«Ο συναισθηματικός εκβιασμός είναι η χειρότερη μορφή βίας»

Ο πρωταγωνιστής Τάκης Σακελλαρίου

Με φόντο τα χειμωνιάτικα τοπία της Σκύρου η καινούργια ταινία, που προβάλλεται στο ΑΣΤΥ, στην καρδιά της πόλης, είναι ένα «νησιωτικό γουέστερν», ένα ταξικό και κοινωνικό κινηματογραφικό σχόλιο, με εξαιρετικές ερμηνείες.

Ηδη, από την προηγούμενη Πέμπτη, προβάλλεται στον ιστορικό κινηματογράφο ΑΣΤΥ, στο κέντρο της Αθήνας. Ωστόσο, η αβάν πρεμιέρ πραγματοποιήθηκε λίγες ημέρες πριν, στη Σκύρο. Ακριβώς γιατί εκεί γυρίστηκε η ταινία και ίσως αυτό να μην ήταν δυνατό δίχως τη συμβολή της τοπικής κοινωνίας αλλά και αυτοδιοίκησης (κυρίως της απελθούσας αλλά και της τωρινής).

«Θελήσαμε να πούμε ένα μικρό “ευχαριστώ”, να επιστρέψουμε κάτι από τη γενναιοδωρία των κατοίκων του υπέροχου αυτού νησιού», μας λέει ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας, Τάσος Γερακίνης. Οσο για το όνομά της, εν μέρει ποιητικό, εν μέρει προβοκατόρικο: «Ενας ήσυχος άνθρωπος». Είναι έτσι, όμως;

Είναι πράγματι ο πρωταγωνιστής (ο Τάκης Σακελλαρίου δίνει πραγματικά ερμηνεία μπροστά στον φακό) αυτό που μαρτυράει ο τίτλος της ταινίας; Ο ίδιος αποκαλύπτεται στον ρόλο ενός φιλήσυχου οινοποιού, ο οποίος ζει απομονωμένος σ’ ένα ακριτικό νησί με την τριαντάχρονη κόρη του Σοφία (Κατερίνα Παπαναστασάτου), όταν πέφτει θύμα ομηρίας από έναν επικίνδυνο δραπέτη (Χρήστος Στρέπκος, που αποτελεί και τον έτερο σεναριογράφο μαζί με τον σκηνοθέτη). Στην περιπέτεια αυτή παίζουν ρόλο και ο πρώην πεθερός της κοπέλας (Γιώργος Σουξές), καθώς και ένας τοπικός επιχειρηματίας (τον υποδύεται εξαιρετικά ο Νικόλας Κασάπης).

Ισως πράγματι να πρόκειται για ένα άχρονο, «νησιωτικό γουέστερν», όπως το χαρακτηρίζουν οι συντελεστές, ωστόσο υπάρχει πολύ έντονα το υπαρξιακό αλλά και το ταξικό στοιχείο στην ταινία. Το δίπολο του θύτη – θύματος (δραπέτης – όμηρος) είναι πολύ δυνατό και ίσως αυτός να έπρεπε να είναι και ο βασικός άξονας της ταινίας, καθώς αναδεικνύονται βαθύτερα χαρακτηριστικά και τάσεις ανθρώπινες (πάντοτε και ως κοινωνικές, εξουσιαστικές κατασκευές ιδωμένες), που εν τέλει ίσως να μιλάμε για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτό ακριβώς το διαρκώς αναπτυσσόμενο δίπολο (κάτι που σπάνια βλέπουμε ειδικά σε ελληνικές ταινίες) παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μαζί με τις υπέροχες ερμηνείες, τη σκηνοθετική ματιά και τη μοναδική φωτογραφία του Γιάννη Φώτου, ανάγουν την ταινία σε μία από τις πιο καλές παραγωγές των τελευταίων χρόνων στην Ελλάδα.

Οχι ότι ήταν εύκολα αυτά τα τελευταία χρόνια. Κάτι η οικονομική κρίση, κάτι η πανδημία, τίποτε δεν διευκόλυνε την ολοκλήρωση της ταινίας (ενδεικτικό πως το σενάριο το δούλευαν σχεδόν δέκα χρόνια). Ωστόσο, η Σκύρος αποδείχθηκε ιδανικός τόπος γυρισμάτων, οι άνθρωποί της βοήθησαν με κάθε τρόπο και πράγματι μπήκε το νησί στον χάρτη -τον κινηματογραφικό αυτή τη φορά. Πράγματι η ταινία αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα πολιτιστικής αποκέντρωσης, ενδεικτικό του τι μπορεί να αποκομίσει το ελληνικό (και όχι μόνο) σινεμά επιλέγοντας ως τόπο γυρισμάτων τη νησιωτική Ελλάδα, με τα γοητευτικά και μυστηριώδη τοπία της -ειδικά η Σκύρος είναι γεμάτη από παρόμοια τοπία (οροπέδιο του Αρι, πλατεία του Μπρουκ, παραλία του Αγίου Φωκά κ.ά.).

Φυσικά, πέρα από τα ιδιαίτερα τοπία, οι πιο κλειστές και απομονωμένες κοινωνίες (αν και όχι μόνο) φέρουν και άλλα χαρακτηριστικά, διόλου «μαγευτικά»: «Πατριαρχία, αυτή η αρρώστια, που καθηλώνει σε υπανάπτυξη την ελληνική κοινωνία, με πρώτα της θύματα τα παιδιά και τις γυναίκες αλλά -και εδώ είναι η τραγική ειρωνεία- και τους ίδιους τους θύτες», μας εξηγεί ο σκηνοθέτης Τάσος Γερακίνης. «Στην ταινία παρακολουθούμε πώς δύο Ελληνες γονείς (ο Μάκης και ο Κοσμάς) θέλουν να ελέγχουν τις ζωές των παιδιών τους. Δύο γονείς, που στη συνείδησή τους τα παιδιά τους δεν ενηλικιώνονται ποτέ. Δύο γονείς που ξέρουν το καλό των παιδιών τους αδιαπραγμάτευτα. Και θέλουν να το επιβάλουν.

Για τον Μάκη (τον πρωταγωνιστή), στην κόρη του κλείνεται όλος ο κόσμος. Μέσα από την ύπαρξή της πραγματώνεται ουσιαστικά και η δική του. Πάνω στη ζωή της έχει επενδύσει τη δική του ευτυχία, καταξίωση, δικαίωση. Μέσα από τη ζωή της, διεκδικεί την εξιλέωσή του για τις “αμαρτίες” του παρελθόντος. Τη θέλει κοντά του, τη θέλει να ακολουθεί τα όνειρά του, τις προσδοκίες, τις αξίες του. Τη θέλει ευτυχισμένη, αλλά με τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβάνεται την ευτυχία. Μέσα από αυτό το πρίσμα, έχει ανάγκη να διατηρεί ακέραια την εικόνα του, την εικόνα ενός δυνατού πατέρα, περήφανου, τίμιου, ανεξάρτητου, πετυχημένου. Την κρατάει μακριά από τα προβλήματα, όπως κάνουν οι γονείς με τα μικρά παιδιά, αποκρύπτοντάς της την αλήθεια ή λέγοντας ψέματα ακόμα και για πράγματα που την αφορούν άμεσα. Κρύβοντας τα πάντα κάτω από το χαλί.

Τελικά, αυτό που θα πετύχει είναι να εγκλωβιστεί ο ίδιος μέσα στα ασφυκτικά όρια και δεσμά που θέλει να επιβάλει με κύριο όχημα τον συναισθηματικό εκβιασμό, τη χειρότερη, κατά τη γνώμη μου, μορφή βίας. Ο περιορισμός της ελευθερίας του άλλου περιορίζει πρώτιστα τη δική μας ελευθερία, αφού δημιουργεί σχέσεις αμφίδρομης εξάρτησης και θέτει τα θεμέλια της τραγωδίας. Η ύπαρξη του ενός ορίζει την ύπαρξη του άλλου».

Το τέλος της ταινίας δίνει απαντήσεις στο αν τελικά η απελευθέρωση του «θύματος» θα είναι ταυτόχρονα και η απελευθέρωση του «θύτη». Εως τότε, όμως, έχουμε ήδη γεμίσει υπέροχες εικόνες, ερμηνείες και μια αίσθηση έντονου κοινωνικού προβληματισμού -δεν τα λες και λίγα!

Νόρα Ράλλη