«Παράταιρος ο λόγος ο δυνατός/ μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει» (Γ. Ρίτσος)
Πες το με ποίηση (96ο): «Ώρα- ες»…
-Ν. Καρούζος, «ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΩΡΑ»
«Σε νορβηγική καλύβα ηγεμόνας
οπού μονάζει στη χαλασιά: χειμώνας –
μελαγχολική μελωδία
ποιητής ω ναι ώς την αιθρία
πέφτοντας άνετα στον ύπνο κι αναπνέοντας
υπό το μηδέν τραγωδία.»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τα, Β’, Ίκαρος)
-Νίκος Καρούζος, «Η χρησιμότητα της απειλής»
«Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τα, Β’, Ίκαρος)
-Ο. Ελύτης, [Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας]
α΄
«Με δάδες που ξενύχτησαν μεσ’ στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων
Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες
Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί
Με όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους άθικτες
Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο
Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων
Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!»
(Ο. Ελύτης, Προσανατολισμοί, Ίκαρος)
-Γιάννης Ρίτσος, «Παιδική ώρα»
«Στο πίσω μέρος του κήπου ήταν η ξύλινη σκάλα.
Οι κότες τσιμπούσαν το φρέσκο χορτάρι
σα να ‘σπαγαν κάτι θλιμμένες πράσινες αχτίνες.
Μια πεταλούδα στάθηκε σ’ ένα γυμνό κλαδί
κι άνοιξε διάπλατα τα δυο παθυρόφυλλά της
άσπρα, με βούλες κίτρινες και μια λουρίδα μαύρη.
Ο κηπουρός άφησε κάτω την αξίνα του. Κοίταξε πέρα.
Κι αυτός που γύριζε άεργος, έκλεισε το βιβλίο του,
σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και λόξεψε το βλέμμα
για να κρυφοκοιτάξει απ’ το παράθυρο της πεταλούδας.»
(Φ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)
-Κ. Π. Καβάφης, « Ώραι Μελαγχολίας»
«Οι ευτυχείς την Φύσιν βεβηλούσι.
Της λύπης είναι τέμενος η γη.
Αγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή•
αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι•
και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή.
Ακούω στεναγμούς εν τοις ζεφύροις.
Βλέπω παράπονον επί των ίων.
Αισθάνομαι του ρόδου αλγεινόν τον βίον•
μυστηριώδους λύπης τους λειμώνας πλήρεις•
κ’ εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί.
Τους ευτυχείς οι άνθρωποι τιμώσι.
Και τους υμνούσι ψευδοποιηταί.
Αι πύλαι, πλην, της Φύσεως είναι κλεισταί
εις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι,
γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί.»
(Κ. Π. Καβάφης, Άπαντα ποιητικά, ύψιλον/βιβλία)
-Roque Dalton, «Ώρα της Στάχτης»
«Τελειώνει ο Σεπτέμβρης. Είναι ώρα να σου πω
πόσο δύσκολο ήταν να μην πεθάνω.
Για παράδειγμα, απόψε,
έχω στα χέρια γκρίζα
βιβλία όμορφα που δεν καταλαβαίνω,
δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω
αν και έχει σταματήσει πια η βροχή
και μου έρχεται χωρίς λόγο η θύμηση
του πρώτου σκύλου που αγάπησα παιδί.
Από χτες που έφυγες
υπάρχει υγρασία και κρύο μέχρι και στη μουσική.
Όταν θα πεθάνω,
μονάχα θα θυμούνται την πρωινή και φανερή μου αγαλλίαση,
τη σημαία μου χωρίς δικαίωμα να κουραστεί,
τη συγκεκριμένη αλήθεια που μοίρασα από τη φωτιά,
τη γροθιά που έκανα ομόφωνη
με την κραυγή από πέτρα που απαίτησε η ελπίδα.
Κάνει κρύο χωρίς εσένα. Όταν θα πεθάνω,
όταν θα πεθάνω
θα πουν με καλή πρόθεση
πως δεν ήξερα να κλαίω.
Τώρα βρέχει πάλι.
Ποτέ δεν ήταν τόσο βράδυ στις εφτά παρά τέταρτο
όπως σήμερα.
Έχω επιθυμία να γελάσω
ή να σκοτωθώ.»
(Roque Dalton, ποιήματα, Μτφρ.Γιώργος Μίχος, ποιείν.gr)
-Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, [Πέντε η ώρα που βραδιάζει]
Πέντε η ώρα που βραδιάζει
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει
φέρνει έν΄ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Έτοιμος κι ο κουβάς με τον ασβέστη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Θάνατος τ΄ άλλα, θάνατος μονάχα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Ψηλά παίρνει ο αγέρας τα βαμπάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Το οξείδιο σπέρνει κρύσταλλο και νίκελ
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Παλεύει η περιστέρα με το αγρίμι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Κι η σάρκα μ΄ ένα κέρατο θλιμμένο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Χορδή τυμπάνου αρχίζει να χτυπά
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αρσενικού καμπάνες κι ο καπνός
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Βουβοί συντρόφοι στ΄ άχαρα σοκάκια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Του ταύρου η καρδιά μονάχα ολόρθη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν ο ιδρώτας χιόνι αργά γινόταν
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Όταν η αρένα γέμισε με ιώδιο
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Τ΄ αυγά του στην πληγή άφησε ο θάνατος
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει,
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει.
Μια κάσα από καρούλια το κρεβάτι
πέντε η ώρα που βριαδιάζει.
Σουραύλια ηχούν και κόκαλα στ’ αυτί του
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Στο μέτωπό του ο ταύρος μουγκανίζει
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Η κάμαρα ιριδίζει από αγωνία
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Από μακριά σιμώνει κι όλα η σήψη
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Σάλπιγγα κρίνου στον χλοερό βουβώνα
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Οι πληγές του εκαίγανε σαν ήλιοι
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια
πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει.
Αχ! Τι φριχτά στις πέντε που βραδιάζει.
Ήτανε πέντε σ΄ όλα τα ρολόγια,
ήτανε πέντε κι έπεφτε το βράδυ.
(Φ. Γκ. Λόρκα, απόσπασμα από το «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας», μτφρ. Ν. Γκάτσος)
*Το ποίημα γράφτηκε από το Λόρκα το 1934, με αφορμή το θάνατο του καλύτερου του φίλου, Ignacio Sanchez Mejias σε ταυρομαχία.
12 thoughts on “Πες το με ποίηση (96ο): «Ώρα- ες»…”
1. Απολογισμός
Νύχτωσε. Ώρα πού αναρωτιέται κανείς τι έπραξε στη ζωή του.
Κι οι νεκροί πλάγιασαν και σταύρωσαν τα χέρια, σαν αυτό που
ψάχναν
να το αγγίζουν, επιτέλους, μέσα τους.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
2. Όμως εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω.
Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.
Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα
τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο.
Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια
μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
3. …Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
4. Απ’ τες Eννιά
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή τι τολμηρή ηδονή!
Κ’; επίσης μ’; έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’; έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
5. ΜΙΣΗ ΩΡΑ
Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκολισμός—
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
6. Ώρα σοβαρή
Όποιος, τώρα, κλαίει κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία καμιά κλαίει στον κόσμο,
κλαίει για μένα.
Όποιος, τώρα, γελά κάπου στην νύχτα,
Δίχως αιτία, γελά μέσα στην νύχτα,
Με περιπαίζει.
*
Όποιος τώρα, πορεύεται κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία πορεύεται μέσα στον κόσμο,
Έρχεται σε μένα.
όποιος, τώρα, πεθαίνει κάπου στον κόσμο,
δίχως αιτία πεθαίνει μες στον κόσμο,
με κοιτάζει.
ΡΑΙΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ, Από το Ωρολόγιον
7. ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ
Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα του γυρίσματος από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.
Η καθαρή ώρα για το λάλημα των πετεινών.
Η ώρα που μας απαρνιέται η γη.
Η ώρα των σταγόνων από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα».
Μια άδεια ώρα.
Άχαρη, στείρα.
Απ’ όλες τις ώρες η χειρότερη.
Κανένας δεν είναι στα καλά του στις τέσσερις το πρωί.
Κι αν άσπρα μυρμήγκια νιώθουν ωραία στις τέσσερις το πρωί
— ας συγχαρούμε τα μυρμήγκια. Κι ας γίνει πέντε η ώρα
αν σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.
(Βισλάβα Συμπόρσκα , μτφρ. Βασίλης Καραβίτης)
8. Ο νοητός λύκος
(οι πέντε τελευταίες στροφές)
Του λύκου η ώρα, λένε. Του λοστρόμου.
Χαράζει ώρα λύκου νοητού
σ’ ευχή του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
Η ώρα της πατρίδας. Του αστρονόμου,
που βλέπει κόσμους άσωτου στρατού
να λάμπουν στη σκιά μιας λαιμητόμου.
Του λύκου η ώρα τώρα στη ζωή μας.
Στα πένθη, στη φιλία, στη χαρά.
Σ’ αυτό που δεν αντέχει το κορμί μας
κι όμως τ’ αντέχει Γένος και Φυλή μας.
Τρομοκρατία στρώνει η ομορφιά
να γονατίζει πάντα την ψυχή μας.
Οι πόλεις μοιάζουν με μηχανουργεία
που αλέθουν τις ψυχές πριν τρελαθούν.
Τι παρελθόν να σώσεις με μαγεία;
Του λύκου η ώρα είναι ομολογία
πως δήθεν τα κορμιά θα λυτρωθούν.
Σαν επιτάφιοι μέσα σε σφαγεία.
Ο νοητός ο λύκος είναι ο χρόνος.
Των αισθημάτων πάντα κηπουρός.
Ο έφεδρος της λύπης δολοφόνος.
Ο νοητός ο λύκος είναι Κρόνος.
Στα μέγαρα της νύχτας θυρωρός.
Του στέμματος των όρκων πατροκτόνος.
Και Κάτω Κόσμος είναι πάντα η Σμύρνη.
Πλαστήρας, Βενιζέλος. Το Γουδί.
Στο αίμα η Βασιλεύουσα. Κοφίνι
με τ’ άπλυτα της Γης. Το κομποσκοίνι.
Ο αυτοκράτωρ πίσω από το ναδίρ.
Ο Σολωμός κι ο Κάλβος. Η Σελήνη
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
9. XLII
Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.
Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του
F e r n a n d o P e s s o a (1888-1935) Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, [Fernando Pessoa, Ποιήματα, εισαγωγή-μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης, εκδόσεις Printa: Ποίηση για Πάντα, 2007.]
10.
…την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ’ ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια —
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, απόσπασμα
11. Η ώρα των ποιμένων (απόσπασμα)
Στον Στρατή Τσίρκα
Ήταν ωραία εκεί στην επαρχία – μια βαθειά λησμοσύνη. Είχαν αρχίσει
ατέλειωτες βροχές, τα χωράφια μαλάκωναν, μουσκεύαν τα δέντρα,
μικρά σαλιγκάρια σεργιανούσανε στους μέσα τοίχους
αφήνοντας πίσω τους μιαν ασημένια γραμμή καθώς μένει
μετά τον πόνο μια κλωστή σάλιο πλάι στο στόμα του κοιμισμένου.
Ο μπάρμπα-Λάμπης
χαμογελούσε απόμακρα. Ένα ελάχιστο πράσινο φύλλο
κρυβόταν μέσα στα γένια του, με κάποια πονηρή τρυφερότητα.
Ίσως αυτός κάτι πιότερο νάξερε, ίσως νάχε συμφωνήσει
μ’ εκείνη τη σκιά πούβγαινε κάπως πλάγια απ’ την πόρτα μόλις άναβαν τη λάμπα
ή μόλις κάποιος έλεγε σιγά, μα καθαρά, «θυμάμαι».
Τίποτα δε μεσολαβούσε απ’ την μιαν ώρα στην άλλη,
απ’ τη σιωπή στη φωνή. Μονάχα ο ήχος τής βροντής ομοιόμορφος,
δίκαιος, ισοπεδωτικός (γι αυτούς που λείπουν και γι’ αυτούς που μένουν) –
μεγάλη, υδάτινη πολιορκία, ασφαλίζοντας
τη ζωή μέσα στα σπίτια. Μια τεράστια ησυχία
κατέβαινε απ’ τα σύννεφα. Οι εσπερινές καμπάνες
δεν ακουγόταν διόλου σχεδόν. Τα χρώματα σβήναν
κίτρινα, καστανά, σταχτιά, και κάποια ιδέα μενεξεδένιο,
στίγματα σκόρπια, εκεί που λήγει η αμφιβολία. Η Μαρία
κρατούσε πάντα τη θέση της μες στην τραπεζαρία ή στα μέσα δωμάτια
με το μαύρο της φόρεμα -πιο αθόρυβη τώρα-
ένα χέρι χλωμό με την τσιμπίδα που αναδεύει τα κάρβουνα
μες στο μεγάλο πανάρχαιο μπρούντζινο μαγκάλι ή ετοιμάζει
τα γλυκά στην κουζίνα δίχως ν’ ακούγεται κρότος
από μαχαίρια, κουτάλια, ποτήρια, χαλκώματα
ή μυρωδιά από μέλι, ζάχαρη, μοσχοκάρφι, κανέλα.
Γιάννης Ρίτσος, [Από τη σειρά Η ώρα των ποιμένων (1962-1971)]
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Δ’ Τόμος] (1978)
Λίγνεψαν οι ώρες, Βιολάρης
12. ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Στο ημερολόγιο γράψαμε: «Κυκλών και καταιγίς».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.
Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.
Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.
Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
Συχώρεσέ με… Κάποτες όπου ‘χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.
Συχώρεσέ με… Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ’ την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ’ την αισχρήν δουλειά της.
Κι ακόμα, Κύριε… ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική…)
κοιμήθηκα μ’ έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.
Κύριε… ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει…
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει…
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Γαλάνη Δήμητρα – Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
13. ΩΡΑ ΚΑΛΗ
Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή
Που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί
Ν’ ακούσω το τραγούδι σας, καθώς περνάτε.
Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό
Ξυπόλητοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό
Κι ήταν το ρέμα δυνατό κι η θυμωμένη λάμια
Είχε ριγμένα στο βυθό κοπανισμένα τζάμια
Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή.
Κεντώ στο μισοσκόταδο έναν ήλιο για κονκάρδα,
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί
Απόψε που σταυρώνεται σαν το Χριστό η Ελλάδα.
ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ (Δημοσιεύτηκαν στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 39, Μάρτης 1958, σελ. 123)
13. Ο γλάρος
Ώρα καλή στου απείρου την καρδία
γλάρε µου βραδινέ πού φεύγεις πλοίο,
µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις συ… Εγώ εκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι και πονώ
µια καµαρούλα αδέλφι µου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χώμα δω πού βρέθηκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς)
σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
-Γιάννης Ρίτσος, «Ώρα σελήνης»
«Μεγάλο φως της θερινής σελήνης, διάφανη ευγένεια,
διαλύοντας το σκληρό κόκκο της ύστατης αντίστασης. Τα σπίτια
με τα ήσυχα φώτα τους πίσω απ’ τα δέντρα. Μόνη η ανυπαρξία
υπάρχει, ρέει, ακούγεται μαζί με το μικρό ρυάκι
που ποτίζει εδώ πλάι τον μαϊντανό, τα φασολάκια, τις ντομάτες,»
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)
-Τίτος Πατρίκιος, «Η ώρα που πρέπει»
«Ακόμα δε μιλήσαμε καθαρά
μα κάποτε θα τα πούμε
έξω απ’ τα δόντια.
Φτάνει μονάχα να μην είναι
κατόπιν εορτής.»
(Τ. Πατρίκιος, Ποιήματα II, 1953 -1959, Κέδρος)
-Charles Baudelaire, «Η ώρα»
«Οι Κινέζοι διαβάζουν την ώρα μέσα στα μάτια των γά¬των. Μια μέρα, ένας μισθοφόρος που έκανε τη βόλτα του στα περίχωρα του Νάνκινγκ, διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το ρο¬λόι του και ρώτησε ένα αγόρι τι ώρα ήταν. Ο αλητάκος της Ουράνιας Αυτοκρατορίας δίστασε αρχικά, κατόπιν, όμως, θυμήθηκε κάτι, και απάντησε στον μισθοφόρο: «Θα σας πω αμέσως».
Λίγες στιγμές αργότερα, εμφανίστηκε κρατώντας στα χέρια του μια μεγάλη, χοντρή γάτα και, κοιτώντας το ασπράδι των ματιών της, διαβεβαίωσε τον άνθρωπο χωρίς δισταγμό: «Είναι λίγο πριν από το μεσημέρι, κύριε». Πράγμα απολύτως σωστό.
Αλλά κι εγώ, όταν γέρνω πάνω στην ωραία Φελίν*, που τόσο εύστοχα της δώσαν αυτό το όνομα, στη Φελίν που τιμά το φύλο της και που είναι για μένα η περηφάνια της καρδιάς μου κι η ευωδιά της ψυχής μου, τότε βλέπω, είτε είναι νύχτα, είτε μέρα, στο πιο λαμπρό φως ή στην πυκνότερη σκιά, βλέπω πεντακάθαρα στο βάθος των αξιολάτρευτων ματιών της τον χρόνο, τον ίδιο πάντα: έναν χρόνο μακρινό, γιορταστικό, μεγάλο σαν το κενό, χωρίς διαίρεση σε λεπτά και δευτερόλεπτα – έναν ακίνητο χρόνο, που δεν έχει ώρα κι όμως είναι ανάλαφρος σαν στεναγμός και φευγαλέος σαν ένα βλέμμα. και αν κάποιος ενοχλητικός άνθρωπος ερχόταν να με ταράξει την ώρα που το βλέμμα μου ήταν προσηλωμένο στο χαριτωμένο αυτό ρολόι, αν κάποια ανυπόμονη ψυχή με ρωτούσε: «Μα, τι ψάχνεις μες στα μάτια αυτού του πλάσματος; Μήπως τον χρόνο, σπάταλε και αργόσχολε θνητέ;», θα του απαντούσα χωρίς δισταγμό: «Ναι, τον χρόνο! Την αιωνιότητα!»Αχ, πείτε μου, μαντάμ, δεν είναι τούτο ‘δω ένα αληθινά αντάξιο σας ποιηματάκι; Μου ‘κανε τόσο μεγάλη χαρά να κεντήσω αυτή την κομψή κολακεία, που δεν περιμένω από σας καμίαν ανταπόδοση.»
* (ΣτΜ) Φελίν: όνομα γυναίκας που σημαίνει «αίλουρος».
(Aπό την ανθολογία “Άνθρωποι και γάτες’, Μετάφραση Γιούλη Τσίρου, Το Ποντίκι, 2006)
Χάθηκαν οι ώρες
Ώρα την ώρα καρτερώ
κι οι ώρες γίναν χρόνια,
τα χρόνια στήσανε χορό
και πρόφτασαν τα χιόνια,
τα χρόνια στήσανε χορό
και πρόφτασαν τα χιόνια.
Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα απελπισμένη να ψάχνω ποιήματα για την «ώρα» και τα συμπαρομαρτούντα της και ξαφνικά βρήκα μερικά πολύ ενδιαφέροντα.
1. Η ώρα
Αυτή είναι η ώρα: η μουσική δεν μπορεί
κι η λέξη είναι απρόθυμη. Η σκοτεινή γραμμή του τίποτα
σχεδιασμένη απ’ την αναπνοή δείχνει πεινασμένα
πως χρειάζεται όλη η πραγματικότητα
για να γίνει πράξη η εικόνα.
Αρχίζει να βρέχει. Το κόκκινο ξεθωριάζει απ’ τις ντάλιες.
Ο δολοφόνος πλένει τα χέρια του στην πηγή.
—Βλαντίμιρ Χόλαν—
Μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης
Το ρολόι, Γιώργος Ρωμανός
2. ΚΡΙΣΙΜΗ ΩΡΑ
Και πόσο θα κρατήσει ακόμα
η αναπνοή σου
κάτω απ’ το νερό;
Βέβαια,
ωραίος ο βυθός,
οι μυστικές λάμψεις,
ψαριών, φυτών, μετάλλων,
ναυαγισμένων θησαυρών.
Ώρα ν’ ανέβεις πάλι
γιατί σε λίγο
μπορεί
να σε καταβροχθίσει
το περίπλοκο δάσος
που ανακάλυψες
των μαργαριταριών
και των κοραλιών.
Αθήνα, 26.4.86
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Ενυδρείον». Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τχ. 23, Μάιος – Ιούνιος 2014, σελ. 278.
ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΡΟΛΟΙ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΙΤΖΗΣ
3. Άσμα των ωρών
Με σκοτεινά βλέμματα κοιτάζονται οι εραστές
Οι ξανθοί, οι αστραφτεροί. Μέσα σε αλύγιστο σκοτάδι,
Αδύναμα από τον πόθο αγκαλιάζονται τα μπράτσα.
Πορφυρό συντρίφτηκε το στόμα των ευλογημένων. Τα
Στρογγυλά μάτια
Αντανακλούν το σκούρο χρυσάφι του ανοιξιάτικου
Δειλινού,
Την εσχατιά και την μαυρίλα του δάσους, φόβους εσπερινούς
Στο πράσινο,
Ίσως ένα ανομολόγητο πέταγμα πουλιών, το μονοπάτι
ενός αγέννητου μέσα από σκοτεινά χωριά προς καλοκαίρια μοναχικά.
Και από ξέθωρη γαλανότητα, ξέπνοο προβάλλει πότε-πότε ένα σώμα.
Το κίτρινο σιτάρι θροΐζει ανάλαφρα στο χωράφι.
Σκληρή είναι η ζωή και ατσάλινο δρεπάνι
Κραδαίνει ο γεωργός,
Μεγάλα δοκάρια συνταιριάζει ο μαραγκός.
Το φθινόπωρο βάφονται πορφυρές οι φυλλωσιές· το
Μοναστικό πνεύμα
Περιδιαβαίνει ημέρες ιλαρές· το σταφύλι ωριμάζει
Και γιορτινός άνεμος φυσάει στις αυλές.
Γλυκύτερα ευωδιάζουν οι κιτρινισμένοι καρποί· σιγανό είναι το γέλιο
Του μακάριου, μουσική και χορός
Στα σκιερά καπηλειά·
Βήμα και σιωπή του πεθαμένου αγοριού στου κήπου το θαμπόφωτο.
—Γκέοργκ Τρακλ—
Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου
Τα ρολόγια, Νίκος Κούρκουλος
4. μια ώρα αρχύτερα
Θυμάσαι τότε στο πάρκο ξημερώματα
που είδαμε τις έγκυες να περπατούν
πιασμένες χέρι χέρι,
μ’ ένα σάπιο καρβέλι ψωμί
η καθεμιά στην άδεια τους παλάμη;
Εμείς καθόμασταν κάτω στα φύλλα τα ξερά,
τα κόκκινα του φθινοπώρου αποφάγια,
τρίβαμε τα στομάχια μας
γιατί μας είχαν πει πως κάθε ανθρώπινη ανάγκη
ικανοποιείται μ’ ένα παραπλανητικό
υποκατάστατο άγγιγμα.
Μάταια, ακόμα ένα ψέμα, μονάχα μυρμήγκια
κυλούσαν από τους αφαλούς μας.
Τα δόντια μας ερμητικά σφιχτά,
δαγκώνανε τη γλώσσα κι αίμα πότιζαν τα χείλη
μην τυχόν και ξεχυθεί ο βούρκος απ’ το στόμα μας.
Μην τυχόν και πεις τίποτα για τις γυναίκες
πόσο όμορφες σαν το φθινόπωρο ήταν,
πόσο άπιαστες σαν την άνοιξη.
Μην τυχόν και με ρωτήσεις πού πάνε;
και σου απαντήσω: μα στο νεκροταφείο, φυσικά.
Για να γεννήσουν.
(Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Ανεκπλήρωτοι φόβοι)
Μοίρες, (Την ώρα που γεννιόμουνα)- Τσανακλίδου
-Άννα Αχμάτοβα, [Ώρες βραδινές…]
«Ώρες βραδινές μπροστά απ’ το τραπέζι
Αδιόρθωτα λευκή η σελίδα με κοιτά.
Η μιμόζα Νίκαια και ζεστασιά μοιράζει,
Στο φεγγαρόφωτο πουλί μεγάλο φτερουγά.
Και τις κοτσίδες μου πλέκοντας σταθερά,
Σάμπως να μη γίνεται αύριο δίχως αυτές.
Κοιτάζω απ’ το παράθυρο με δίχως θλίψη πια
Ης θάλασσας, τις αμμουδερές πλαγιές.
Τι εξουσία έχει ο άνθρωπος, ωστόσο,
Που ούτε τρυφερότητα δε θέλει!
Δεν μπορώ τα βλέφαρά μου να σηκώσω
Τ’ όνομά μου όταν προφέρει.»
(Καλοκαίρι 1913)
(Ρώσοι ποιητές του 20ου αιώνα, μτφ. Γ Μολέσκης, Μεσόγειος)
-Andrienne Rich, «Γιατί άλλο απ’ το να προλάβω αυτή την ώρα»
«Γιατί άλλο απ’ το να προλάβω αυτή την ώρα έμεινα
μακριά απ’ του μεσημεριού τον ήλιο, απ’ τη βροχή,
μόνο σε βάθη οικεία κολύμπησα, δεν έπαιξα
ποτέ το επικίνδυνο χαρτί;
Δεκατεσσάρων φίλων ακολούθησα το ξόδι
κάποια ξαδέλφια μου μαράθηκαν σαν με είδαν.
Του νέου χρόνου την καμπάνα άκουσα να χτυπάει
Κι έκλεισα τα παντζούρια μου σφιχτά στη νύχτα.
Η χρεωκοπία έπεσε σ’ άλλους σαν αγιάζι
σπαταλώντας τη ζωή, λυγίσανε και φύγανε σκαστοί.
Δεν τους εμάλωσα με ό, τι είχα μάθει:
Απ’ το φτωχοκομείο των νεκρών γελαστή.
Είμαι όποιος ξεπέρασε το θάνατο σε πόνο
εξοικονόμησα τις εποχές μου με πονηριά και κόπο
τώρα αίμα φτύνω κάθε ανάσα κάθε στιγμή
κι είμαι τόσο με χρόνια γιομάτη που δεν ξέρω πια το λόγο.»
(Σύγχρονοι Αμερικάνοι ποιητές, μτφ. Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, ύψιλον/βιβλία)
…Ώρα να πηγαίνω,
δεν έχω άλλο στήθος.
[Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα» – Τόμος Α’ (1961-1978), εκδόσεις Ίκαρος]
Τα λόγια του Σωκράτη (διά του Πλάτωνος) από τα γυμνασιακά χρόνια παραμένουν αποφθεγματικά.
…ὥρα ἀπιέναι,
ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις·
ὁπότεροι δὲ ἡμῶν
ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα,
ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢτῷ θεῷ.
…είναι ώρα να φύγουμε,
εγώ να πεθάνω κι εσείς να ζήσετε.
Ποιοι από μας πηγαίνουν στο καλύτερο,
δεν το γνωρίζει κανείς παρά μόνο ο θεός.
ΠΛΑΤΩΝ, ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
-Και τώρα τα δικά μου:
-Ν. Καρούζος, «Η σιγή νοστιμεύει τις ώρες»
«Καλημέρα σας, η διαφάνεια των φρούτων.
Αν θέλεις η γαμήλια ματιά στο κύμα της θαλάσσης.
Κινητή μουσική που σπαράσσει τη νυχτοφρένεια
χαρίνει τους πεύκους ανάμεσα στις ηλιαχτίδες
ίσως εκεί στου πρωινού το ωρίμασμα ίσως πιο πάνω
στο πανάθλιο μεσημέρι καθώς
περιστρέφεται γοερά στη ράχη φανατικού ελικόπτερου
η έκπαγλη αμνοθεΐα.»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)
-Γουάλλας Στήβενς, «Απογοήτευση στις δέκα η ώρα»
«Τα σπίτια στοίχειωσαν
Με άσπρα νυχτικά.
Κανένα δεν είναι άσπρο
Μήτε κόκκινο με πράσινες ρίγες
Μήτε πράσινο με κίτρινες ρίγες
Μήτε κίτρινο με θαλασσιές ρίγες.
Κανένα δεν σαστίζει
Με δαντελένιες κάλτσες
και ζώνες υφαντές.
Οι άνθρωποι δεν πρόκειται να ονειρευτούν
πιθήκους και πανσέδες.
Μονάχα εδώ κι εκεί κάποιος γεροναύτης
που κοιμάται μεθυσμένος με τις μπότες του
πιάνει τίγρεις
με κόκκινο καιρό.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)
Αέρας σκουριασμένος φυσάει στο δωμάτιο
απ’ τη μεριά παλιάς πληγής.
Δαγκάνει ο τρόμος το μυαλό
και ναυαγός στον ίλιγγο
ζάλη τη ζάλη
σε λαμαρίνες και ξερόκλαδα σκοντάφτω.
Ποιος λέει πως μελαγχόλησα;
Σε μια αποθήκη γυαλικών
κλειδώθηκαν τα χρόνια μου.
Κορίτσια απαρηγόρητα
φορούνε τις κουρτίνες νυφικό.
Οι νεραϊδούλες νόσησαν
και βήχουν ασταμάτητα
κι όσο να πεις
μια άλλη οικειότητα
θεριεύει στο σκοτάδι.
Ποιος λέει πως μελαγχόλησα;
Υποδειγματικά εξέτισα
όποιο κενό μού αναλογεί.
Μόνο λίγο ξαφνιάστηκα.
Τόσα σωσίβια, τόση εγκαρτέρηση
κι απ’ ώρα σ’ ώρα
η στάθμη του νερού να εξαντλείται.
-Κλέιτος Κύρου, «ΩΡΑ ΒΟΥΒΗ»
Στάχτη στα πόδια, στάχτη στα μαλλιά
Και της Ραχήλ αντιλαλούν οι θρήνοι
Μαύρες χλαμύδες φόρεσαν οι κρίνοι
Κι ατέλειωτα ανεβαίνουμε σκαλιά.
Μας δολοφόνησαν τις Εποχές
Και τις κρεμάσαν σʼ ένα κυπαρίσσι.
Τη θλίψη μας ποιος θα την ιστορήσει,
Που να γυρνούν οι πρώτες μας ιαχές;
Στον ύπνο μας φωλιάζει ολονυχτίς
Αλλάζοντας μορφές ο μανδραγόρας,
Κι από τα χέρια φεύγουν της Πανδώρας
Τα στυγερά λεπίδια της οργής.
Στις φλέβες στάχτη, στάχτη στα μαλλιά
Κι η ώρα της απόφασης σιμώνει.
Ερωτηματικό σκληρό μας ζώνει
Που όσο πάει γίνεται θηλιά.
(Κλ. Κύρου, Εν όλω συγκομιδή, ΑΓΡΑ)