Θέσεις και αντιθέσεις για την κλασική μουσική στο Φεστιβάλ Αθηνών

Στιγμιότυπο από την πρόσφατη συναυλία στο Ηρωδειο (14/6) της Χορωδίας Μοντεβέρντι και των Άγγλων Σολίστ Μπαρόκ (Εnglish Baroque Soloists) υπό τη μουσική διεύθυνση του σερ Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ

Ένα άρθρο του κριτικού της «Εφ.Συν.», Γιάννη Σβώλου, προκάλεσε την απάντηση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ, Κατερίνας Ευαγγελάτου.

Από την καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, λάβαμε πρόσφατα (29/6) επιστολή με την οποία ενίσταται στα όσα ανέφερε ο κριτικός της «Εφ.Συν.», Γιάννης Σβώλος, σε δημοσίευμά του με τίτλο «Κάτι πάει στραβά με την κλασική μουσική στο Φεστιβάλ Αθηνών» (28/6). Δημοσιεύουμε αυτούσια την επιστολή της κ. Ευαγγελάτου καθώς και την απάντηση του Γιάννη Σβώλου, θεωρώντας ότι αυτός ο διάλογος είναι ενδιαφέρων και γόνιμος.

Κατερίνα Ευαγγελάτου, καλλιτεχνική διευθύντρια Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου

«Mε ιδιαίτερη έκπληξη διαβάσαμε το άρθρο του κ. Γιάννη Σβώλου στην εφημερίδα σας με τίτλο “Κάτι πάει στραβά με την κλασική μουσική στο Φεστιβάλ Αθηνών”. Και παρότι ο κριτικός διατείνεται ότι δεν εστιάζει στην τρέχουσα καλλιτεχνική διεύθυνση, επιτρέψτε μου να παρέμβω προς χάριν της σωστής ενημέρωσης του κοινού και της αποκατάστασης του έργου μας.

1) Στο άρθρο αναφέρεται ότι “εδώ και χρόνια ο συγκεκριμένος θεσμός ούτε προδιαγράφει θεματικά ούτε σχεδιάζει ούτε επιλέγει ούτε παραγγέλνει, αλλά απλώς φιλοξενεί συναυλίες, παραστάσεις και ρεσιτάλ”. Ας θυμίσω λοιπόν ότι η θητεία μας ξεκίνησε ακριβώς μ’ ένα εμβληματικό μουσικό γεγονός που σημάδεψε καλλιτεχνικά την ανάληψη των καθηκόντων μας στο Φεστιβάλ, η οποία συνέπεσε με την πρώτη χρονιά της πανδημίας: την πρόσκληση στον κορυφαίο βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκο που στάθηκε μόνος του στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου και ερμήνευσε έργα του Μπαχ. Σημειώνω εδώ ότι ο Λεωνίδας Καβάκος επανέρχεται φέτος, αυτή τη φορά στο Ηρώδειο, μετά από δική μας πρόταση, μ’ ένα εγχείρημα που σχεδίασε ειδικά για το φετινό μας πρόγραμμα.

Θυμίζω ακόμη -ενδεικτικά- ότι το 2020, αναθέσαμε, επίσης, τη δημιουργία δύο παραστάσεων όπερας (Η κιβωτός του Νώε, 1682, του Σικελού συνθέτη Μικελάντζελο Φαλβέττι και Η ανθρώπινη φωνή, 1959 του Φρανσίς Πουλένκ) που έκαναν πρεμιέρα στη Μικρή Επίδαυρο με πρωτοποριακή θεατρική ματιά και μοναδικούς σολίστες και ερμηνευτές, σε σκηνοθεσία Nova Melancholia και Μαρίας Πανουργιά, αντίστοιχα. Και το 2021 όμως, παραγωγές σαν τις: Κλυταιμνήστρα, μουσική δωματίου για ένα όργανο σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή, ερμηνεία Σοφίας Χιλλ και μουσική σύνθεση Γιώργου Κουμεντάκη, The Soccer Opera, μουσική και σκηνική σύνθεση του Λευτέρη Βενιάδη με τη Sofia Simitzis και το Ventus Ensemble, Danke της Ομάδας Sum – Latininitas Nostra, βασισμένο στο Membra Jesu nostri του Ντήτριχ Μπουξτεχούντε και μουσική διεύθυνση Μάρκελλου Χρυσικόπουλου, που έκαναν πρεμιέρα στην Πειραιώς 260 ή Incanto στο ΜΙΕΤ με την ερμηνεία του διεθνώς καταξιωμένου βαρύτονου Δημήτρη Τηλιακού και το σύνολο παλαιάς μουσικής Ex Silentio, παρουσιάστηκαν επίσης σε δική μας ανάθεση και παραγωγή.

Αντίστοιχα φέτος, φιλοξενήσαμε, μεταξύ άλλων, το πληθωρικό διήμερο της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών, μια γιορτή της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας με 60 μουσικά έργα, τα 45 σε πρώτη εκτέλεση, στην Πειραιώς 260. Ενώ, για όλες τις παραγωγές του Ηρωδείου καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας μας υποστηρίζουμε τη σύμπραξη των εγχώριων θεσμών με κορυφαίους σολίστες, ενδεικτικά, Ντανιίλ Τρίφονοφ (ΚΟΑ – Λουκάς Καρυτινός, 2021), Γκάυ Μπράουνστάιν (Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα ΕΡΤ – Μιχάλης Οικονόμου, 2022), Ντανιέλ Λοζάκοβιτς (ΚΟΘ – Ζωή Τσόκανου, 2022) κ.ά.

2) Οπως συνάγεται από τα παραπάνω, για μας η κλασική μουσική δεν είναι είδος που αφορά αποκλειστικά το Ηρώδειο αλλά προσπαθούμε συνειδητά να υποστηρίξουμε την παρουσία της σε όλους τους χώρους του Φεστιβάλ συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τα θέατρα της Επιδαύρου. Από τις βασικές επιδιώξεις μας είναι να σχεδιάσουμε και να αναδείξουμε προτάσεις που διευρύνουν καλλιτεχνικά το βίωμα των φεστιβαλικών χώρων με εκδηλώσεις και παραστάσεις που “διασχίζουν” τα είδη. Ο μουσικός σχεδιασμός μας εντάσσεται, λοιπόν, σε μια ευρύτερη αισθητική στόχευση που υπηρετούμε με συνέπεια.

3) Υπογραμμίζω, εξάλλου, ότι το Φεστιβάλ αγκαλιάζει πλήθος εκδηλώσεων που εκτείνονται σε μια πλούσια γκάμα καλλιτεχνικών πεδίων: Θέατρο, Χορός, Μουσική, Εικαστικά, Κινηματογράφος, ακόμα και Λογοτεχνία. Δεν ειδικευόμαστε στην Κλασική Μουσική, είμαστε ένα πολυπρισματικό Φεστιβάλ και γι’ αυτό είναι λογικό να υπερτερούν οι μετακλήσεις, παρότι ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για τις νέες παραγωγές όταν εντάσσονται σε ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό σκεπτικό.

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου

4) Απαντώντας στις αιτιάσεις σχετικά με την απουσία συνοδευτικού εντύπου, υπογραμμίζουμε ότι το πρόγραμμα της συναυλίας των English Baroque Soloists και της Χορωδίας Μοντεβέρντι υπό τον μαέστρο Τζων Ελιοτ Γκάρντινερ είναι τυπωμένο στο καλαίσθητο μεσαίο μας πρόγραμμα, το οποίο διανέμεται δωρεάν και όπου περιλαμβάνονται αναλυτικές περιγραφές και στοιχεία συντελεστών για όλες μας τις εκδηλώσεις. Αλλά, το κοινό μπορεί να ανατρέχει πάντα και στην ιστοσελίδα μας που επικαιροποιείται καθημερινά και όπου περιέχονται όλα τα απαραίτητα στοιχεία. Ως εκ τούτου, είναι απολύτως παραπλανητικό να μιλάμε για “προχειρότητα στην αντιμετώπιση της πληροφορίας”. Αντίθετα, αντιμετωπίζουμε την ενημέρωση και την πρόσβαση του κοινού στην πληροφορία με πολύ μεγάλη ευαισθησία και σοβαρότητα και αυτό πιστοποιείται από την αξιοσημείωτη προσπάθειά μας να αναδείξουμε τον ρόλο των εντύπων στο παραστασιακό γεγονός με ιδιαίτερα προσεγμένες και κομψά επιμελημένες εκδόσεις, κάτι που έχει επισημανθεί στον τύπο αλλά κυρίως, επιβραβευτεί από τις προτιμήσεις του κοινού.

5) Οσον αφορά δε τους υπέρτιτλους, που κατηγορήθηκαν ως “δημιουργικές παραφράσεις έκδηλα απομακρυσμένες από το πρωτότυπο”, ενημερώνουμε τον κ. Σβώλο ότι στην πρωτότυπη μετάφραση που αναθέσαμε ειδικά για τη συγκεκριμένη συναυλία υπήρξε συνειδητή αισθητική μας επιλογή η αποφυγή μιας μουσειακής κατεύθυνσης στη απόδοση των βιβλικών κειμένων και αυτή ακριβώς ακολουθήθηκε για την ανάδειξη του μουσικού γεγονότος και τη συνολική πρόσληψή του από το ελληνικό κοινό.

6) Ο κύριος Σβώλος μάς κατηγορεί, συνοψίζοντας, για “ρηχή και ερασιτεχνική αντιμετώπιση της κλασικής μουσικής”: Τέτοια κορυφαία ονόματα, μεγάλες ορχήστρες του βεληνεκούς των ορχηστρών που τιμούν το Φεστιβάλ και κυρίως, η δημιουργία ενός καλλιτεχνικού πλαισίου που ευνοεί τη διεύρυνση του παραδοσιακού κοινού της κλασικής μουσικής μαρτυρούν, άραγε, κάτι τέτοιο; Το κοινό ας κρίνει».

Η απάντηση του συντάκτη

«Ξεκινώ επαναλαμβάνοντας με έμφαση ότι όσα έγραψα δεν στοχεύουν την κ. Ευαγγελάτου προσωπικά. Συγκεφαλαιώνουν αποτιμήσεις και ενστάσεις για τον χειρισμό της αμιγώς κλασικής μουσικής από το Φεστιβάλ Αθηνών κατά την τελευταία δεκαπενταετία τουλάχιστον. Κατ’ αρχάς καλό είναι να γνωρίζουμε εάν το ιδρυτικό καταστατικό του θεσμού (1955) έχει αλλάξει ή επικαιροποιηθεί διά νόμου, νομιμοποιώντας τη διεύρυνση όλων όσα περιλαμβάνει αυτός σήμερα. Εγώ γράφω, αποτιμώ και κρίνω αποκλειστικά από τη μεριά του φιλόμουσου που ενδιαφέρεται για την κλασική μουσική˙ τα άλλα είδη δεν με αφορούν.

Αρχικά, λοιπόν, είναι χρήσιμο να έχουμε συναίσθηση ότι υπάρχουν φυσικά πλαίσια: κάθε μουσική έχει τον χώρο της, τόσο τεχνικά, ηχητικά, όσο και αισθητικά, ιδεολογικά, αρχιτεκτονικά. Φυσικά σήμερα όλα γίνονται, αλλά όπως δύσκολα φαντάζεται κανείς μια συναυλία με ρεμπέτικα στην Αγία Ειρήνη, έτσι είναι αδύνατο να λειτουργήσουν σονάτες για σόλο βιολί του Μπαχ στην Επίδαυρο: μπαρόκ σε ανοιχτό, αρχαίο θέατρο είναι τελείως εκτός τόπου ηχητικά και ιστορικο-αισθητικά. Η πρόταση στον Λεωνίδα Καβάκο είχε σαφέστατα συμβολικό χαρακτήρα και ως τέτοια είχε απήχηση. Ομως εξαντλείται εκεί.

(1) Η κ. Ευαγγελάτου παραθέτει αναλυτικά πληθώρα παραγωγών τις οποίες εντάσσει στο πεδίο της κλασικής μουσικής και για τις οποίες έχουμε δημοσιεύσει κριτικές. Ωστόσο μερικές επισημάνσεις: με δεδομένο ότι ένα φεστιβάλ κάνει προτάσεις προς το κοινό, άρα δυνητικά ενδιαφέρει η απήχηση των επιλογών του, θα ενδιέφερε να γνωρίζουμε πόσα εισιτήρια πούλησε η διήμερη “γιορτή” της σύγχρονης ελληνικής μουσικής δημιουργίας με τα 60 έργα, εξ ων 45 σε πρώτη εκτέλεση. Ουδεμία πρόθεση υποτίμησης υπάρχει προς τους Ελληνες συνθέτες, τους οποίους έχω υποστηρίξει πάμπολλες φορές από τη στήλη αυτή, αλλά πόσα νέα έργα αντέχει να ακούσει ένας άνθρωπος σε ένα απόγευμα; Μήπως τέτοιες επιλογές περιθωριοποιηθούν ακόμη περισσότερο τη σύγχρονη εγχώρια μουσική δημιουργία; Οι συμπράξεις των εγχώριων μουσικών θεσμών κλασικής μουσικής με το Φεστιβάλ (ΚΟΑ, ΚΟΘ, ΕΟΣΕΡΤ, ΜΜΑ) τι το διαφορετικό συνεισέφεραν από ακόμη μία απολύτως τυπική, κανονική εκδήλωση, που θα απολαμβάναμε καλύτερα και ανετότερα χειμώνα σε κλειστό χώρο; Οι δε εναλλακτικές “όπερες” -“Soccer Opera”, “Burt Turrido: An opera” κ.λπ.- μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως κάτι διαφορετικό από εξεζητημένα ευφυολογήματα;

Το “κύριο πιάτο” πού είναι; Η ένστασή μου είναι η παγιωμένη αγνόηση του κανονικού, βασικού ρεπερτορίου της συμφωνικής μουσικής και της όπερας. Υπάρχουν τεράστια, χρονίζοντα κενά -προσπερνώ τις λίστες ονομάτων και έργων- που ουδείς καλύπτει και των οποίων την παρουσία αισθάνονται έντονα πολλοί φορολογούμενοι φιλόμουσοι. Αναμφίβολα, χρήσιμο είναι να γεμίζει ο λαός το Ηρώδειο. Ομως, όπως δείχνει η συμπεριφορά του λαού αυτού στις συναυλίες (χειροκροτήματα όπου λάχει, έμπα-έβγα, κλήσεις κινητών κ.λπ.), αυτό δεν συνιστά τεκμήριο απήχησης της κλασικής μουσικής. Απλώς οι παραστάσεις κλασικής μουσικής έχουν καταντήσει να επιλέγονται με γνώμονα την υποτιθέμενη απήχησή τους σε αυτούς που δεν ακούνε κλασική μουσική, αγνοώντας τους φυσικούς της παραλήπτες.

(2) Η κ. Ευαγγελάτου διατείνεται ότι στις βασικές επιδιώξεις της είναι να σχεδιάζει και να αναδεικνύει προτάσεις κλασικής μουσικής που διευρύνουν καλλιτεχνικά το βίωμα των φεστιβαλικών χώρων με εκδηλώσεις και παραστάσεις που “διασχίζουν” τα είδη. Αυτή η λογική όμως ισορροπεί μόνο όταν υπάρχει υγιές και συμπαγές κέντρο: διαφορετικά καταλήγει ένας χορός από εκκεντρικές ή “εναλλακτικές” προτάσεις γύρω από ένα κενό.

(3) Ουδεμία ένσταση διατυπώθηκε για τις μετακλήσεις αυτές καθεαυτές˙ ένσταση διατυπώνεται για την απουσία καλλιτεχνικού σκεπτικού επί του περιεχομένου και της ουσίας. Οπως ο Παρθενώνας και οι Τραγικοί συνιστούν ανεξάντλητα ενεργή κληρονομιά για τους Ευρωπαίους, έτσι και η κλασική μουσική συνιστά εξίσου δική μας κληρονομιά: ας μην την καταδικάζουμε να παραμένει αργούσα για τους όποιους ανομολόγητους λόγους. Από την εγγονή του Αντίοχου, ο οποίος εισήγαγε τον Μότσαρτ στην Ελλάδα, περιμένουμε να αντιμετωπίσει την κλασική μουσική τουλάχιστον τόσο ψαγμένα και με γνώση όσο κάνει με το θέατρο.

(4) Οσον αφορά τη συναυλία του Γκάρντινερ και την παρασχεθείσα πληροφορία, η σειρά παρουσίασης των έργων υπήρξε διαφορετική από την αναγραφόμενη στον ιστότοπο του Φεστιβάλ, αλλά και στο μεσαίο πρόγραμμα που μοίραζαν οι ταξιθέτριες… κατά την έξοδο. Ομως ούτε κι αυτό περιέχει αναλυτικά σχόλια για τα έργα. Στοιχειωδώς στους υπέρτιτλους πριν από κάθε κομμάτι θα μπορούσε να αναγράφονται τίτλος έργου και όνομα συνθέτη. Δύσκολο; Με την ευκαιρία: μέχρι στιγμής ούτε για την αυριανή συναυλία του Καβάκου δίδεται αναλυτική πληροφορία (έργα, σειρά) πουθενά! Τέλος, το αναλυτικό πρόγραμμα θα εκδοθεί και φέτος ως αναμνηστικό μετά το πέρας του φεστιβάλ;

(5) Σχετικά με τις μεταφράσεις των υπερτίτλων στον Γκάρντινερ, η κάπως ξύλινη, αποστειρωμένη γλώσσα του βιβλικού πρωτοτύπου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιδεολογικο-αισθητικής ταυτότητας των έργων. Το να εκσυγχρονίζει κανείς τέτοια κείμενα δεν συνιστά αποφυγή “μουσειακής κατεύθυνσης”˙ αντίθετα, οδηγεί σε παράδοξες ή αστείες διατυπώσεις καθώς το νόημα οφείλει να παραμένει ίδιο. Η μετάφραση ενός αδόμενου κειμένου είναι ομολογουμένως δύσκολη, άχαρη διεργασία, στενά χρηστικής σκοπιμότητας (ούτε εκφέρεται, ούτε εκδίδεται έντυπα) και δεσμεύεται από πρακτική και αισθητική δουλεία στο πρωτότυπο. Οφείλει να συμπορεύεται με τη μουσική και, κυρίως, δεν νοείται να αυτονομείται, πόσο μάλλον να αξιώνει να είναι καλύτερη του πρωτοτύπου.

(6) Υστερα από 72 χρόνια Φεστιβάλ Αθηνών και 31 χρόνια Μεγάρου Μουσικής ουδείς γνωρίζει σήμερα ποιο και πόσο είναι ή αν έχει καν απομείνει στη νοτιοβαλκανική Αθήνα “παραδοσιακό κοινό κλασικής μουσικής”, ώστε να το διευρύνει. Αλλωστε προς τα πού και πώς; Αν θέλουμε να μάθουμε λοιπόν πού πατάμε, ας αναθέσει η κ. Ευαγγελάτου μια σοβαρή έρευνα. Τα αποτελέσματα ίσως μας εκπλήξουν. Στο μεταξύ, αντί να ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα, ας δούμε πώς χειρίζονται την κλασική μουσική και την όπερα σε διεθνή φεστιβάλ. Μπορεί και να έρθουν ιδέες για ωραίες συμπράξεις!».