Οι 2 στους 10 Έλληνες οδηγούς βάζουν νοθευμένη βενζίνη — ΕΛΣΤΑΤ: Το 28,3% των Ελλήνων σε κίνδυνο φτώχειας. Στην “κόκκινη” ζώνη ένας στους δυο ανέργους

Οι 2 στους 10 Έλληνες οδηγούς βάζουν νοθευμένη βενζίνη – Πού βρίσκονται τα πρατήρια με τα παράνομα καύσιμα

Η ζημιά στα δημόσια ταμεία ενδέχεται να αγγίζει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ

Καθώς η ακρίβεια σαρώνει την αγορά, αυξάνονται σιγά σιγά τα πρατήρια καυσίμων που πωλούν νοθευμένη βενζίνη, με σχεδόν δύο στους 10 Έλληνες οδηγούς πλέον να χρησιμοποιούν παράνομα καύσιμα.

Συγκεκριμένα, ο ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων (Π.Ο.Π.Ε.Κ) και της Ένωσης Βενζινοπωλών Θεσσαλονίκης (ΕΝ.ΒΕ.Θ), Θέμης Κιουρτζής καταγγέλει ότι πάνω από το 20% των καυσίμων, που διακινούνται σήμερα στην ελληνική αγορά, εκτιμάται πως είναι λαθραία ή νοθευμένα με διαλύτες, με μόλις το 6%-7% των πρατηρίων της χώρας να υπολογίζεται πως είναι υπαίτια για την παραβατικότητα.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το κόστος της παραβατικότητας που σχετίζεται με τα καύσιμα για το ελληνικό κράτος, κυρίως λόγω διαφυγής φόρων, υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε περίπου 700 εκατ. ευρώ ετησίως, χωρίς να αποκλείεται να φτάνει ακόμα και στο 1 δισ. ευρώ. Έσοδα που αν κατέληγαν στα δημόσια ταμεία, υποστήριξε, θα μπορούσαν να μειωθούν φόροι, προς όφελος των καταναλωτών.

Στην καρδιά του προβλήματος της παραβατικότητας, η οποία άρχισε να εκδηλώνεται εντονότερα στην Αθήνα και στη συνέχεια, ιδίως την τελευταία τριετία, στη Θεσσαλονίκη και τις άλλες περιοχές της χώρας, βρίσκονται, όπως είπε, τα «πειραγμένα» συστήματα εισροών-εκροών, που δεν παρακολουθούν όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας του καυσίμου και καταδολιεύονται από τους παραβάτες.

Καύσιμα, βενζίνη

Ποια πρατήρια στρέφονται στην παραβατικότητα

Κατά τον γενικό γραμματέα της Π.Ο.Π.Ε.Κ, Γιάννη Μαυράκη και τον αντιπρόεδρο της ΕΝ.ΒΕ.Θ, Χρήστο Σταυράκη, στην ελληνική αγορά υπάρχουν σήμερα περίπου 35 διαφορετικά συστήματα εισροών-εκροών, τα οποία εγκαθίστανται από ιδιωτικές εταιρείες, αντί για ένα ενιαίο, γεγονός που διευκολύνει την παραβατικότητα. «Το σύστημα αυτό θα έπρεπε να φτιαχθεί από την Πολιτεία, στα πρότυπα του “MyData” και η Πολιτεία θα έπρεπε να έχει τα “κλειδιά” του. Σήμερα υποτίθεται ότι όλα τα στοιχεία πηγαίνουν σε πραγματικό χρόνο στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων. Ωστόσο, δεδομένου ότι το σύστημα δεν παρακολουθεί όλα τα στάδια της εφοδιαστικής αλυσίδας κι ότι δεν είναι αδιάβλητο, τα στοιχεία αυτά είναι στην πραγματικότητα πλασματικά» είπε ο κ.Μαυράκης, ενώ ο κ.Σταυράκης διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν σήμερα πρατήρια που πουλάνε στη λιανική σε τιμή χαμηλότερη από αυτή που προμηθεύονται το καύσιμο από τα διυλιστήρια, εφιστώντας την προσοχή των καταναλωτών ως προς τις αφύσικα χαμηλές τιμές.

Κατά τον κ.Κιουρτζή, οι πρατηριούχοι, σε μεγάλο βαθμό οικογενειακές επιχειρήσεις, παρότι συχνά εμφανίζονται να κερδοσκοπούν, στην πραγματικότητα έχουν πολύ μικρά περιθώρια κέρδους.

Η παραβατικότητα στα καύσιμα εντοπίζεται, σύμφωνα με τον κ.Κιουρτζή, σε τρία πεδίαπρώτον, στη διακίνηση λαθραίου καυσίμου, που προορίζεται για εξαγωγή, αλλά τελικά δεν περνάει ποτέ τα σύνορα, παρά επιστρέφει στην Ελλάδα και μπαίνει παρανόμως στις δεξαμενές, με αποτέλεσμα οι επιτήδειοι κερδίζουν από τους φόρους που κανονικά επιβαρύνουν το καύσιμο (1 ευρώ/λίτρο στη βενζίνη). Δεύτερον, στη νοθεία με διαλύτες όπως η τολουόλη, που στοιχίζουν πολύ φθηνά -200 ευρώ/τόνο έναντι 2200 ευρώ/τόνο για τη βενζίνη- και δεν ανιχνεύονται στο καύσιμο ακόμα και αν αναμειχθούν σε μεγάλες ποσότητες. Και, τρίτον, στην κλοπή στο σύστημα εισροών-εκροών των πρατηρίων. Με την καταδολίευση του συστήματος, μεταξύ άλλων, δηλώνεται μικρότερη ποσότητα από αυτή που αγοράζει ο καταναλωτής και το πλεόνασμα πωλείται σε άλλο άτομο ή μια ποσότητα πωλείται δις, με τους επιτήδειους να βάζουν στην τσέπη τους όλο το κέρδος, χωρίς να καταβάλουν φόρους.

 

ΕΛΣΤΑΤ: Το 28,3% των Ελλήνων σε κίνδυνο φτώχειας – Στην “κόκκινη” ζώνη ένας στους δυο ανέργους

Άστεγος στο κέντρο της \ΑθήναςΆστεγος στο κέντρο της Αθήνας

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.028 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ.

Το 28,3% του πληθυσμού της χώρας (2.971.200 άτομα) βρίσκονταν πέρυσι (εισοδήματα 2020) σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.

Σύμφωνα με την έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό οφείλεται στην αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας από 17,7% το 2020 σε 19,6% το 2021. Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (32%).

Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18- 64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 13,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας αύξηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 12,5% και για τις γυναίκες σε 14,6%.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.251 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.028 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.752 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.089 ευρώ.

Το 2021, το 19,6% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 765.372 σε σύνολο 4.108.895 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 2.054.015 στο σύνολο των 10.498.099 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Τα παιδιά

Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0- 17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 23,7% σημειώνοντας άνοδο κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 20,6% (18,4% το 2020) και 13,5% (13% το 2020), αντίστοιχα.

Σε τρεις περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, και Νότιο Αιγαίο) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες δέκα περιφέρειες (Θεσσαλία, Ιόνια Νησιά, Ήπειρος, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Εκπαίδευση και φτώχεια

Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Για το 2021, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται σε 25,8% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 23,1% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 7,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,2%, ενώ όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 24,7%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 19,6%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 23,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 28,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2021 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (19,8%) σε σχέση με τους άνδρες (19,4%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες αυξήθηκε κατά 1,9 και 2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα σε σχέση με το 2020.

Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 30,1%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 31,5% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,1%.

Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 11,3%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020. Αύξηση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες ετών και άνω, ενώ αυξήθηκε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 8,8% και 13,0%.

Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 45,4%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (54,3% και 38,6% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε σε 27,3 %.

Τέλος, το 6,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 26,3% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 66,7% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο. Το 23,7% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία (COVID-19), εκ των οποίων το 3,4% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημά του και το 20,4% ότι μειώθηκε.

Αυξάνονται οι ανισότητες

Το 25% του πληθυσμού της χώρας στην α’ κατηγορία (με το χαμηλότερο εισόδημα) κατείχε πέρυσι (εισοδήματα 2020) το 9,6% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.

Αυτό προκύπτει, επίσης, από την έρευνα για την οικονομική ανισότητα της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα επίσης με την οποία:

  • Το 25% του πληθυσμού στην δ’ κατηγορία (με το υψηλότερο εισόδημα) κατέχει το 45,7% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.
  • Το 50% του πληθυσμού στη β’ και την γ’ κατηγορία (με μεσαία εισοδήματα) κατέχουν το 44,6% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, ποσοστό αυξημένο κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.
  • Το υψηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για την α’ κατηγορία ανέρχεται σε 5.947 ευρώ. Το χαμηλότερο ατομικό ετήσιο εισόδημα για την δ’ κατηγορία ανέρχεται σε 12.308 ευρώ.

Όπως επεξηγεί η ΕΛΣΤΑΤ, τα άτομα κατατάσσονται σε αύξουσα σειρά με βάση το εισόδημά τους (από το μικρότερο στο μεγαλύτερο) και στη συνέχεια χωρίζεται ο πληθυσμός σε τέσσερα ίσα μέρη (με βάση το συνολικό αριθμό των ατόμων).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*