που ανακατέλαβαν οι κυβερνητικές δυνάμεις.
Η σύγκρουση στη Συρία, που ξέσπασε το 2011, μετρά σχεδόν μισό εκατομμύριο νεκρούς, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, και εκατομμύρια εκτοπισμένους εντός και εκτός της χώρας.
Η Κολομβία σκοτώνει όσους αντιστέκονται
«Είναι δίκαιο να αγοράζουν όπλα με τους φόρους μας για να σκοτώνουν νέους ανθρώπους; Βγήκαμε έξω για να υποστηρίξουμε τους νέους», λέει στο ρεπορτάζ του Reuters η 68χρονη Αλίσια, συνταξιούχος υπάλληλος υπουργείου, μία από τις πολλές χιλιάδες διαδηλώτριες και διαδηλωτές που βγήκαν και πάλι προχθές στους δρόμους της Μπογκοτά. Λίγο πιο κάτω, ένας νέος, ο 24χρονος Αντόνιο, φούρναρης στο επάγγελμα, λέει το αυτονόητο: «Δεν είμαστε εγκληματίες επειδή βγαίνουμε στους δρόμους για να διεκδικήσουμε τα δικαιώματά μας».
Τελικά, όχι και τόσο αυτονόητο στην Κολομβία. Από τα τέλη Απριλίου και καθ’ όλο τον Μάιο, τουλάχιστον 60 άνθρωποι σκοτώθηκαν και χιλιάδες άλλοι τραυματίστηκαν επειδή διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους. Το Human Rights Watch βεβαιώνει ότι έχει συγκεντρώσει στοιχεία, τα οποία συνδέουν την αστυνομία με τον θάνατο 25 διαδηλωτών κατά το πρόσφατο κύμα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων. Οι Κολομβιανοί όμως βγήκαν ξανά στους δρόμους -κάπου 95 διαδηλώσεις έγιναν σε ολόκληρη τη χώρα- κι αυτή τη φορά είχαν περισσότερες αφορμές από μία: την επέτειο της εθνικής ανεξαρτησίας στις 20 Ιουλίου, την έναρξη της νέας κοινοβουλευτικής περιόδου και την υποβολή ενός νέου φορολογικού νομοσχεδίου, αλλά και την υποκρισία της κυβέρνησης.
Ο δεξιός πρόεδρος Ιβάν Ντούκε εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του στις πρόσφατες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην Κούβα. Οταν όμως οι δικοί του άνθρωποι διαδηλώνουν κατά της πολιτικής του, τους κατηγορεί ως τρομοκράτες και στέλνει την αστυνομία και τον στρατό να τους διαλύσουν και να τους σαπίσουν στο ξύλο.
«Η κυβέρνηση Ντούκε έχει μηδενική αξιοπιστία όταν κάνει σχόλια για τις διαδηλώσεις στην Κούβα», λέει στην Guardian η Χιμένα Σάντσες-Γκαρσόλι από το think tank Γραφείο της Ουάσινγκτον για τη Λατινική Αμερική (Washington Office on Latin America). «Η απροθυμία της να κοιτάξει τη συστημική κακοποίηση, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, δείχνει ότι θεωρεί ανθρώπινο δικαίωμα μονάχα ό,τι ευνοεί την πολιτική της ατζέντα».
Αντιμέτωπος με ένα μαζικό κύμα αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας, ο Ντούκε προσπαθεί να χρυσώσει το χάπι, προσδοκώντας όχι μόνο μια ήρεμη ολοκλήρωση της θητείας του, αλλά και την επανεκλογή του στις προεδρικές εκλογές τον Μάιο του 2022. Τη Δευτέρα εξήγγειλε ορισμένες μεταρρυθμίσεις στην αστυνομία, όπως νέες στολές (!) και εκπαίδευση στα μέλη των αντίστοιχων ΜΑΤ σχετικά με τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι επικριτές του προέδρου θεωρούν αυτές τις μεταρρυθμίσεις καθαρά διακοσμητικές και ζητούν για αρχή να πάψει να υπάγεται η αστυνομία στο υπουργείο Αμυνας.
Υστερα, υπάρχει και το φορολογικό νομοσχέδιο που κατατίθεται στη Βουλή, αρκετά αναμορφωμένο σε σχέση με το προηγούμενο που έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Προβλέπει έσοδα 4 δισ. από φόρους προκειμένου να χρηματοδοτηθούν διάφορα κοινωνικά προγράμματα και δαπάνες που σχετίζονται με την πανδημία. Αισθητά χαμηλότερο από το νομοσχέδιο των 6,3 δισ., το οποίο θα αντλούσε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του από αύξηση της φορολογίας σε βασικά είδη όπως ο καφές και το αλάτι. Τώρα η κυβέρνηση διατείνεται ότι θα τα εισπράξει από αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων.
Πολύ λίγα τα κρίνουν όλα αυτά οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές για να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Πέρυσι, εξαιτίας της πανδημίας, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 7% και 3 εκατομμύρια Κολομβιανοί κατρακύλησαν στη φτώχεια. Ενα από τα αιτήματά τους είναι η θέσπιση καθολικού κατώτατου εισοδήματος 260 δολαρίων τον μήνα.
Ο Φρανσίσκο Μαλτές, πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Εργατών, λέει ότι «οι διαδηλώσεις θα συνεχιστούν, επειδή ο πρόεδρος Ντούκε δεν έχει λύσει κανένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κολομβιανή κοινωνία». Μάλλον δυσκολεύεται γιατί, όπως φαίνεται, καταπιάνεται περισσότερο με τα προβλήματα της… Κούβας.