«Ο δρόμος για το κάθε αύριο ήταν και παραμένει πάντα οδυνηρός»

«Ο δρόμος για το κάθε αύριο ήταν και παραμένει πάντα οδυνηρός»
Πολύ νέος, το 1975 ο Γιάννης Ρήγας συμμετείχε στην αναβίωση της ιστορικής παράστασης των «Ορνίθων» του Κουν. Τώρα σκηνοθετεί το αριστοφανικό έργο για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στην Επίδαυρο.

Οι «Ορνιθες» του Αριστοφάνη πετάνε την Παρασκευή στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου αναζητώντας την ιδανική πολιτεία μεταξύ ουρανού και γης. Την παράσταση σκηνοθετεί ο Γιάννης Ρήγας και πρωταγωνιστούν ο Χρήστος Στέργιογλου, ο Ταξιάρχης Χάνος, ο Γιώργος Κολοβός.

Σε καιρούς δυστοπικούς η ουτοπία είναι μία κάποια λύση. Δυο φίλοι, ο Πεισθέταιρος και Ευελπίδης, εξουθενωμένοι από τη δικομανία των Αθηναίων καβαλικεύουν ο καθένας από ένα πουλί και μεταναστεύουν στους ουρανούς. Αλλά κι εκεί χρειάζονται σύνορα. Πρέπει να χτίσουν τοίχο να κρατάει μακριά την τσίκνα από τις θυσίες των ανθρώπων που θα ανηφορίζει προς τους θεούς…

Το ανέβασμα του έργου το 1959 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία του Κάρολου Κουν, μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη, χορογραφίες της Ραλλούς Μάνου αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.

 Οι «Ορνιθες» είναι από τα έργα του Αριστοφάνη που αγαπά ιδιαίτερα το κοινό, πολλοί το θεωρούν την ωραιότερη κωμωδία του. Είναι επειδή ο ποιητής προτείνει το στοίχημα της Νεφελοκοκκυγίας, επειδή εκφράζει μια ισόβια επιθυμία του ανθρώπου: την ανάγκη για απόδραση από την πραγματικότητα, τη μετάβαση στο όνειρο και την ειρήνη, σ’ έναν ιδανικό κόσμο;

Είναι από τα έργα που κάθε εποχή, κάθε γενιά θέλει να αναμετρηθεί μαζί τους. Θέλει να επιχειρήσει την ερμηνεία τους. Ετσι κι αλλιώς αυτό κάνουμε πάντα, προσδιοριζόμαστε σε σχέση με τα μεγάλα έργα. Οι «Ορνιθες» κουβαλούν ακόμα έναν γρίφο. Είναι κατά το ήμισυ μια ουτοπία και κατά το δεύτερο ήμισυ το αποτέλεσμα αυτής της ουτοπίας. Είναι έργο σκληρό. Συχνά, η ανάγκη μας για κάτι διαφορετικό, μια αλλαγή, η ανάγκη για επικράτηση του δικού μας ιδεολογήματος, μας τυφλώνει. Ο Πεισθέταιρος θα επικρατήσει, θα κατακτήσει την εξουσία. Θα γίνει ο απόλυτος άρχων. Δίπλα του θα παραταχθούν οι Θεοί και οι ισχυροί του κόσμου. Τα πουλιά θα χειροκροτήσουν, θα αποθεώσουν, και άντε και πάλι από την αρχή. Ενας άνθρωπος –όχι πουλί, προσέξτε– θα έχει στην εξουσία του, το κράτος, τους μηχανισμούς κ.λπ.

Πού βλέπετε την ουτοπία; Ουτοπία ήταν όταν όλα άρχισαν. Οταν ονειρευτήκαμε, όταν πιστέψαμε εμείς τα πουλιά ότι θα έχουμε δικαιοσύνη, ισοπολιτεία, αξιοκρατία. Οταν ενωθήκαμε και βάλαμε στην άκρη τα προσωπικά, τον μικρό εαυτό μας. Κι όταν έρχονται οι Θεοί για διαπραγμάτευση με τον Πεισθέταιρο, εκείνος ψήνει στα κάρβουνα κάποια πουλιά που αντιστάθηκαν στις αποφάσεις της Δημοκρατίας, δηλαδή τις δικές του.

Ποια ουτοπία; Οταν ο Κουν στήνει το έργο το ’59, η χώρα προσπαθεί να βγει από μια εφιαλτική δίνη, έχει ανάγκη να ονειρευτεί μια διαφορετική επόμενη ημέρα, λίγη ειρήνη χρειάζεται. Στα μυαλά, στους πολιτικούς, στις ανθρώπινες σχέσεις. Εκτοτε κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. 114, χούντα, Δεξιά, Σοσιαλισμός, Δεξιά, Αριστερά, Δεξιά. Είμαστε στο 2020. Αν γυρίσουμε πίσω το κεφάλι και δούμε τι ζήσαμε, πέρα από τα πολιτικά μας πιστεύω (που ο καθένας μας βίωσε στο πετσί του, στην ψυχή του, εύκολα ή δύσκολα), ένας λυγμός θα μας κυριεύσει. Αν ανατρέξετε στην παραστασιογραφία των τελευταίων πενήντα ετών, θα διαπιστώσετε ότι οι καλλιτέχνες μέσω των «Ορνίθων» αποτύπωσαν στη σκηνή αυτή την πολιτικοκοινωνική αναστάτωση.

Ας κάνουμε σιωπή, ας δουλέψουμε ξανά, ας βρούμε ξανά τους άλλους, τους φίλους και τους εχθρούς, ας συνομιλήσουμε και ίσως κερδίσουμε και το δεύτερο μισό του έργου των «Ορνίθων».

● Εχοντας την εμπειρία της συμμετοχής στην αναβίωση της παράστασης του Κουν το 1975, τι θυμόσαστε από εκείνους τους «Ορνιθες»; Νέος ακόμα, συνειδητοποιούσατε πόσο σπάνια στιγμή ήταν για το ελληνικό θέατρο; Σας έχει επηρεάσει η μνήμη, το ισχυρό βίωμα στην προετοιμασία της παράστασης;

Ημουν δεκαοκτώ χρόνων, δεκαεννιά; Είχα απόλυτη άγνοια. Βρέθηκα στην Αθήνα και τυχαία έδωσα εξετάσεις στο Τέχνης. Κάποια φίλη με πήγε και γνώρισα τον Φίλιππο Βλάχο που είχε τις εκδόσεις «Κείμενα». Μου μίλησε, κάτι κατάλαβε προφανώς, και μου είπε να τους πω ένα ποίημα του Καβάφη, το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» και ένα απόσπασμα από τη «Μάνα Κουράγιο» που μόλις είχε εκδώσει σε μετάφραση Μάρκαρη. Πήγα και πέρασα. Πριν περάσουν λίγες μέρες με πέταξαν κυριολεκτικά στη σκηνή στην παράσταση «Ισαβέλλα, τρεις καραβέλες κι ένας παραμυθάς», και πριν καταλάβω καλά καλά πού είμαι, άρχισαν οι πρόβες των «Ορνίθων». Αγνοια! Ενθουσιασμός. Συναντούσα φίλους από το χωριό στον δρόμο και τους χόρευα αυτά που είχα μάθει λίγο πριν. Φορούσα αμπέχονο, είχα μακριά μαλλιά μέχρι τους ώμους και μούσια, έτρεχα στις ογκώδεις διαδηλώσεις και έμενα με το στόμα ανοιχτό όταν ο Κουν έδειχνε κάτι, όταν ο Τσαρούχης φρόντιζε ένα κοστούμι, όταν ο Χατζιδάκις ή ο Σακκάς έκαναν μουσική πρόβα. Προσπαθούσα να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης της Ζουζούς Νικολούδη. Πολύς καπνός, πολύς καφές, πολύς έρωτας.

Τα φωτοτυπικά δεν είχαν κάνει την εμφάνισή τους, αντιγράφαμε με το χέρι τα κείμενα. Ακουγα το όνομα Εγγονόπουλος κι έτρεχα να μάθω. Κάποιος ενημερωμένος έλεγε «αύριο κυκλοφορεί το “Κιβώτιο”» και στηνόμασταν έξω από τον «Κέδρο» να το πάρουμε. Σε κάποια κολόνα της εισόδου του «Ορφέα» θα συναντούσες τον Ρίτσο, ο Ελύτης περπατούσε στον δρόμο ανάμεσά μας. Ανθρωποι περίεργοι, πρωτοφανείς για μένα. Αφέθηκα και επηρεάστηκα βαθιά. Τους θαύμασα, τους λάτρεψα. Είχαν πάθος και καθαρότητα. Ηταν δίκαιοι, άδικοι, σκληροί, τρυφεροί, γενναιόδωροι. Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά; Η παράσταση που έστησα θέλει να τους ευγνωμονεί γιατί υπήρξαν. Είναι φυλαγμένοι σ’ ένα πολύτιμο μέρος της μνήμης μου αλλά και της παράστασης.

● Ξεκινήσατε πρόβες στα μέσα Μαΐου μέσα σε συνθήκες δύσκολες λόγω της πανδημίας. Τα μέτρα προστασίας (απόσταση ενάμισι μέτρου, μάσκες κ.λπ.) αλλά και ο φόβος, η απειλή που σέρνεται υπόγεια τόσους μήνες επηρέασε τον συντονισμό του θιάσου, την εγγύτητα των ηθοποιών στους αυτοσχεδιασμούς;

Ολη η περίοδος των δοκιμών ήταν δύσκολη. Εξακολουθεί να είναι, τίποτα δεν τελείωσε. Την περίοδο του lockdown παραμείναμε σπίτια μας, με μηδενικές σχεδόν εξόδους για τα απαραίτητα, διατηρώντας άσβεστη την ελπίδα να γίνει η παράσταση. Οταν ξεκινήσαμε αλλά και κατά τη διάρκεια φορούσαμε μάσκες και προσωπίδες, κρατήσαμε τις αποστάσεις. Εφιαλτικό σχεδόν. Αλλά το συνηθίσαμε. Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Το θέατρο στον ανοιχτό χώρο επιβάλλει τις αποστάσεις έτσι κι αλλιώς.

Οταν κάθεσαι στο άνω διάζωμα της Επιδαύρου το ενάμισι μέτρο μοιάζει να είσαι δίπλα στον άλλον. Η πιο συχνή ατάκα που ακουγόταν πάντα από πλευράς σκηνοθέτη στους ανοιχτούς χώρους ή στις μεγάλες σκηνές είναι «μην κολλάτε ο ένας πάνω στον άλλο». Στις δοκιμές μετρήσαμε για άλλη μια φορά, εξ αιτίας της απόστασης, και τη δύναμή μας, την αποφασιστικότητα, τα εσωτερικά μας μεγέθη. Το πλασματικό ανοίκειο της απόστασης έθεσε σε δοκιμασία την πραγματική δυνατότητα του καθενός να εκφράζει τη σκέψη και τα συναισθήματά του.

Μας βοήθησε, τελικά, να μεγαλώσουμε, να πετάξουμε περιττά στολίδια και ακκισμούς, που τα τελευταία χρόνια μας ταλαιπωρούν πολύ. Αυτό το «πολύ κοντά» σε κάνει τεμπέλη, συχνά εγωιστή, ταλαιπωρείς τους άλλους με γκρίζες συμπεριφορές, δίνεις προτεραιότητα στο πρόσωπό σου και στις γκριμάτσες σου.

● Υπάρχουν επικαιρικά στοιχεία στην παράσταση; Συνδέσατε την κατάσταση που ζούμε τους τελευταίους μήνες με το «φευγάτο» θέμα του έργου;

Ανεβάζουμε το έργο τώρα. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποιες νύξεις. Αλλά χωρίς κάποιο άγχος επικαιροποίησης. Είμαστε μέσα σε μια πολύ σοβαρή κρίση και μας επηρεάζει και στην καθημερινότητα και στη σκηνή. Ολο αυτό που περνάμε έγινε κομμάτι της συμπεριφοράς μας. Ο φόβος δεν αναφέρεται μόνο στους θεατές μας αλλά και σε εκείνους που βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Κινδυνεύουν το ίδιο, ξέρετε. Ενας βήχας στην πρόβα έφερνε αναστάτωση. Οξύνθηκε η προσοχή μας, η παρατήρηση του άλλου. Η σύνδεση είναι λοιπόν αυτοματική.

● Οι κωμωδίες ανεβαίνουν ξανά και ξανά, ως διασκευές, ελεύθερες αποδόσεις, επικαιροποιημένες, εμπλουτισμένες με νέα στοιχεία προκειμένου να προσαρμοστεί το έργο στο σήμερα. Κατά καιρούς διατυπώνεται η άποψη ότι έχουμε εξαντλήσει τον Αριστοφάνη, ότι πρέπει για μια δεκαετία να του επιτρέψουμε να «ξεκουραστεί». Τι λέτε;

Ποιοι το λένε αυτό; Δηλαδή, κούρασε ο Αριστοφάνης και δεν κούρασε ο Αισχύλος ή ο Σοφοκλής; Δηλαδή μας κούρασε η προσπάθεια των θεατρίνων να διαβάσουν τα έργα; Δηλαδή τα ερωτήματα που θέτει ο Αριστοφάνης, η όποια ουτοπία του, η ανάγκη του για ειρήνη, το ερώτημα της Σφίγγας, το διάσπαρτο σε όλα τα έργα, κωμωδίες και τραγωδίες, ερώτημα περί ηθικού και νόμιμου μας κούρασαν; Μπορεί να κουραστεί ο Αριστοφάνης; Επειδή κάποιες σκηνικές διατυπώσεις μάς βρίσκουν αντίθετους, ίσως επειδή λάθεψαν ή πήραν λάθος μονοπάτι ή βρέθηκαν εκτός καιρού, είναι λόγος να τυλίξουμε τα έργα σε λαδόκολλα και να τα αφήσουμε στην άκρη να κρυώσουν, σαν να ήταν μπριάμ ή μελιτζάνες ιμάμ;

Ε, ας κάνουμε το ίδιο με τους πολιτικούς, τις κοινωνικές συνδιαλλαγές, ας πάμε για ύπνο όλοι μαζί κι ας ξυπνήσουμε φρέσκοι και απολύτως αφασικοί μετά μια δεκαετία να το πιάσουμε από την αρχή. Ο δρόμος για το κάθε αύριο ήταν και παραμένει πάντα οδυνηρός. Θα τον περπατήσουμε όλοι μαζί. Κάθε παράσταση είναι εδώ για να εκφράζει άλλοτε το αυριανό μας όνειρο, άλλοτε το σήμερα μαζί με κάθε αστοχία του. Αν δεν το αντέχουμε, τότε δεν αντέχουμε τον εαυτό μας.

Ο χειμώνας θα είναι στενάχωρος

● Η παράσταση στην Επίδαυρο θα πραγματοποιηθεί σ’ ένα καινούργιο «σκηνικό» κοίλου: πληρότητα τρεισήμισι χιλιάδων θεατών.

Εμείς κατεβαίνουμε στην Επίδαυρο γεμάτοι χαρά και δέος που θα βρεθούμε εκεί. Στο ίδιο σημείο που βρέθηκαν εκείνοι που θαυμάζουμε, κάτω από τα ίδια δέντρα, στον ίδιο χώρο. Είναι μια οφειλή απέναντι στους εαυτούς μας και στους δασκάλους μας. Η ανάγκη μας να σας πούμε την ιστορία υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των θεατών. Οσοι μας τιμήσουν, όσοι νικήσουν τον φόβο, θα μοιραστούν μαζί μας αυτή τη συγκίνηση. Είμαστε θεατρίνοι. Η σύναξη των ανθρώπων για να ζήσουν σε ζωντανό χρόνο μια θεατρική παράσταση είναι μια σταγόνα βάλσαμο στις δυσκολίες που βιώνουμε όλοι μαζί. Αυτοί οι «λίγοι», που λέτε, είναι τελικά πολλοί, αν αναλογιστείτε αυτούς που θα λείπουν γιατί δεν επιτρέπεται, αυτούς που έφυγαν από κοντά μας λόγω της πανδημίας. Ολα τα άλλα είναι θέμα δημοσίων σχέσεων και φωτογραφιών, σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή, που δεν αφορούν την παράσταση.

● Η καινούργια πραγματικότητα έχει πλήξει τον χώρο του θεάτρου. Ο χειμώνας προοιωνίζεται δύσκολος. Πώς μπορεί να αντιδράσει ο καλλιτεχνικός κόσμος, πώς μπορεί να αντιπαρατεθεί στο τοπίο που διαμορφώνει η πανδημία, ποιους νέους τρόπους να αναζητήσει ως έκφραση αλλά και ως προσπάθεια «ελαχιστοποίησης» της απόστασης με τον κόσμο, το κοινό, που εκ των πραγμάτων καλείται να διατηρήσει αποστάσεις;

Οταν ξεκινήσαμε δώσαμε μια υπόσχεση. Να προσπαθήσουμε να παραμείνουμε υγιείς. Για δυο λόγους: γιατί το χρωστάμε στη τέχνη μας, το χρωστάμε στους συναδέλφους μας. Για να αποδείξουμε ότι θέατρο μπορούμε να κάνουμε κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη. Αν πάρουμε τα σωστά μέτρα προφύλαξης θα πείσουμε το κοινό ότι μπορεί άφοβα να παρακολουθήσει μια παράσταση. Αυτές οι τρεις φετινές παραστάσεις στην Επίδαυρο –πέρα από οποιαδήποτε καλλιτεχνική αξία– είναι η πρώτη απόδειξη ότι μπορούμε. Τον χειμώνα ο βαθμός δυσκολίας θα αυξηθεί -στον έξω χώρο φοβάσαι λιγότερο. Φοβάμαι ότι τα σχήματα θα μικρύνουν, οι παραστάσεις θα είναι λιγότερες. Η κρίση δημιούργησε καινούργια δεδομένα. Αν σχεδιάσουμε το αύριο με άξονα αυτά που συνηθίσαμε θα συντριβούμε. Θέλει περίσκεψη, υπομονή, δημιουργικότητα, πολλή δουλειά. Θέλει την έγνοια της πολιτείας και τη φροντίδα όσων καταφέρουν να βρεθούν στη σκηνή για εκείνους που θα είναι απόντες. Θα δοκιμαστούν πολλά πράγματα. Η ικανότητα του καθενός, η ανταπόκριση που θα έχει στο κοινό, η ποιότητα και η σοβαρότητα της εργασίας του, οι επιλογές μας. Η κρίση δεν είναι μόνο στα δικά μας χωράφια, αναφέρεται και στο κοινό. Ο χειμώνας θα είναι στενάχωρος για όλους. Διαισθάνομαι ότι οι φωτεινές επιγραφές θα λιγοστέψουν. Τα δέκα ή είκοσι ευρώ που θα κληθεί να καταθέσει ο θεατής στο ταμείο θα πρέπει να ανταποκρίνονται σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικό που τον απασχολεί. Στην προκειμένη περίπτωση οι αποστάσεις που πρέπει να κρατήσουμε επί σκηνής θα είναι το εύκολο μέρος.

📍 Info: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 7, 8, 9/8. «Ορνιθες» του Αριστοφάνη από το ΚΘΒΕ. Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης.

Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας.

Σκηνικά: Κέννυ ΜακΛέλλαν. Κοστούμια: Δέσποινα Ντάνη. Μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης. Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου. Φωτισμοί: Στέλιος Τζολόπουλος. Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου. Μάσκες: Μάρθα Φωκά. Κίνηση μάσκας: Σίμος Κακάλας.

Παίζουν: Ελευθερία Αγγελίτσα, Λίλα Βλαχοπούλου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Δημήτρης Διακοσάββας, Αριστοτέλης Ζαχαράκης, Χριστίνα Ζαχάρωφ, Στεφανία Ζώρα, Ηριννα Κεραμίδα, Μαριάννα Κιμούλη, Γιώργος Κολοβός, Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, Μάρα Μαλγαρινού, Τατιάνα Μελίδου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαδόπουλος, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Θανάσης Ρέστας, Γιάννης Σαμψαλάκης, Περικλής Σιούντας, Κατερίνα Σισίννι, Βασίλης Σπυρόπουλος, Χρήστος Στέργιογλου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Ιώβη Φραγκάτου, Ταξιάρχης Χάνος.