
Σε διαφορετικές πολιτικές συχνότητες εξακολουθούν να εκπέμπουν τα μηνύματά τους οι δύο μονομάχοι του δεύτερου γύρου των εσωκομματικών εκλογών στο Κίνημα Αλλαγής, κάτι που συνδέεται άμεσα με τις αντικρουόμενες στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει τα επιτελεία τους εν όψει της κυριακάτικης κάλπης.
Ως το φαβορί και με τον αέρα νίκης που εξασφάλισε από την πρώτη Κυριακή, ο Νίκος Ανδρουλάκης επιμένει στον ήπιο και ενωτικό πολιτικό λόγο με το βλέμμα στην επόμενη μέρα της κάλπης. Απαντά στις προκλήσεις του αντιπάλου του, χωρίς όμως να σηκώνει τους τόνους, ενώ η φράση-οδηγός που χρησιμοποίησε είναι ότι επιθυμεί μια «ειρηνική νίκη».
Στην τακτική της αποφυγής εντάσεων συμβάλλει και το γεγονός ότι ο τρίτος της κατάταξης στον πρώτο γύρο Ανδρέας Λοβέρδος ανακοίνωσε τη στήριξη στο πρόσωπό του, όπως το ίδιο έπραξαν και πολλά από τα στελέχη του περιβάλλοντός του, μεταξύ των οποίων οι Νάντια Γιαννακοπούλου, Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, Σπύρος Καρανικόλας, Γιάννης Μεϊμάρογλου κτλ.
Στον αντίποδα, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος εκ των πραγμάτων ξεκινά τον αγώνα του για τις 12 Δεκεμβρίου από χειρότερη γραμμή εκκίνησης (έχοντας ένα μειονέκτημα περίπου 24 χιλιάδων λιγότερων ψηφοδελτίων από τον πρώτο γύρο που πρέπει να καλύψει), επιχειρεί τη θεαματική ανατροπή, την οποία βασίζει σε μια στρατηγική αιχμών, επιθέσεων και αμφισβήτησης των ηγετικών ικανοτήτων του κ. Ανδρουλάκη.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ενδεικτικά είναι τα όσα υποστήριξε και χθες ο πρώην πρωθυπουργός, εκτιμώντας ότι εφόσον εκλεγεί αρχηγός ο ανθυποψήφιός του, ο οποίος δεν είναι βουλευτής, «θα υπάρχει κενό και πρόβλημα με την εκπροσώπηση του Κινήματος Αλλαγής» και ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Αλέξη Τσίπρα «θα κάνουν πάρτι» (ΕΡΤ). Παράλληλα, προσπαθώντας να αποδομήσει το επιχείρημα περί ανανέωσης, επανέλαβε τη μομφή ότι ο κ. Ανδρουλάκης ως γραμματέας του κόμματος την περίοδο της τρικομματικής Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, το 2012, «μαζί με τον Ανδρέα Παπαμιμίκο (σ.σ. τότε γραμματέα της Ν.Δ.) μοίραζαν τις καρέκλες».
Να σημειωθεί ότι στις κατηγορίες αυτές ο Νίκος Ανδρουλάκης απάντησε πως πρόκειται για fake news του κ. Παπανδρέου, καθώς ο ίδιος εξελέγη γραμματέας την άνοιξη του 2013 και μάλιστα ψηφίζοντας στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ πρόταση υπέρ ασυμβιβάστου κυβερνητικής και κομματικής θέσης. Επιπλέον, συνεργάτες του ευρωβουλευτή τόνιζαν ότι «ως ελάχιστο δείγμα σεβασμού απέναντι σε αυτούς που τίμησαν την παράταξη με τη συμμετοχή τους, ο κ. Ανδρουλάκης δεν θα μπει σε προσωπικές αντεγκλήσεις και θα συνεχίσει να έχει ως μόνη προτεραιότητα το τρίπτυχο που θα φέρει τη νίκη στις επόμενες εθνικές εκλογές: ανανέωση, ενότητα και πολιτική αυτονομία».
Στο μεταξύ, την υποστήριξή τους στον Γιώργο Παπανδρέου έκαναν γνωστή με δηλώσεις τους ο πρώην υφυπουργός Ανδρέας Φούρας και ο πρώην περιφερειάρχης Αττικής Γιάννης Σγουρός, ο οποίος σχολίασε ότι «τα διαπλεκόμενα μέσα ενημέρωσης και κάποιοι “τουρίστες”-ψηφοφόροι μαζί με αόρατους σχεδιαστές του μέλλοντος της χώρας οδηγούν μέσα από τη δήθεν ανανέωση στην εξαφάνιση ενός κόμματος που θα πρέπει να ξαναβρεί τις ρίζες του για να έχει βέβαιο μέλλον».
Τέλος, με τη φράση «δεν είμαι κομματάρχης της δεκαετίας του ‘60 να δίνω γραμμές» ο Παύλος Χρηστίδης «απελευθέρωσε» τους 8.733 ψηφοφόρους του να επιλέξουν τον υποψήφιο της αρεσκείας τους, με σκοπό τη διαμόρφωση «του ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής, όπως το οραματίστηκε η Φώφη Γεννηματά».
Δημήτρης Κουκλουμπέρης
Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, με λογική ή ατομική ψυχολογία, την επιμονή ενός πολιτικού σε σίγουρη ήττα, όταν έχει δυνατότητα αξιοπρεπούς υποχώρησης. Δεν εξηγείται. Νομίζω ότι πρέπει να αναζητήσει κανείς το τραύμα σε όλους τους πολιτικούς που διαχειρίστηκαν την κρίση, μια όντως δύσκολη συγκυρία. Ολοι τραυματίστηκαν και μέρος της συμπεριφοράς τους καθορίζεται από την προσπάθεια να απωθήσουν ή να επουλώσουν το τραύμα ή και να δικαιωθούν μέσα ή έξω από την πολιτική σκηνή. Ο Γ. Παπανδρέου δεν εξαιρείται.
Και στο σημείο αυτό η ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη σημαίνει την εκ μέρους του εκλογικού σώματος του εναπομείναντος ΠΑΣΟΚ αποστροφή του παρελθόντος. Η απόρριψη της πολιτικής τάξης που χειρίστηκε την κρίση άρχισε με το ξήλωμα του δικομματισμού το 2012-2015 και συνεχίστηκε με την ανάδειξη νέας ηγεσίας στα παλιά κόμματα, πρώτα στη Ν.Δ. και τώρα στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. (ΠΑΣΟΚ). Και ο ΣΥΡΙΖΑ τραυματίστηκε, αν και δεν άγγιξε τον πρόεδρό του που βρέθηκε στο μεταίχμιο της κορύφωσης και της εξόδου από την επιτήρηση.
Εκείνο πάντως που πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν ερήμην των πολιτών αλλά με ανοιχτές διαδικασίες και από αυτήν την άποψη το ΚΙΝ.ΑΛΛ. σε διαδοχικές αναμετρήσεις υπήρξε υποδειγματικό. Παρά το πράγματι μεγάλο βάρος της διαπλοκής, οι ανοιχτές διαδικασίες μπορούν ώς ένα βαθμό να διασφαλίσουν περισσότερη δημοκρατία.
Το ερώτημα όλων είναι αν η εκλογή Ανδρουλάκη θα σημάνει την (επανα)συγκρότηση ενός σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται χωρίς να τεθεί παράλληλα το ζήτημα γιατί δεν επιτεύχθηκε ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν προοδευτικό πόλο Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στο προηγούμενο διάστημα.
Η προσπάθεια είχε πενιχρά αποτελέσματα και λόγω ενός γηρασμένου και επομένως δυσκίνητου και φοβικού κομματικού μηχανισμού και λόγω του γεγονότος ότι το ακροατήριο των λαϊκών στρωμάτων είναι διαφορετικό και από αυτό των μεσαίων (κεντροαριστερών) στρωμάτων. Πρόκειται εν πολλοίς για διαφορετικά ακροατήρια που έχουν διαφορετικές προσδοκίες, ευαισθησίες και μιλάνε διαφορετικά ιδιόλεκτα. Η προσπάθεια συνδυασμού τους θα είχε ανάγκη καθαρών όρων και σαφούς γλώσσας, την οποία κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει. Στην ελληνική πολιτική κουλτούρα όλα σβήνονται σε μια αμφίσημη συνθηματολογία.
Για να φέρω ένα παράδειγμα. Η παιδεία παρά τη διεύρυνση έμεινε υπόθεση της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης που απαιτούσε ισότητα και όχι φραγμούς, που υπεράσπιζε -σωστά- τον δημόσιο χαρακτήρα της, αλλά ώς εκεί. Απουσίαζε η αναπτυξιακή πρόταση η οποία και διαφοροποίηση και αλλαγές κεκτημένων απαιτεί. Παιδεία και πολιτισμός, που είναι τα πεδία των νέων μεσαίων στρωμάτων, δεν συγκινούσαν ένα ακροατήριο που πράγματι παλεύει για τα βασικά και έχει τα δικά του δίκια. Θα μπορούσαν τα παραδείγματα να πολλαπλασιαστούν.
Μπορεί όμως να ανασυσταθεί Σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα; Θα έθετα το ζήτημα με τους εξής όρους. Ναι, η Σοσιαλδημοκρατία ταυτίστηκε με τον νεοφιλελευθερισμό στη δεκαετία του ’90 και στο γύρισμα του αιώνα. Και το πλήρωσε με υποχώρηση της δύναμής της και μετατόπιση δεξιότερα του πολιτικού φάσματος. Η πρόσφατη επιστροφή των σοσιαλιστικών κομμάτων δείχνει ότι πράγματι αυτό το μείγμα νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων σε καιρό πανδημίας, οικονομικών δυσκολιών και κλιματικής κρίσης προκαλεί αντιδράσεις. Αντιδράσεις όμως που δεν είναι διατεθειμένες να μετατραπούν σε αναστατώσεις με κίνδυνο χειρότερες συνέπειες. Εκεί βρίσκεται η δύναμη και η αδυναμία της Σοσιαλδημοκρατίας. Και αυτό το μάθημα αφορά και την ελληνική Αριστερά.
Οι εκλογείς πολλές φορές εκδηλώνουν ριζοσπαστικές διαθέσεις. Οι ριζοσπαστικές λύσεις όμως εμπεριέχουν, συνεπάγονται ένα κόστος που οι υποστηρικτές τους δεν είναι διατεθειμένοι να το πληρώσουν. Ο Τσίπρας είχε την ευστροφία να το αντιληφθεί έγκαιρα και να δράσει αποφασιστικά στο δημοψήφισμα του 2015. Δεν βρισκόμαστε στην εποχή όπου «το προλεταριάτο δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες του».
Η Ευρώπη, παρά την κρίση, παρά την προϊούσα καταστροφή των μεσαίων τάξεων, παρά την επισφάλεια μεγάλων στρωμάτων, δεν είναι διαθέσιμη για μεγάλες επαναστάσεις και αναστατώσεις όπως εκείνες που γνώρισε ο εικοστός αιώνας. Η Αριστερά πρέπει να απαλλαγεί από τις ερινύες των ανεπίτευκτων επαναστατικών δυνατοτήτων και να αναγνωρίσει τα υπαρκτά περιθώρια συμμαχιών με τη Σοσιαλδημοκρατία.
Βέβαια στην Ελλάδα η διαπλοκή βαραίνει πάνω στα κόμματα, και στο σαλούν της ελληνικής πολιτικής σκηνής δεν μπαίνεις ως ιεροκήρυκας αλλά ως καουμπόης. Πολλά πράγματα επομένως θα εξαρτηθούν από τη στρατηγική αλλά και τον χαρακτήρα του νέου προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Θα επιμείνει στην πολιτική μιας προοδευτικής κυβέρνησης, για την οποία όντως υπάρχει έδαφος ακόμη κι αν τα ποσοστά ανακατανεμηθούν μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝ.ΑΛΛ., ή θα αναζητήσει ζωτικό χώρο στα αριστερά του, θα εκπροσωπήσει τα πιο φτωχά και ευάλωτα στρώματα; Ο,τι και να γίνει, εκείνο που οφείλει να κάνει είναι να μη μείνει πίσω από τις γενικότερες τάσεις που είναι, πρώτον, η ανανέωση του προσωπικού του, πράγμα που έχει τονιστεί από πολλούς αναλυτές, και δεύτερον το άνοιγμα των κομματικών διαδικασιών και η υιοθέτηση ανοιχτών εκλογών, δικτυώσεων και διαφοροποιήσεων.
Το ιδιαίτερο πλεονέκτημα των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η ανανέωση της ύλης της πολιτικής. Και σήμερα υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Διαφορετικά, κάτι που στη μια περίοδο φαίνεται νεωτερικό, στην επόμενη μπορεί να μετατραπεί σε αρχέγονο.
Αντώνης Λιάκος