Θανατηφόρα παγίδα… οδηγών το μοντέλο της Uber — Τα θύματα του νομισματικού πολέμου

«Έκαψε» δισ.δολάρια των επενδυτών της, παρουσιάζοντας επί χρόνια μεγάλες ζημιές, προκειμένου να προσελκύσει πελάτες, οδηγούς, οχήματα και επιρροή ● Ο αιφνιδιασμός, η ταχύτητα εισβολής, η πρόκληση χάους και το γκρέμισμα των πυλώνων μιας αγοράς αποτέλεσαν βασικά στοιχεία της στρατηγικής που ακολούθησε η γνωστή αμερικανική ψηφιακή πλατφόρμα για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς, στην προσπάθειά της να κατακτήσει τον κόσμο, ξεφορτώνοντας στις πλάτες των εργαζομένων το κόστος και τους κινδύνους της παροχής υπηρεσίας μεταφοράς.

Νταή που μπουκάρει αιφνιδιαστικά στο σαλούν και τα κάνει όλα λίμπα προκειμένου να επιβάλει τη δική του «νέα τάξη πραγμάτων» -λαδώνοντας μάλιστα, αν χρειαστεί, τον σερίφη- θύμισαν οι περί Uber αποκαλύψεις αυτής της εβδομάδας.

Τα Uber Files, τα 124.000 εμπιστευτικά έγγραφα που έφερε στο φως της δημοσιότητας ο βρετανικός Guardian, η γαλλική Le Μonde και τα άλλα διεθνή ΜΜΕ έδειξαν ότι ο αιφνιδιασμός, η ταχύτητα εισβολής, η πρόκληση χάους και το γκρέμισμα των πυλώνων μιας αγοράς αποτέλεσαν βασικά στοιχεία της στρατηγικής που ακολούθησε η γνωστή αμερικανική ηλεκτρονική πλατφόρμα διαμεσολάβησης για την παροχή υπηρεσιών μεταφοράς στην προσπάθειά της να κατακτήσει τον κόσμο.

Υπό την πίεση των επενδυτών -που έβαλαν δισεκατομμύρια δολάρια για την πραγμάτωση της καινοτόμου ιδέας, απαιτώντας γρήγορα κέρδη και ανάπτυξη τύπου «hockey stick» (αιφνιδιαστική και ραγδαία, δηλαδή όπως ακριβώς η γραμμή του σχήματος ενός μπαστουνιού χόκεϊ), τα αφεντικά της Uber δεν δίστασαν ακόμη και να παραβιάσουν τον νόμο προκειμένου να εξαπλωθούν.

Γνήσιοι εκπρόσωποι του καπιταλισμού-macho, που ρίζωσε στη Σίλικον Βάλεϊ στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, προέβησαν σε μια άκρως επιθετική στρατηγική επέκτασης, πρωταρχικός στόχος της οποίας ήταν όχι η δημιουργία, αλλά η καταστροφή ανταγωνιστών, νομοθεσιών και κανονιστικών πλαισίων που ενοχλούσαν.

Η Uber δεν δίστασε να «κάψει» δισ. δολάρια από αυτά που της εμπιστεύτηκαν οι επενδυτές -εμφανίζοντας επί χρόνια μεγάλες ζημιές- προκειμένου να προσελκύσει πελάτες, οδηγούς, οχήματα, αλλά και για να στήσει μια τεράστια μηχανή επιρροής, βασικά γρανάζια της οποίας ήταν πολιτικοί πρώτης κλάσης όπως ο Εμάνουελ Μακρόν και η πρώην επίτροπος Νέλι Κρους, βαρόνοι των μίντια όπως ο Γερμανός Αλεξ Σπρίνγκερ των Bild και Die Welt και αστέρες της ακαδημαϊκής κοινότητας όπως οι Γάλλοι οικονομολόγοι Augustin Landier και David Thesmar που έγραφαν γι’ αυτήν κατά παραγγελία μελέτες. (βλ. σχετικά «Εφ.Συν.» 12/7/2022 «Παγκόσμιο σκάνδαλο με πλοκάμια σε 40 χώρες» και 13/7/2022 «Ακαδημαϊκοί και μιντιάρχες στη “μηχανή επιρροής”»)

Πολιτική ελίτ, μίντια και ακαδημαϊκή κοινότητα -αυτό το σάπιο και με θρησκευτική ευλάβεια προσηλωμένο στην «ελεύθερη αγορά» νεοφιλελεύθερο τρίγωνο της εξουσίας- αγκάλιασε με θέρμη το «έξυπνο» μοντέλο εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας που εισήγαγε η Uber και οι άλλες εταιρείες της gig economy.

Από την ίδρυσή της, η Uber κίνησε θεούς και δαίμονες προκειμένου οι οδηγοί της να εκληφθούν ως συνεργάτες, ως ανεξάρτητοι εργολήπτες αντί για εργαζόμενοι και υπάλληλοί της. Στο πλαίσιο αυτό επέμεινε να αυτοπροσδιορίζεται ως εταιρεία υψηλής τεχνολογίας αντί για πάροχο υπηρεσιών μεταφοράς. Πάνω σε αυτήν τη διάκριση άπλωσε το μοντέλο της ξεφορτώνοντας στις πλάτες των εργαζομένων το κόστος και τους κινδύνους της παροχής μιας υπηρεσίας μεταφοράς. Για να τους δελεάσει και να τους φέρει στην πλατφόρμα της ακολούθησε αρχικά μια απίστευτα επιθετική πολιτική επιδοτήσεων.

Το πόσο γενναίες ήταν αυτές επιδοτήσεις που πρόσφερε στους οδηγούς αποκαλύπτεται στα στοιχεία που διέρρευσαν από μια παρουσίαση σε συνάντηση στελεχών στα ευρωπαϊκά γραφεία της Uber στο Αμστερνταμ, τον Ιανουάριο του 2015. Σύμφωνα με αυτά, τον Οκτώβριο του 2014 η ωριαία επιδότηση που η Uber πρόσφερε στους οδηγούς της στη Μαδρίτη άγγιζε τα 17,50 δολάρια, σχεδόν διπλάσια της τιμής που χρέωνε στους πελάτες της για τη διαδρομή μιας ώρας (9,10 δολάρια). Στο Βερολίνο, η αντίστοιχη επιδότηση που κατέβαλλε στους οδηγούς έφτανε τα 10,20 δολάρια την ώρα, όταν ο μικτός ωριαίος ναύλος που χρέωνε ήταν μόλις 2,20 δολάρια.

Περικοπές

Οπως επί λέξει σημείωνε η παρουσίαση, η Uber «έκαιγε μετρητά» για να «αγοράσει έσοδα». Με άλλα λόγια, έχοντας «κάβα» τα δισεκατομμύρια των επενδυτών της η Uber πουλούσε για αρκετό καιρό χαμηλότερα του κόστους, καταγράφοντας ζημιές, με στόχο να δημιουργήσει πηγές εσόδων από τους ταξιτζήδες που έβγαιναν στο περιθώριο μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό.

Στη συγκεκριμένη συνάντηση του Αμστερνταμ ένα ανώτερο στέλεχος της Uber μίλησε όμως και για «κάψιμο του καψίματος» -δηλαδή τη μείωση των επιδοτήσεων που αποτελούσε το αμέσως επόμενο κομμάτι της στρατηγικής.

Στο Παρίσι, όπου λειτούργησε για κάποια περίοδο, η Uber περιέκοψε την επιδότησή της προς τους εκεί οδηγούς της σε μόλις 10 σεντς την ώρα, όταν τα ωριαία έσοδά της από μία διαδρομή άγγιζαν τα 23,40 δολάρια, ενώ στο Κέιπ Τάουν της Νότιας Αφρικής το «κάψιμο του καψίματος» σήμαινε μηδενισμό της επιδότησης από τα 4 δολάρια την ώρα που προσέφερε αρχικά.

Το πόσο επώδυνο αποδείχτηκε αυτό το «κάψιμο» για τους οδηγούς που εμπιστεύτηκαν την Uber αποτυπώνεται στην ιστορία του Νοτιοαφρικανού Ντέρεκ Ονγκανσι. Επηρεασμένος από τις δελεαστικές αρχικές παρουσιάσεις της Uber αποφάσισε να επενδύσει σε τρία οχήματα το 2014 με στόχο να γίνει επιχειρηματίας-οδηγός στο Κέιπ Τάουν. Τον πρώτο χρόνο, όπως λέει, έβγαζε «φανταστικά λεφτά», έως και 290 δολάρια την ημέρα.

Το δεύτερο χρόνο όμως η Uber άρχισε αποσύρει σταδιακά κάποιες από τις επιδοτήσεις ενώ στη συνέχεια εισήγαγε μια νέα υπηρεσία πληρωμής που πρόσφερε κλάσματα του ναύλου ως πληρωμή και αύξησε την προμήθειά της. «Τότε», όπως λέει, «αρχίσαμε όλοι να καταρρέουμε…. Η Uber μας πήγαινε βόλτα».

Τον τρίτο χρόνο ο Ονγκάνσι κατέληξε να βάζει στην τσέπη μόλις το 1/3 όσων κέρδιζε τον πρώτο χρόνο. Μετά την αφαίρεση των εξόδων -αύσιμα, ασφάλιση, συντήρηση αυτοκινήτου, τηλέφωνο κ.ά.- υπολογίζει ότι η αμοιβή του αρκετές φορές είναι μικρότερη του ενός δολαρίου την ώρα.

Οπου πάντως οι οδηγοί αντέδρασαν σε αυτό το ψαλίδισμα των αμοιβών τους -όπως για π.χ. στην Ιταλία όπου υπήρξε κάποια στιγμή μαζική αποσύνδεση από την πλατφόρμα- η Uber επανέφερε για λίγο καιρό τις υψηλές επιδοτήσεις «καίγοντας χρήμα» προκειμένου να επαναφέρει την επιθυμητή «ρευστότητα» οδηγών και να μη χάσει επιβάτες.

Αυτή η χρήση της δυναμικής τιμολόγησης για τη χειραγώγηση των αποφάσεων των εργαζομένων σχετικά με το πότε, πού και πόσο καιρό θα εργάζονται και το πόσοι εξ αυτών θα βρίσκονται σε μια περιοχή, βρίσκεται στον πυρήνα του επιχειρηματικού μοντέλου της Uber.

Με το κόστος των καυσίμων να εκτινάσσεται στα ύψη αρκετοί οδηγοί νιώθουν πλέον ότι δεν είναι πλέον ελεγχόμενοι στην εργασία τους από την εταιρεία αλλά και παγιδευμένοι. Αρκετοί εξ αυτών δανείστηκαν για αγοράσουν αυτοκίνητα σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Uber προσδοκώντας στο υψηλό εισόδημα που τους είχε υποσχεθεί.. Τώρα διαπιστώνουν ότι όταν η Uber μειώνει τις τιμές αυτοί θα πρέπει να εργάζονται πολύ περισσότερες ώρες για να εξυπηρετήσουν απλά μόνο τα χρέη τους πριν ξεκινήσουν τη δουλειά για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην… Τραγωδία.

Μπάμπης Μιχάλης

Τα θύματα του νομισματικού πολέμου

Αύξηση της πίεσης στην Ελλάδα για εξωτερική χρηματοδότηση ● Μπλεγμένη σε αντικρουόμενα «προτάγματα» πολιτικής η ΕΚΤ ● Γιατί πέφτει και πού «πιάνει πάτο» το ευρώ ● Οι συνέπειες για την Ευρώπη και τα διαφορετικά συμφέροντα των ισχυρών χωρών της ευρωζώνης ● Ο «αποκλεισμός» τραπεζών από τη χρηματοδότηση μέσω έκδοσης ομολόγων και το «φάντασμα» του Μηχανισμού Παροχής Εκτακτης Ρευστότητας.

Στα μέσα του 2021, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών κινούνταν σε αισιόδοξο τέμπο: πληθωρισμός και ανάπτυξη θα επανέρχονταν στην «κανονικότητα» από το φθινόπωρο του περασμένου έτους.

Σε πλήρη αντίθεση με αυτή τη διαβεβαίωση, έναν χρόνο αργότερα όλα… βαίνουν κακώς: ο πληθωρισμός είναι αχαλίνωτος, οι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούν ότι η ύφεση χτυπά την πόρτα των ΗΠΑ και της Ευρώπης, το «κοσμοσύστημα» των κρατών, εταιρειών και νοικοκυριών-«ζόμπι» είναι στα πρόθυρα να αρχίσει να βυθίζεται στη χρεοκοπία. Και όχι μόνον αυτό: μια αλυσίδα γεωπολιτικών αναταράξεων ακολουθεί τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυξάνοντας επικίνδυνα τη γεωπολιτική εύφλεκτη ύλη και προσφέροντας μια γεωπολιτική στέρεη βάση στη διαιώνιση του προβλήματος των εφοδιαστικών αλυσίδων.

Σε αυτό το τρικυμιώδες οικονομικό και πολιτικό σύμπαν, μόνο κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες με υψηλό χρέος σε δολάρια είναι σε χειρότερη κατάσταση από την Ευρώπη και την Ελλάδα, που ετοιμάζονται για τον πιο σκληρό χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών…

Ποιος θα «μαζέψει το χρήμα»…

Σε τέτοιες συνθήκες, όποιος πιστέψει ότι θα… θριαμβεύσει η διεθνής αλληλεγγύη, θα πρέπει να ελεγχθεί για πολιτική αφέλεια. Ο αγώνας «όλων εναντίον όλων» που διεξάγεται αμείλικτος. Μία από τις κορυφαίες του διακυβεύσεις είναι η παγκόσμια ρευστότητα: ποιος θα καλύψει με τον καλύτερο τρόπο τα δικά του προβλήματα χρηματοδότησης και, περαιτέρω, θα «μαζέψει το χρήμα» της διεθνούς ρευστότητας στο δικό του νόμισμα.

Αυτή είναι η κορυφαία οικονομική μάχη της τρέχουσας συγκυρίας και διεξάγεται με τα όπλα του νομισματικού πολέμου – κυρίως με την πολιτική επιτοκίων. Μετοχές και ομόλογα, ως κύριες μορφές τοποθέτησης σε ένα νόμισμα, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του «πολέμου». Από τις δυο, πιο θεμελιώδεις για τη δύναμη ενός νομίσματος είναι οι τοποθετήσεις σε ομόλογα που έχουν εκδοθεί στο συγκεκριμένο νόμισμα.

Εδώ η Ευρώπη -και το ευρώ- υστερούν χαρακτηριστικά, επειδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) «υστερεί» στον πόλεμο των επιτοκίων. 40 κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο έχουν μπει στην «κούρσα» της αύξησης των επιτοκίων, ενώ στις δυτικές οικονομίες οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Μ. Βρετανίας και -οσονούπω- των ΗΠΑ μπαίνουν πολύ δυναμικά σε αυτόν. Ακόμη και τη νομισματική… μακαριότητα της Ελβετίας τάραξε πρόσφατα μια αύξηση επιτοκίων.

ΗΠΑ, Μ. Βρετανία και Καναδάς ασκούν μια έντονα επιθετική πολιτική, πιέζοντας την ΕΚΤ να ακολουθήσει. Ωστόσο, η ΕΚΤ είναι μπλεγμένη στις δικές της αντιφάσεις: πρέπει να κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της υπερχρεωμένης ευρωζώνης, καθώς ο ευρωπαϊκός Νότος δεν αντέχει μεγάλη αύξηση του κόστους δανεισμού, η δε Ιταλία -και ο Ντράγκι- «δεν αισθάνεται καλά τελευταία»…

Ελλάδα: πληθωρισμός, πρόβλημα εξωτερικής χρηματοδότησης, τράπεζες εκτός αγορών

Δεν επηρεάζονται όλες οι χώρες-μέλη το ίδιο αρνητικά από την υποτίμηση του ευρωνομίσματος. Η Ελλάδα όμως έχει την τιμητική της όσον αφορά τις αρνητικές συνέπειες:

 Οι εξαγωγές της προς «χώρες του δολαρίου» (ΗΠΑ, αλλά και Καναδάς, που ακολουθεί επίσης επιθετική επιτοκιακή πολιτική) είναι μικρό ποσοστό των συνολικών της εξαγωγών, ενώ εξίσου μικρό είναι και το μερίδιο των τουριστών που πληρώνουν σε δολάρια. Μένουν έτσι οι αρνητικές συνέπειες από την υποτίμηση του ευρώ και πρώτα απ’ όλα η πίεση από τον εισαγόμενο πληθωρισμό: κάθε πτώση της ισοτιμίας του ευρώ μεταφράζεται σε ενίσχυση του πληθωρισμού – και η Ελλάδα είναι ήδη «πρωταθλήτρια» στον πληθωρισμό μεταξύ των χωρών-μελών.

 Η υποτίμηση του ευρώ και ο υψηλός εισαγόμενος πληθωρισμός συντηρούν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα (περί -ή και πάνω από- 6% του ΑΕΠ), παρά την εντυπωσιακή ανάκαμψη των τουριστικών εσόδων το 2022 στα επίπεδα του 2019. Αυτό το έλλειμμα πρέπει να καλυφθεί με εξωτερική χρηματοδότηση, κυρίως με επενδύσεις χαρτοφυλακίου, σε μετοχές και ομόλογα. Ωστόσο, οι προβλέψεις για το ελληνικό χρηματιστήριο μετοχών δεν είναι ευνοϊκές, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αναγκάζεται να παίζει «κρυφτούλι» με τις αγορές ομολόγων, όσο για τα εταιρικά ομόλογα η συγκυρία είναι ακόμη πιο αρνητική.

 Συνέπεια των προηγούμενων είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν τεθεί (προσωρινά; και πόσο προσωρινά;) εκτός αγορών: η απόδοση των senior ομολογιακών τους εκδόσεων κυμαίνεται (ή και ξεπερνάει) το 7%, επίπεδο απαγορευτικό για έξοδο στις αγορές (Οπότε αυτό το επιτόκιο έχει μόνο αποτιμητική σημασία για το χαρτοφυλάκιό τους.) Δεν είναι επίσης καθόλου εύκολο, στη δεδομένη συγκυρία, να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου. Αν επαληθευτούν οι προβλέψεις διεθνών θεσμικών ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού θα συνεχιστεί και το 2023 και οι τράπεζες αποκλειστούν σε μονιμότερη βάση από τις αγορές, τότε θα υπάρξει σοβαρή πίεση όχι μόνο στις αποτιμήσεις των μετοχών τους (που βρίσκονται στο επίκεντρο των πωλήσεων στο Χ.Α.), αλλά και στα εποπτικά τους κεφάλαια, αφού είναι γνωστό ότι πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές περί τα 5 δισ. ευρώ μέχρι και το 2025.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, όχι μόνο τα κρατικά ομόλογα, αλλά και η χρηματοδότηση των τραπεζών θα καλυφθεί με την άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με ενέχυρο κρατικά ομόλογα (όσα δεν έχουν ήδη ενεχυριαστεί) – επαναφέροντας το «φάντασμα» του Μηχανισμού Παροχής Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) των χρόνων 2015-2016…

♦️ Οταν μιλούν οι αποδόσεις

Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν και καθορίζουν τη δύναμη ενός νομίσματος, αλλά σε συνθήκες όπως οι σημερινές, υψηλών πιέσεων και αδυναμίας αξιόπιστων προβλέψεων πέραν του… διμήνου, οι αποδόσεις είναι ο πιο σίγουρος οδηγός των επενδύσεων στα ομόλογα – που «εξ ορισμού» είναι προεξοφλητικός μηχανισμός της πορείας των επιτοκίων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το ευρώ πέφτει χωρίς σταματημό: η απόδοση του αμερικανικού κρατικού δεκαετούς ομολόγου αναφοράς, που μέχρι τα μέσα του 2020 βρισκόταν περί το 0,50%, τώρα κυμαίνεται περί το 3%, ενώ πρόσκαιρα είχε εκτιναχτεί και στο 3,5%. (βλ. σχετικό γράφημα) Την ίδια στιγμή, η απόδοση του γερμανικού 10ετούς κρατικού ομολόγου αναφοράς (που «εκπροσωπεί» το ευρώ), που στα μέσα του 2020 κυμαινόταν στο -0,50%, τώρα βρίσκεται περί το 1%. Σε τέτοιους καιρούς, μια διαφορά 2% στην απόδοση, με δεδομένο μάλιστα το πλεονέκτημα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος, είναι αναπόφευκτα καταδικαστική για το ευρώ. Η απόδοση 3% του αμερικανικού 10ετούς είναι πλέον ανταγωνιστική ακόμη και με τις αποδόσεις των ομολόγων της Ιταλίας – προσφέροντας όμως και ασύγκριτα μεγαλύτερη ασφάλεια.

Ετσι, το ευρώ… πέφτει χωρίς αλεξίπτωτο, ταλαντευόμενο σε μια ισοτιμία με το δολάριο περί το 1:1. Πού θα φτάσει; Μόνο μια στροφή της ΕΚΤ σε επιθετική επιτοκιακή πολιτική θα μπορούσε να ανακόψει την πτώση του. Αυτή η πολιτική όμως έχει ήδη προαναγγελθεί και θα είναι συντηρητική τουλάχιστον μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, η πτώση αναμένεται να συνεχιστεί. Και το νέο «στοίχημα» είναι αν θα προσεγγίσει τα ιστορικά χαμηλά του 0,85:1 του 2001…

Πάνος Κοσμάς