
Εντός της Κυριακής (10/7) θα ξεκαθαρίσει οριστικά η υπόθεση της πώλησης του Φεντερίκο Μακέντα στην Ανκαραγκουτσού, με τον Ιταλό επιθετικό να πραγματοποιεί τον τελικό κύκλο διαπραγματεύσεων με την τουρκική ομάδα, παίρνοντας την τελική απόφασή του στην πρόταση που του έχει κατατεθεί. Το όφελος του Παναθηναϊκού από την επικείμενη πώληση του θα ξεπεράσει το 1,2 εκατ. ευρώ.

Ουσμάν Ντεμπελέ και Μπαρτσελόνα θα συνεχίσουν μαζί, αφού σύμφωνα με την καταλανική SPORT ο Γάλλος θα δεχθεί τελικά την πρόταση που του έχει καταθέσει η ομάδα.

Σε συμφωνία ήρθαν η Λάτσιο με τη Γρανάδα για την απόκτηση του Λουίς Μαξιμιάνο, με την ισπανική ομάδα να αναμένεται να βάλει στα ταμεία της 10 εκατ. ευρώ.
Τσέλσι: Συμφώνησε με την Μάντσεστερ Σίτι για τον Στέρλινγκ
Ο Ραχίμ Στέρλινγκ είναι μία ανάσα από το να μεταπηδήσει στην Τσέλσι, με την “Athletic” να αποκαλύπτει πως οι Λονδρέζοι συμφώνησαν με την Μάντσεστερ Σίτι για να τον κάνουν δικό τους για τα επόμενα πέντε χρόνια έναντι 56 εκατομμυρίων ευρώ.
Ο Ραχίμ Στέρλινγκ βγάζει σιγά σιγά από πάνω του τη φανέλα της Σίτι και προβάρει αυτήν της Τσέλσι. Όπως αποκάλυψε η αγγλική ιστοσελίδα “Athletic” το βράδυ του Σαββάτου, οι μπλε του Λονδίνου ήρθαν σε συμφωνία με τους γαλάζιους του Μάντσεστερ στα 56 εκατομμύρια ευρώ και είναι πλέον θέμα χρόνου για να γίνει το “Στάμφορντ Μπριτζ” το νέο ποδοσφαιρικό σπίτι του.
Και αυτό γιατί με τον 27χρονο Άγγλο διεθνή επιθετικό υπάρχει ήδη συμφωνία από την πλευρά των διοικούντων την Τσέλσι, με τον Στέρλινγκ να έχει αποδεχτεί την πρότασή της ομάδας του δυτικού Λονδίνου για να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας πέντε ετών και να υπάρχει και οψιόν επέκτασης της συνεργασίας για ένα ακόμα έτος.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το εν λόγω μέσο “ο Στέρλινγκ έχει μιλήσει ήδη με τον Τόμας Τούχελ για τις συνθήκες στο σύλλογο και έχει εντυπωσιαστεί από το όραμα του Γερμανού για το σύλλογο ενώ αν κυλήσουν όλα βάσει σχεδίου ο Στέρλινγκ θα συναντηθεί για πρώτη φορά με τους νέους συμπαίκτες του στο ταξίδι προετοιμασίας των μπλε στις ΗΠΑ”.
Υπενθυμίζεται πως ο Άγγλος φορ μετακόμισε το 2015 από την Λίβερπουλ στην Σίτι έναντι 52 εκατομμυρίων ευρώ και στα επτά χρόνια που έμεινε στο Μάντσεστερ κατέκτησε 4 πρωταθλήματα Αγγλίας, 1 Κύπελλο και 3 League Cup, με τον ίδιο να “γράφει” 131 γκολ σε 339 συμμετοχές του σε όλες τις διοργανώσεις με τους πολίτες.
Πρέλεβιτς στο Gazzetta: «Κουράστηκα το προεδριλίκι»
Συνέντευξη στους Βασίλη Βλαχόπουλο, Σταύρο Σουντουλίδη
Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι μπροστά στο απέραντο γαλάζιο του Θερμαϊκού. Εκεί γαληνεύει το μυαλό και η σκέψη σου καθώς προσπαθείς να προσδιορίσεις την ανεκτίμητη αξία της εικόνας. «Θα κάνουμε συνέντευξη;», ρώτησε και γέλασε βροντόφωνα. «Για έναν καφέ ήρθαμε», ήταν η απάντηση. Αυτή την κουβεντούλα τη συζητούσαμε κάμποσους μήνες τώρα. Λίγο τα ταξίδια του στο εξωτερικό, λίγο η λογική που έχουμε στη Θεσσαλονίκη, κάποια στιγμή θα βρισκόμασταν. Με τον Μπάνε Πρέλεβιτς μπορείς να συζητήσεις τα πάντα. Ζωηρή η προσωπικότητά του, δραστήριο το μυαλό του. Πολυπράγμων άνθρωπος. Οι περισσότεροι θέλουν να του μιλήσουν για το παρελθόν κι αυτός σε παίρνει από το χέρι και σε πάει στο μέλλον. Δεν του αρέσουν τα ταξίδια στον χρόνο κι ας είναι φανταστικές οι αναμνήσεις του. Πριν κάμποσα χρόνια, σε τηλεοπτικό στούντιο, μια συνέντευξή του είχε ξεκινήσει με το συμπέρασμα ότι… «κάποτε είχες πλούσια κώμη». Τα συζητάμε ακόμη και γελάμε. Του προκάλεσε ψυχολογικά. Κι έτσι ακολούθησε πλάνο από εκείνο το τρίποντο στη Ναντ. Τι έβαλες ρε άνθρωπε; Αλλά έμεινε το κλάμα σου.
Θα το καταλάβετε παρακάτω, αυτή η συζήτηση διαφέρει από τις πολλές που έχει κάνει. Μην περιμένετε να διαβάσετε μια ακόμη επανάληψη αυτών που έχει ειπωθεί χιλιάδες φορές, αλλά θα μάθετε τον Μπάνε. Αυτόν που θα μπορούσε να είχε γίνει μαθηματικός. Τον ίδιο που – όπως θυμήθηκε ο Σταύρος – στα ταξίδια του με τον ΠΑΟΚ αγόραζε τον διεθνή Τύπο και εστίαζε στις οικονομικές στήλες. Τον τύπο που όταν περπατάει, το βλέμμα του πάντα ευθυγραμμίζεται, δεν μετράει ποτέ τα πλακάκια. Πολλά μπορείς να καταλάβεις από το περπάτημα ενός ανθρώπου. Ετούτος λατρεύει τις νέες προκλήσεις. Βλέποντας το πρόσωπό του αντιλαμβάνεσαι ότι διακατέχεται από παιδικό ενθουσιασμό. Τώρα για παράδειγμα ασχολείται με το κρυπτονόμισμα. Ως άσχετοι περί του αντικειμένου, χρειαστήκαμε χρόνο για να μπούμε στο κλίμα, χρειάστηκε και η βοήθεια του… Google. Ο Μπάνε διάβασε πολύ για να αποκτήσει γνώση με το αντικείμενο που σήμερα κυριαρχεί στην καθημερινότητά του και το οποίο, θεωρεί ότι, θα αποτελέσει τον επόμενο τρόπο οικονομικών συνδιαλλαγών.
«Πέραν των ομάδων του ΝΒΑ οι οποίες θεωρούνται πρωτοπόρες, σε παγκόσμιο επίπεδο μερικά από τα κορυφαία ποδοσφαιρικά brands όπως η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Ατλέτικο Μαδρίτης δημιούργησαν το δικό τους κρυπτονόμισμα. Συνολικά είναι περισσότερα από 50 franchise’s. Καταρχάς το crypto δεν είναι εταιρία αλλά δημιουργεί μια κοινότητα ανθρώπων. Με το κρυπτονόμισμα ασχολούνται τα μέλη της κοινότητας. Στόχος είναι να αποκτήσει το χρηστικότητα, αναγνωρισιμότητα, εμπορευσιμότητα με σκοπό φυσικά να εισαχθεί σε ανταλλακτήριο για να αποκτήσει αξία. Αυτή τη στιγμή είμαι σε μια ομάδα ανθρώπων, σ’ ένα κρυπτονόμισμα που ονομάζεται «Άθλος» το οποίο θα έχει σχέση με τον αθλητισμό και θα δημιουργεί Fan Token για τις ομάδες».
Γνωρίζεις το περιβάλλον στην Ελλάδα. Ως επί των πλείστων, ο Έλληνας είναι καχύποπτος, υποδέχεται με αρνητισμό ή επιφύλαξη το οτιδήποτε καινούργιο. Μπορεί η ελληνική αθλητική αγορά να απορροφήσει το crypto;
«Αυτό μπορεί να εξελιχθεί σε μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά αν δεις τις ομάδες του εξωτερικού θα αντιληφθείς ότι όλες οι ισχυροί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι έχουν το δικό τους κρυπτονόμισμα. Δεν μπορώ να υπολογίσω το κέρδος τους, σίγουρα όμως είναι κάτι που δεν είχαν. Είναι ένας καινούργιος τρόπος άντλησης εσόδων. Και δεν είναι απλά ένας καινοτόμος τρόπος δημιουργίας εσόδων αλλά και επικοινωνίας με τον φίλαθλο κόσμο σου καθώς επίσης και με τον χορηγό. Έχοντας το δικό σου κρυπτονόμισμα μπορείς να δημιουργήσεις ένα οικονομικό σύστημα γύρω από την ομάδα. Το δέχεσαι εσύ, οι χορηγοί σου, οι φίλαθλοί σου και προχωράς σε ανταλλαγές. Θεωρώ ότι έχει τρομερές δυνατότητες».
Με το crypto μοιάζει ξεπερασμένη η εποχή της αγοράς μετοχών;
«Το crypto δεν έχει καμία σχέση με αγορά μετοχών. Μοναδική ομοιότητα είναι ότι η αξία του κρυπτονομίσματος δημιουργείται αναλόγως της προσφοράς και της ζήτησης. Το crypto δεν έχει διευθύνοντα σύμβουλο, δεν έχει εταιρία, δεν έχει έδρα ή ΑΦΜ. Είναι ένα νόμισμα που έχει τη δική του χρηστικότητα και χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο λόγο. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή στο NBA αρκετοί αθλητές πληρώνονται με το bitcoin. Είναι δεδομένο επίσης ότι μέρος της πληρωμής της μεταγραφής του Μέσι από την Μπαρτσελόνα στην Παρί σεν Ζερμέν πληρώθηκε με το κρυπτονόμισμα της Παρί. Άρα είναι ένας νομιμότατος τρόπος οικονομικής συνδιαλλαγής. Θεωρώ ότι όποια ομάδα δεν το κάνει θα μείνει πίσω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εύκολη η δημιουργία δικού σου κρυπτονομίσματος. Απαιτεί γνώσεις και κυρίως τη δημιουργίας μιας ομάδας με 7-8 διαφορετικά επαγγέλματα. Πρέπει να συστήσεις μια ομάδα με γνώση επί της Block Change τεχνολογίας. Χρειάζεσαι προγραμματιστές υπολογιστών, νομικούς καθώς πρόκειται για διαφορετικό νομικό πλαίσιο, οικονομολόγο, μαρκετίστες γύρω από το crypto κι έναν marketmaker ο οποίος θα ελέγχει την τιμή στο ανταλλακτήριο. Είναι σύνθετο, όμως μπορεί να αποδώσει πάρα πολύ. Ήδη προχώρησα σε σχετικές ενημερώσεις ομάδων του εξωτερικού, το ίδιο θα κάνω και στην Ελλάδα. Το πρώτο πράγμα που ρωτάω είναι αν έχουν ακούσει την Block Change τεχνολογία γιατί αν δεν την έχουν ακούσει πρέπει να τους την εξηγήσω».

«Γιατί να μην δοκιμάσεις κάτι για το οποίο δεν θα βάλεις ούτε ένα ευρώ;»
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την Block Change τεχνολογία και κατ’ επέκταση με το crypto;
«Πριν από ενάμιση χρόνο, όταν είδα την εξέλιξή του, άρχισα να διαβάζω και στη συνέχεια να αγοράζω κρυπτονομίσματα. Στη συνέχεια, ένας φίλος μ’ έβαλε μπροστά, αφού του εξήγησα για την εφαρμογή που μπορεί να έχει στον χώρο του αθλητισμού όπου υπάρχουν πολλές κοινότητες. Θα δούμε που θα πάει. Το καλό σε μας είναι ότι δεν υπάρχει οικονομικό ρίσκο. Μπαίνουμε σε μια συνεργασία, αναλαμβάνουμε όλα τα έξοδα δημιουργίας και πρόσβασης στο ανταλλακτήριο, μοιράζουμε τα Token 50-50 κι εκεί δημιουργούμε οικονομική στρατηγική. Είσαι σε μια ομάδα η οποία δεν είχε αυτό το έσοδο κι έρχεται κάποιος και σου λέει ότι μπορώ να σου δημιουργήσω έσοδο χωρίς να βάλεις ευρώ. Γιατί να μην το δοκιμάσεις;»
Πώς μπορούν να κερδίσουν οι ομάδες αλλά και η κοινότητα;
«Η κοινότητα μπορεί να κερδίσει εφόσον ανέβει η αξία του κρυπτονομίσματος. Οι ομάδες θα κερδίσουν πουλώντας τα crypto γιατί έτσι θα δημιουργήσουν έσοδα και ταυτόχρονα θα αυξηθεί η αξία του. Το ανταλλακτήριο είναι σαν το χρηματιστήριο. Δημιουργείται αγορά κι αυτή φτιάχνεται μέσα από τη ζήτηση. Η ομάδα πουλάει τα token στους φιλάθλους της, σε χορηγούς κι έτσι δημιουργεί έσοδα. Συνολικά, η πορεία κάθε κρυπτονομίσματος διαμορφώνεται αναλόγως της προσφοράς και της ζήτησης. Ισχύουν οι νόμοι της αγοράς. Με ρώτησες πριν για το αν υπάρχει σύγκριση μεταξύ της μετοχής και του crypto. Ας πούμε ότι έχεις αγοράσει μια μετοχή. Τι έχεις στα χέρια σου; Ένα χαρτί. Έχοντας όμως fan token έχεις τη δυνατότητα να μπεις την ίδια στιγμή στο ανταλλακτήριο και να το πουλήσεις. Για παράδειγμα, εγώ έχω token της Λάτσιο και περιμένω να ανέβει. Είναι ένα επενδυτικό προϊόν».
Για τις ελληνικές ομάδες οι οποίες λειτουργούν σε περιορισμένη αγορά, άρα έχουν και συγκεκριμένο ταβάνι εσόδων, θεωρείς ότι είναι μονόδρομος η δημιουργία crypto;
«Θεωρώ ότι είναι λάθος να μη το δοκιμάσεις. Δεν είναι μονόδρομος. Γιατί να μην δοκιμάσεις την Block Change τεχνολογία; Μαζεύεις δεδομένα στα Blocks. Έτσι δημιουργείται μια αλυσίδα η οποία λέγεται Block Change. Μπορεί μια πληροφορία την ίδια στιγμή να είναι σε ένα εκατομμύριο υπολογιστές στον κόσμο. Αυτό δεν χακάρεται. Αυτή η τεχνολογία άλλαξε ακόμη και το πώς δουλεύουν οι τράπεζες γιατί μέσω αυτής δημιουργούνται τα λεγόμενα smart contracts άρα ότι έχει μπει έχει μείνει. Δεν υπάρχει απάτη. Αυτή η τεχνολογία έχει πολλές δυνατότητες και μία από αυτές είναι τα fantoken για τις ομάδες. Βέβαια δεν είναι όλες οι ομάδες στην ίδια θέση. Εξαρτάται από την αναγνωρισιμότητα που έχουν, τον όγκο των φιλάθλων, αλλά και την αξία τους στην αγορά».
«Η γενιά μου δεν ήξερε ότι μπορούσε να βγάλει χρήματα από το μπάσκετ»
Από μικρός ο Μπάνε περνούσε ώρες ατελείωτες μέσα στα κλειστά γυμναστήρια του Βελιγραδίου. Ο πατέρας του, Μίσκο Πρέλεβιτς, έπαιξε μπάσκετ στον Ερυθρό Αστέρα, ομάδα με την οποία έκανε όλα τα βήματα (παιδικό, εφηβικό) μέχρι που σε ηλικία 19 ετών αγωνίστηκε με την πρώτη ομάδα. Σε ηλικία 19 ετών είχε πετύχει 58 πόντους!
Κατέκτησε 1 πρωτάθλημα και 2 κύπελλα Γιουγκοσλαβίας, ενώ to 1983 με την ομάδα κάτω των 17 της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας κατέκτησε την πρώτη θέση και το χρυσό μετάλλιο στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, μαζί με τους Πάσπαλιε, Ζντβοτς, Παβίσεβιτς, Νάκιτς και Πετσάρσκι. Σ’ εκείνο το τουρνουά στα γήπεδα του Τούμπινγκεν και του Λούντβιγκσμπουργκ της Δυτικής Γερμανίας παρούσα ήταν και η Ελλάδα, που έφτασε μέχρι την 4η θέση, αλλά για κακή της τύχη έπεσε πάνω στην τρομερή παρέα των «πλάβι» και ηττήθηκε στον ημιτελικό με 72-67.
Στο δρόμο για την τελική φάση η εθνική παίδων των Παταβούκα, Ελληνιάδη, Γιαννόπουλου, Δημακόπουλου, Μακαρά Δασκαλάκη, υπό τις οδηγίες του Χρήστου Ιορδανίδη, είχε παίξει στο Αρατζέλοβατς της Γιουγκοσλαβίας, όπου κατέκτησε την 2η προνομιούχο θέση. Ηττήθηκε μόνο από την Γιουγκοσλαβία 62-77 και κέρδισε την Βουλγαρία με 63-62 και τη Σκωτία με 117-30!
Πέραν της αγάπης που είχες για τα μαθηματικά στα παιδικά σου χρόνια, θα μπορούσες να φανταστείς αυτή την εξέλιξη του αθλητισμού;
«Ούτε κατά διάνοια. Η γενιά μου άρχισε να ασχολείται με τον αθλητισμό από αγάπη. Δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα εξελισσόταν σε δουλειά. Δεν σκεφτόμασταν έτσι. Ανεξαρτήτως εθνικότητας. Έλληνας, Σέρβος, Αμερικάνος, όλοι όσοι ξεκίνησαν στη δεκαετία του ’70 και πιο πίσω δεν το αντιμετώπισαν ως δουλειά. Τότε δεν έβγαζες χρήματα από αυτό. Τώρα τα παιδιά βλέπουν ότι μέσω του αθλητισμού μπορούν να βγάλουν χρήματα κι αυτό δεν είναι κακό. Έχουν αλλάξει οι εποχές. Πλέον είναι δουλειά. Απλά η γενιά μου δεν γνώριζε ότι θα μπορούσαμε να βγάλουμε χρήματα».
Πάντως από τότε που ήσουν επαγγελματίας αθλητής, στις αποστολές ήσουν με μια ξένη εφημερίδα στο χέρι και διάβαζες τις οικονομικές στήλες. Αυτό ήταν τουλάχιστον σπάνιο για έναν αθλητή πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια…
«Επειδή μου αρέσει να παρακολουθώ τα πράγματα και να μαθαίνω, γι’ αυτό αλλάζω και τις ασχολίες μου κάθε τόσο. Πάντα παρακολουθούσα τα γεγονότα. Ναι, έπαιρνα ξένες εφημερίδες. Ήθελα να ψάχνομαι. Γι’ αυτό πολλές φορές ξεκινούσα κάτι, σε κάποιες περιπτώσεις χωρίς μεγάλη επιτυχία γιατί είχα και αποτυχίες. Δεν με πείραζε. Μετά ξεκινούσα κάτι άλλο και την ίδια στιγμή συντηρούσα το παλιό αν πραγματικά μου άρεσε. Το βασικό κριτήριό μου ήταν και παραμένει να μου αρέσει κάτι και όχι να μου φέρει χρήματα. Προφανώς έχω τη δυνατότητα να το κάνω. Δεν λέω ότι δεν θέλω να βγάλω χρήματα αλλά δεν είναι το βασικό κριτήριο. Μπορεί κάτι να μου αρέσει αρκετά και να έχει προοπτική εξέλιξης σε τρία-τέσσερα. Θα το κάνω».
Και οι κόρες σου ασχολούνται με το ψηφιακό marketing…
«Τα κορίτσια μου έχουν δική τους εταιρία με το The Prelevic, έχουν δικά τους προϊόντα… Είναι πιο έξυπνες και ικανές από εμένα. Ευτυχώς».
Πιστεύεις ότι πρέπει να αλλάζει ο άνθρωπος; Για παράδειγμα, ο Μπάνε Πρέλεβιτς που γνωρίζουμε πάντα καταπιάνεται με κάτι διαφορετικό.
«Πάντα ήμουν της άποψης ότι δεν γίνεται να παραμένεις ο άνθρωπος που ήσουν χθες. Σου λέει ο άλλος, πριν από δέκα χρόνια που μιλούσαμε δεν σκεφτόσουν έτσι. Ευτυχώς. Αν δέκα χρόνια μετά δεν έχω εμπλουτίσει τις γνώσεις μου, δεν έχω αποκτήσει σοφία μέσα από τη ζωή και σκέφτομαι έτσι όπως σκεφτόμουν πριν από δέκα χρόνια σημαίνει ότι απέτυχα. Πρέπει να εξελίσσεσαι. Σήμερα, έχει το μπάσκετ κάποια σχέση με το άθλημα που παιζόταν πριν από δέκα χρόνια; Καμία. Αν ένας προπονητής δεν εξελιχθεί, σύντομα δεν θα έχει θέση στο άθλημα. Έτσι είναι και ο άνθρωπος».

«Εγώ είπα ‘κύριοι φεύγω σ’ έναν χρόνο’ κι έφυγα»
Για πολλούς, ο γεννημένος στις 19 Δεκεμβρίου 1966 στο Βελιγράδι, Μπράνισλαβ -Μπάνε- Πρέλεβιτς, είναι ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας που φόρεσε την «ασπρόμαυρη» φανέλα. Ένα μπασκετικό σύμβολο γύρω από τον οποίο χτίστηκε μια τρομερή ομάδα στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μια ομάδα που στις αρχές του ’90 πρωταγωνίστησε σε Ελλάδα και σε Ευρώπη.
Η παρελθοντολογία είναι κάτι που του αρέσει, δεν ζει με τις αναμνήσεις, ωστόσο καλό θα ήταν να θυμίσουμε το πως προέκυψε ο Μπάνε ένα καλοκαίρι πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια στα μέρη μας.
Ήταν το καλοκαίρι του 1988 όταν η διοίκηση του Νίκου Βεζυρτζή το «κόλπο γκρόσο». Αποκτά τον Πρέλεβιτς από τον Ερυθρό Αστέρα και ξεκινάει τις διαδικασίες για την ελληνοποίηση του. Έρχεται στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του ’88, αλλά για κακή του τύχη το θέμα του θα «κολλήσει», λόγω των εθνικών εκλογών, οπότε έβλεπε τα ματς από την κερκίδα του «Αλεξανδρείου» και… περίμενε. Ο αγώνας του Βεζυρτζή δικαιώθηκε λίγους μήνες μετά, το ελληνικό διαβατήριο εκδόθηκε και ο Μπάνε άρχισε να αγωνίζεται με την ασπρόμαυρη φανέλα και το «7» στην πλάτη.
Θα την βγάλει για πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 1996, για να φορέσει τα ασπρόμαυρα της Κίντερ Μπολόνια, αγωνίστηκε και στον άλλο «Δικέφαλο» του ελληνικού μπάσκετ, την ΑΕΚ, πριν επιστρέψει το 1999 για να κλείσει την καριέρα του στον ΠΑΟΚ.
Επιχείρησε να ακολουθήσει καριέρα προπονητή, ασχολήθηκε με τα μικρά παιδιά δημιουργώντας καλοκαιρινά καμπ στις αρχές του 2000, αλλά γρήγορα κατάλαβε ότι το προπονητηλίκι δεν του ταίριαζε. Διετέλεσε μέλος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ επί διοίκησης Ζαγοράκη και πρόεδρος της ΚΑΕ ΠΑΟΚ μέχρι που πριν από ενάμιση χρόνο αποφάσισε να παραδώσει την σκυτάλη στον Θανάση Χατζόπουλο.
Και μέσα στις αλλαγές που αποφάσισες στη ζωή σου ήταν και η αποχώρηση από τη θέση του προέδρου της ΚΑΕ ΠΑΟΚ.
«Με κούρασε. Κάποια στιγμή σαν πρόεδρος της ομάδας είχα καταλάβει ότι δεν είχα να δώσω κάτι άλλο. Θα μπορούσα να είχα παραμείνει στη θέση μου αλλά δεν θα πρόσφερα το παραμικρό στον σύλλογο αλλά και στον εαυτό μου. Ήταν χάσιμο χρόνου. Γι’ αυτόν τον λόγο ενημέρωσα έναν χρόνο νωρίτερα. Θυμάστε; Είπα ‘κύριοι εγώ σ’ έναν χρόνο φεύγω’. Σε φθείρει η όλη κατάσταση. Ήταν μια ανακύκλωση δίχως όφελος για την ομάδα. Είπα ότι δεν μπορούσα άλλο, είχα φτάσει στο ζενίθ των δυνατοτήτων μου».
Ένα άλλο πράγμα που σε κουράζει είναι η παρελθοντολογία. Γιατί δεν σου αρέσει να εξιστορείς μια παλιά επιτυχία και γενικώς την εποχή που ήσουν σπουδαίος παίκτης;
«Ωραία… Ποιο είναι το όφελος; Από το παρελθόν μαθαίνεις και βάσει των βιωμάτων, προχωράς. Τέλος. Ως εκεί. Συζητώντας συνεχώς για το παρελθόν ουσιαστικά ανακυκλώνεις συναισθήματα και μένεις στο ίδιο σημείο. Δυστυχώς σαν πόλη, η Θεσσαλονίκη, αρρωστημένα θα έλεγα, έχουμε μείνει στο παρελθόν. Μας αρέσει να ζούμε στις παλιές δόξες. Εγώ λοιπόν αρνούμαι να μιλάω για παλιές επιτυχίες. Φτάνει. Αυτά έγιναν στη δεκαετία του ’80 και του ‘90 και είμαστε στο 2022. Για μετρήστε τα χρόνια. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν λέω ότι δεν περάσαμε ωραία, αλλά φτάνει ρε παιδιά. Τα είπαμε χίλιες φορές. Έχεις να μου προτείνεις κάτι καινούργιο; Προτιμώ να πάμε να περπατήσουμε σ’ ένα μέρος στο οποίο δεν έχει ξαναπατήσει το πόδι μου. Πρόσφατα με κάλεσε ένας φίλος να μιλήσουμε στο ραδιόφωνο και του είπα ‘ευχαρίστως αλλά δεν θα μιλήσουμε για τα παλιά».
Εκτός από την ανάγνωση των οικονομικών στηλών των ξένων εφημερίδων, ποια είναι τα χόμπι σου;
«Η μουσική, ο αθλητισμός. Επίσης λατρεύω το περπάτημα. Το ανακάλυψα στη διάρκεια της καραντίνας. Η καραντίνα μου έδωσε χρόνο να ασχοληθώ περισσότερο με τον εαυτό μου. Άρχισα να μαγειρεύω, να πηγαίνω στη λαϊκή».
Νιώθεις ότι σε άλλαξε η καραντίνα; Στον τρόπο σκέψης σου, στις συνήθειές σου;
«Με άλλαξε προς το καλύτερο. Ασχολήθηκα με το σώμα μου και με τον εαυτό μου. Διάβαζα, βρήκα καινούργια ενδιαφέροντα. Έχει σημασία πώς υποδέχεσαι αυτά που σου συμβαίνουν. Αν έχεις αρνητισμό, αρνητικά θα είναι. Το θέμα είναι τι μπορείς να πάρεις. Διάβασα μια συνέντευξη του Μπλατ. Είπε ότι η καλύτερη συμβουλή που του έδωσε ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι ‘πάρε το καλό από το παιχνίδι’».
Σύμφωνοι αλλά ο Ομπράντοβιτς στις δημόσιες τοποθετήσεις του συνήθως εστίαζε στο αρνητικό.
«Άλλο τι κάνει για λόγους τακτικής. Αυτό όμως πρέπει να κάνεις σε κάθε δύσκολη περίοδο. Δεν βγαίνεις από το σπίτι, ωραία, διάβασε κάτι που δεν έχεις διαβάσει. Εγώ άρχισα να πηγαίνω στη λαϊκή κι έκανα φίλους. Έχω έναν Αρειανό ο οποίος μου πουλάει πιπεριές».
Και τι δηλώνεις;
«Δηλώνω φίλαθλος του ΠΑΟΚ. Επαναλαμβάνω δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να ασχοληθώ επαγγελματικά αλλά πρέπει να με τραβήξει. Ένα διαφορετικό project γιατί τα έχω περάσει όλα. Παίκτης, προπονητής, πρόεδρος…».
Αλήθεια, πώς σε φωνάζουν στον δρόμο. Μπάνε ή πρόεδρε;
«Μπάνε. Στη Θεσσαλονίκη το συνηθίζουν το ‘πρόεδρε’ αλλά εγώ δεν γυρνάω. Βέβαια ένας φίλος μου είπε κάποτε ότι στην Ελλάδα αν υπήρξε μια φορά πρόεδρος θα είσαι για πάντα πρόεδρος».
Επειδή πέρασες από κάθε πόστο, ένιωσες και την αμφισβήτηση. Ο Έλληνας εύκολα θεοποιεί και με την ίδια συχνότητα χλευάζει…
«Ο άνθρωπος έχει δύο φόβους. Τον θάνατο και την άποψη του άλλου γι’ αυτόν. Προσωπικά τους έχω ξεπεράσει και τους δύο. Δεν σκέφτομαι τον θάνατο και δεν μ’ ενδιαφέρει τι λέει ο άλλος. Όταν ήμουν πιτσιρικάς μ’ ενδιέφερε τι έλεγε ο άλλος για μένα».
Συνεχίζει ο κόσμος να σε σταματά στον δρόμο;
«Τότε, ως αθλητής, είχα έντονη αναγνωρισμότητα, γι αυτό σου λέω δεν γίνεται να είσαι όπως χθες, καταλαβαίνεις. Σημασία έχει τι πιστεύεις εσύ για τον εαυτό σου. Συνεχίζει να με σταματά ο κόσμος στον δρόμο. Οι νέοι λιγότερο γιατί δεν με ξέρουν. Εκτός αν είναι μαζί με τον πατέρα του κι εκεί του εξηγεί»
Βάζοντας στην ίδια ζυγαριά τη δική σου εποχή και την τωρινή της έκρηξης των social media, ποια θεωρείς καλύτερη;
«Καταρχάς είναι διαφορετικές οι εποχές. Δεύτερον, σήμερα ο αθλητής έχει τη δυνατότητα να εκφράσει την άποψή του. Εμείς δεν την είχαμε. Ακόμη και την αδικία που τη νιώσαμε πολλές φορές, δεν είχαμε τη δυνατότητα να την εκφράσουμε. Σήμερα ανεβάζεις κάτι στον λογαριασμό του στο twitter ή στο Instagram και τέλος. Τότε έπρεπε να το πεις στην εφημερίδα, να φανεί την άλλη μέρα στην εφημερίδα».
Ωραία αλλά έχοντας δραστηριότητα στον λογαριασμό σου στα social media υπάρχουν και κίνδυνοι. Να σε χλευάσουν, να σε βρίζουν, γενικώς δεν υπάρχει μέτρο στις αντιδράσεις.
«Εχω μιλήσει με πολλούς αθλητές. Μου λένε ότι πρέπει να έχεις και haters για να έχεις και περισσότερους followers. Ειδικά αυτοί που βγάζουν χρήματα, μέσα από τη δράση τους στα social media θέλουν από τους followers να μαλώνουν. Κι αν κράξει κάποιος, καλύτερα γι’ αυτούς. Μπαίνουν άλλοι δέκα στη συζήτηση, ακόμη καλύτερα. Έτσι το βλέπουν. Δεν τους ενοχλεί η αρνητική κριτική, αλλά την αντιμετωπίζουν σαν μια ευκαιρία κίνησης των λογαριασμών τους στα social media γιατί πλέον κι αυτό είναι marketing. Ειδικά οι αθλητές του υψηλότερου επιπέδου οι οποίοι βγάζουν πολλά χρήματα μέσα από τα social media. Σε τελική ανάλυση δεν γίνεται να έχεις μόνο αυτούς που σ’ αγαπούν αλλά πρέπει να έχεις και haters για να βγει η επιχείρηση».
Έχεις social media;
«Έκανα Instagram πριν από 2-3 μήνες με πρωτοβουλία των κοριτσιών μου. Σκέφτηκα, για να το λένε αυτές κάτι περισσότερο ξέρουν. Συν τοις άλλοις, μέσω των socialmedia έχεις τη δυνατότητα να μιλήσεις με ανθρώπους που έχεις χρόνια να δεις. Απλά, όπως είπα και νωρίτερα, θα πρέπει να παίρνεις πάντα το καλό. Να μη γίνεσαι σκλάβος. Είναι σαν ένα μπουκάλι καλό κρασί. Πιες 2-3 ποτήρια. Τα παιδιά μας είναι σκλαβωμένα στα social media».

«Ένα γήπεδο είναι πιο σημαντικό από ένα Πρωτάθλημα»
Αφουγκράζεσαι την ανυπομονησία των φίλων του ΠΑΟΚ για την ανέγερση νέου γηπέδου;
«Ποιος δεν θέλει ένα σύγχρονο γήπεδο; Κακά τα ψέματα, έτσι αλλάξει ένα club. Ένα καινούργιο γήπεδο είναι κάτι περισσότερο από ένα Πρωτάθλημα. Γιατί αναβαθμίζεται το club και η ταυτότητά του. Αρκεί σ’ αυτό το νέο γήπεδο να υπάρχουν κανόνες. Έχουμε την τάση συνδυασμού του αγωνιστικού με την οντότητα της ομάδας. Προφανώς το αγωνιστικό έχει τη αξία του αλλά η επιτυχία μιας ομάδας, το χτίσιμο του brand, δεν εξαρτάται μόνο από το αγωνιστικό αλλά και από τις εγκαταστάσεις της, το επίπεδο των υποδομών της».
Έχει γίνει αρκετή κουβέντα για το πού θα πρέπει να γίνει το νέο γήπεδο. Εκεί που βρίσκεται σήμερα το γήπεδο της Τούμπας ή αλλού.
«Δεν έχω άποψη για το αν πρέπει να το φτιάξει στην Τούμπα. Είναι ζήτημα μελέτης και πολλών προϋποθέσεων. Ανυπομονώ όμως σαν φίλαθλος της ομάδας να αποκτήσει ο ΠΑΟΚ νέο γήπεδο».
Είπες ότι ένα club αναβαθμίζεται όταν αποκτά νέο γήπεδο. Αυτό δεν συνέβη με την ομάδα μπάσκετ. Για ποιον λόγο;
«Γιατί η φιλοσοφία δεν άλλαξε ούτε μετά το 2000 και την ειδική εκκαθάριση. Γιατί η λογική ήταν ‘πάμε να φτιάξουμε αυτό που φαίνεται και όχι το club. Στην Ελλάδα οι ομάδες πάσχουν στον τομέα της οργάνωσης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Δεν γίνεται να ασχολείσαι μόνο μ’ αυτό που φαίνεται. Χρειάζεται πλάνο ανάπτυξης, επιμονή στην εφαρμογή του, εξασφαλισμένα έσοδα. Όταν εξαρτάσαι αποκλειστικά από το αποτέλεσμα είτε είσαι club, είτε προπονητής είτε παίκτης σημαίνει ότι δεν έχεις πλάνο ανάπτυξης».

«Είναι τυχαίο ότι ο Γιάννης πήγε κατευθείαν στο ΝΒΑ;»
Μιλώντας για πλάνα ανάπτυξης, λέμε εύκολα ότι πρέπει να εφαρμοστούν λογικές των ομάδων του ΝΒΑ αλλά αυτό μοιάζει ακατόρθωτο στην πράξη. Παρακολουθείς ΝΒΑ;
«Περισσότερο Euroleague. Πράγματι μιλάμε για δύο διαφορετικούς κόσμους. Διαφέρει αρκετά η στόχευση του καθενός. Στην Ευρώπη, ως επί των πλείστων, υπάρχει το αποτέλεσμα. Στο ΝΒΑ μετράει το θέαμα, αυτό που λένε οι Αμερικάνοι… business. Στην Euroleague κάθε επίθεση και άμυνα έχουν την αξία τους. Στο ΝΒΑ απολαμβάνουν το παιχνίδι. Από τον παίκτη έως τον προπονητή. Εκεί είναι show».
Γι’ αυτό σαν προπονητής αποφάσισε πολύ σύντομα να βγάλεις το κουστούμι;
«Δεν μου άρεσε η δουλειά του προπονητή. Τη θεωρώ από τις χειρότερες αλλά και δυσκολότερες. Δεν με κράτησε. Κι επειδή γνωρίζω το επίπεδο δυσκολίας, σέβομαι τους προπονητές. Είναι η πιο δύσκολη δουλειά που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Πίεση, διαχείριση διαφορετικών προσωπικοτήτων και λόγω της λογικής που έχουμε, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του».
Επιστρέφοντας στις αποστάσεις, πόσο μεγάλη είναι αυτή που χωρίζει το ΝΒΑ και την Euroleague σε αγωνιστικό επίπεδο;
«Εξαρτάται από τις ομάδες. Για παράδειγμα, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μπαρτσελόνα μπορούν να αντέξουν το επίπεδο γιατί η Euroleague έχει παρουσιάσει σημαντική πρόοδο στα τελευταία χρόνια».
Και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν πέρασε καν από την Euroleague…
«Είναι αυτό που είπα νωρίτερα. Το πλάνο ανάπτυξης. Στην Ευρώπη δύσκολα θα πάρεις ευκαιρία. Γιατί στην Ελλάδα τον απέκτησε κάποια ομάδα σαν μεταγραφή; Στο ΝΒΑ το μπάσκετ είναι άλλο άθλημα. Έχουν υπομονή, ενισχύουν την επένδυσή τους και πορεύονται βάσει ενός προγράμματος ανάπτυξης σε παίκτες. Από τη βελτίωση της αντίληψης του παιχνιδιού, στη δουλειά που πρέπει να κάνει ένας παίκτης στο σώμα του… Στην Ελλάδα οι νεαροί αν θα παίξουν πέντε λεπτά στο τέλος του αγώνα αναλόγως και της διαφοράς. Ο προπονητής σκέφτεται ότι αν βάλω τον μικρό και χάσω το παιχνίδι είναι πιθανό να απολυθώ. Και δεν τον κατηγορώ, ίσα-ίσα τον σέβομαι. Δεν δίνουμε ευκαιρίες. Άλλη η δομή του ευρωπαϊκού μπάσκετ με αυτή του ΝΒΑ. Εκεί μιλάμε για showbiz. Ένα μοντέλο το οποίο εφαρμόζεται απ’ όλους. Με ευλάβεια. Δεν είναι φοβερό; Ο καλύτερος παίκτης του κόσμου δεν έχει αγωνιστεί στην Ευρώπη παρότι θεωρείται Ευρωπαίος γιατί στην πραγματικότητα ο Γιάννης είχε όλα τα στοιχεία, αλλά δημιουργήθηκε στο ΝΒΑ. Για τους μικρούς, δυστυχώς, δεν υπάρχει χώρος στην Ευρώπη πλην εξαιρέσεων είτε λόγω στρατηγικής των ομάδων, των προπονητών αλλά και των κανονισμών».
Πιστεύεις ότι θα φτάσει στο σημείο να είναι στην ίδια γραμμή με όλους τους σπουδαιότερους στην ιστορία του ΝΒΑ;
«Είναι θέμα χρόνου. Αυτή τη στιγμή ο Γιάννης έχει πετύχει κάτι περισσότερο από τους πολλούς που βάζουν 50 πόντους. Έχει κερδίσει το Πρωτάθλημα και είναι top of the top. Πολλοί μπορούν να τελειώσουν μια σεζόν με μεγάλο μέσο όρο πόντων ή να βάλουν 50 πόντους σε κάποια παιχνίδια. Ο Γιάννης πήρε το Πρωτάθλημα κι αυτό τον βάζει σε ξεχωριστή κατηγορία».