Η στημένη προβοκάτσια Μητσοτάκη για τα ονόματα στην επιστολή Ράμμου και μια ομολογία ενοχής — «Πληρωμένη» απάντηση Βενιζέλου στον Μητσοτάκη μετά το παραλήρημα στη Βουλή

Θρύψαλα το κεντρικό πρόταγμα του Μητσοτάκη στη σημερινή του «απολογία» στη Βουλή

Η παραληρηματική ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, περιελάμβανε και μια στημένη προβοκάτσια που ενώ απαντήθηκε επί τόπου από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, αποτέλεσε έναν ακόμη «λεκέ» στη σημερινή διαδικασία της πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης.

Κατά την εξωφρενική τοποθέτησή του, μεταξύ άλλων, υποστήριξε πως η απαντητική επιστολή της ΑΔΑΕ στον αρχηγό της αξιωματικής δεν περιελάμβανε ονόματα «στόχων» της ΕΥΠ, κατηγορώντας ουσιαστικά τον Αλέξη Τσίπρα πως παραπλάνησε τους πολίτες με όσα αποκάλυψε την Τετάρτη από το βήμα της Βουλής, καταθέτοντας πρόταση δυσπιστίας. Επικαλέστηκε δε πως ο ίδιος έχει στην κατοχή του την επιστολή του Χρ. Ράμμου στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και συνεπώς γνωρίζει τι περιελάμβανε.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στην αρχική του επιστολή στην ΑΔΑΕ, υπέβαλε αίτημα για ενημέρωση για την άρση απορρήτου συγκεκριμένων προσώπων. Συγκεκριμένα, το ερώτημα περιελάμβανε ερωτήματα για την άρση απορρήτου των τηλεφωνικών αριθμών των Κωνσταντίνου Φλώρου, Κωστή Χατζηδάκη, Χαράλαμπου Λαλούση, Θεόδωρου Λάγιου, Αριστείδη Αλεξόπουλου και Αλέξανδρου Διακόπουλου.

Η δε απάντηση της ΑΔΑΕ και του Χρήστου Ράμμου στο αίτημα Τσίπρα ήταν η επιβεβαίωση της άρσης του απορρήτου των έξι αυτών αριθμών από την ΕΥΠ. Με απλά λόγια, η επιβεβαίωση ήρθε για την άρση του απορρήτων των τηλεφωνικών αριθμών των παραπάνω προσώπων, τους οποίους άπαντες γνωρίζουν πως ανήκουν στον καθέναν εξ αυτών.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μάλιστα επιχείρησε με προβοκατόρικο ύφος να εγκλωβίσει τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να υπολογίζει ότι ο κ. Τσίπρας θα λάμβανε τον λόγο εμβόλιμα στην ομιλία του πρωθυπουργού, ξεκαθαρίζοντας τα πράγματα επί τόπου, επιβεβαιώνοντας όλα όσα αναφέρονται παραπάνω, αλλά και υπενθυμίζοντας ότι ο πρωθυπουργός έχει έρθει σήμερα στη Βουλή ως κατηγορούμενος, και όχι ως κατήγορος:

ΚΜ: Βγήκατε από την ΑΔΑΕ με έναν φάκελο που έγραφε πάνω απόρρητο. Τον κάνατε φέιγ βολάν, αλλά δεν μας απαντήσατε κ. Τσίπρα αν στην επιστολή που σας ενεχειρίασε ο πρόεδρος της Αρχής, υπήρχανε τα ονόματα που δημοσιεύσατε. Ναι ή Όχι; Αν δεν υπήρχαν, τότε παραπλάνατε το κοινοβούλιο. Αναφέρεστε σε ονόματα που δεν υπάρχουν στην επιστολή. Μπορώ να σας πω μετά βεβαιότητος ότι ονόματα δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν. Ο κ. Ράμμος έστειλε άλλη επιστολή σε εσάς; Δεν μπορώ να την καταθέσω στα πρακτικά, είναι απόρρητη. Άλλη επιστολή σας έστειλε;

ΑΤ: Κ. Μητσοτάκη, κυρίες και κύριοι βουλευτές. Ο κ. Ράμμος απαντούσε σε επιστολή που έστειλα στις 28/12 και η οποία περιείχε συγκεκριμένα ονόματα. Είχε αναφορά σε συγκεκριμένα ονόματα που αφορούσαν στην επιστολή που του έστειλα εγώ στις 28/12. Μην επιχειρείτε εδώ να παίζετε τις κουμπάρες. Θα απαντήσετε στα ερωτήματα. Είστε κατηγορούμενος, όχι κατήγορος.

ΚΜ: Κατά συνέπεια επιβεβαίωσε ο κ. Τσίπρας ότι στην επιστολή που παρέλαβε δεν υπήρχαν ονόματα. Πάμε παρακάτω.

Ομολογία ενοχής

Πάντως, στην ομιλία του ο πρωθυπουργός, αν και προσπάθησε να αποφύγει να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις, δεν κατάφερε να μην παραδεχτεί τις ίδιες τις παρακολουθήσεις.

«Συγκεκριμένα, ο κ. Ράμμος αναφέρεται στη νομιμότητα των επισυνδέσεων; Ναι ή όχι; Οι επισυνδέσεις αυτές ήταν νόμιμες», είπε σε έντονο ύφος ο πρωθυπουργός και πολιτικός προϊστάμενος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί πλήρη αντιστροφή και παραδοχή των επισυνδέσεων που πριν λίγες εβδομάδες και συγκεκριμένα στις 8 Δεκεμβρίου 2022, ο κ. Μητσοτάκης, από το ίδιο βήμα διαμήνυε ωρυόμενος ότι δεν είχαν συμβεί.

«Με τον κ. Χατζηδάκη γνωρίζομαι 30 χρόνια, είναι αντιπρόεδρος του κόμματός μας. Του συνομιλώ [διακοπή] ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΚΑΙ ΟΧΙ! Είναι δυνατόν να υπονοείτε ότι παρακολουθούσα εγώ Υπουργό; Ντροπή σας, μόνο που το υπονοείτε. Δεν ντρέπεσαι λίγο; Ή ότι παρακολουθούσα εγώ ή γνώριζα ότι παρακολουθείτo ο κ. Φλώρος; Δεν ντρέπεσαι λίγο;»

 

«Πληρωμένη» απάντηση Βενιζέλου στον Μητσοτάκη μετά το παραλήρημα στη Βουλή

Η απάντηση του Ευάγγελου Βενιζέλου στους ισχυρισμούς του πρωθυπουργού για τις υποκλοπές.

Εκτός από τη στημένη προβοκάτσια στην παραληρηματική ομιλία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και η οποία παρότι απαντήθηκε επί τόπου από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, κατάφερε να αποπροσανατολίσει τη σημερινή διαδικασία, υπήρξαν και άλλα παρατράγουδα.

Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή την Παρασκευή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ισχυρίστηκε ότι ο Ευάγγελος Βενιζέλος αναγκάστηκε τελικά να προσχωρήσει στη δική του άποψη σχετικά με το τι προβλέπεται για τις παρακολουθήσεις των πολιτικών προσώπων.

Ο πρώην Υπουργός όμως διέψευσε τον Πρωθυπουργό (χωρίς μάλιστα να τον κατονομάζει) με αναλυτική ανάρτησή του.

Ο κ. Βενιζέλος ανέλυσε διεξοδικά το νομικό σκεπτικό των διατάξεων του νέου νόμου 5002/22 και επισήμανε: «Η κυβέρνηση προσχώρησε στη θέση ότι υπάρχει ειδικό συνταγματικό καθεστώς για τα πολιτικά πρόσωπα, για λόγους προστασίας της δημοκρατίας. Η άδεια του Προέδρου της Βουλής προφανώς θεωρείται από τον νομοθέτη υποκατάστατο της άδειας της Βουλής».

Προσέθεσε ότι «για μήνες ακούγαμε την πολιτική επιχειρηματολογία ότι «κανείς δεν εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις», ότι «όλοι είναι ίσοι ενώπιον της ΕΥΠ», ότι «για όλους αποφασίζει ο/η εισαγγελέας της ΕΥΠ, ακόμη και για την ΠτΔ» και καταλήγει δηκτικά:

«Το ποιος προσχώρησε στην άποψη ποιου είναι αντικείμενο αξιολόγησης κάθε επιμελούς αναγνώστη των όσων έχουν γραφτεί για το ζήτημα των υποκλοπών από τον Αύγουστο 2022 έως σήμερα».

Η νέα παρέμβαση Βενιζέλου, έρχεται σε συνέχεια της συμμετοχής του στην εκδήλωση “Μένουμε Ευρώπη;!”, στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Η συμμετοχή αυτή προκάλεσε τα σχόλια ακροκεντρώων, που τον κατηγορούν ότι με τις παρεμβάσεις του βοηθά… τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ακολουθεί η ανάρτηση του:

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του πρόσφατα ψηφισμένου νόμου 5002/2022, « Το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, που αφορά πολιτικά πρόσωπα, υποβάλλεται μόνο από την Ε.Υ.Π. και οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Το αίτημα, μαζί με τα στοιχεία που το συνοδεύουν, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π. στον Πρόεδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Αν δεν υπάρχει Βουλή, την άδεια του δεύτερου εδαφίου χορηγεί ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, ο Πρωθυπουργός. Αν το αίτημα αφορά στον Πρόεδρο της Βουλής, ή αν δεν υπάρχει Βουλή στον Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής, την άδεια χορηγεί ο Πρωθυπουργός. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 για τη συνέχιση της διαδικασίας. Στην περίπτωση της παρούσας, ο Πρόεδρος της Βουλής, ο Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής ή ο Πρωθυπουργός, κατά περίπτωση, δεν τηρεί σχετικό αρχείο.»

Με τη διάταξη αυτή εισάγονται ειδικές αυξημένες εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών πολιτικού προσώπου. Η ουσιαστική αρμοδιότητα ανατίθεται στον Πρόεδρο της Βουλής. Επιπλέον το φάσμα των πολιτικών προσώπων διευρύνεται με την περ. β του άρθρου 3 του ίδιου νόμου.

Η ρύθμιση αυτή δεν σέβεται πλήρως τα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος, είναι όμως ένα σημαντικό και ευπρόσδεκτο νομοθετικό βήμα. Αυτό ήταν το σχόλιο μου όταν δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο του ν. 5002/2022.

Η κυβέρνηση προσχώρησε στη θέση ότι υπάρχει ειδικό συνταγματικό καθεστώς για τα πολιτικά πρόσωπα, για λόγους προστασίας της δημοκρατίας. Η άδεια του Προέδρου της Βουλής προφανώς θεωρείται από τον νομοθέτη υποκατάστατο της άδειας της Βουλής.

Για μήνες ακούγαμε την πολιτική επιχειρηματολογία ότι «κανείς δεν εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις», ότι «όλοι είναι ίσοι ενώπιον της ΕΥΠ», ότι «για όλους αποφασίζει ο/η εισαγγελέας της ΕΥΠ, ακόμη και για την ΠτΔ».

Το ποιος προσχώρησε στην άποψη ποιου είναι αντικείμενο αξιολόγησης κάθε επιμελούς αναγνώστη των όσων έχουν γραφτεί για το ζήτημα των υποκλοπών από τον Αύγουστο 2022 έως σήμερα.