Ερευνητές των πανεπιστημίων ΜΙΤ και Χάρβαρντ (Wyss Institute for Biologically Inspired Engineering) στις ΗΠΑ δημιούργησαν μια πρωτοποριακή μάσκα προσώπου, η οποία μπορεί μέσα σε περίπου 90 λεπτά να κάνει ακριβή διάγνωση αν αυτός που τη φοράει, έχει μολυνθεί από τον κορωνοϊό.
Η διαγνωστική μάσκα, χάρη στους ειδικούς μικροσκοπικούς βιοαισθητήρες που είναι ενσωματωμένοι σε αυτήν και αναλύουν την αναπνοή, είναι τόσο ευαίσθητη και ακριβής όσο ένα μοριακό τεστ PCR για τον κορωνοϊό και τόσο γρήγορη όσο ένα rapid τεστ αντιγόνου, σύμφωνα με τους δημιουργούς της.
Η ίδια διαγνωστική τεχνολογία (wearable freeze-dried cell-free ή wFDCF), η οποία άρχισε να αναπτύσσεται το 2015 και εξελίχτηκε προοδευτικά, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί γενικότερα για να δημιουργηθούν υφάσματα και ρούχα που να ανιχνεύουν όχι μόνο τον ιό SARS-CoV-2, αλλά επίσης άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς (ιοί γρίπης, Έμπολα, Ζίκα κ.α.).
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι αισθητήρες που μπορούν να διαγνώσουν ιούς, είναι δυνατό να ενσωματωθούν όχι μόνο σε διάφορες μάσκες προσώπου, αλλά επίσης σε ποδιές εργαστηρίου και σε άλλα ρούχα, παρέχοντας έτσι ένα νέο τρόπο για να παρακολουθείται η έκθεση των εργαζομένων στο βιοϊατρικό τομέα σε διάφορες απειλές για την υγεία τους, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Δείξαμε ότι μπορούμε να αναπτύξουμε μια ευρεία γκάμα αισθητήρων συνθετικής βιολογίας για να ανιχνεύουμε ιούς ή βακτήρια, καθώς και τοξικά χημικά, όπως οι νευρικές τοξίνες. Προσβλέπουμε ότι έτσι θα δημιουργήσουμε φορετούς βιοαισθητήρες επόμενης γενιάς για διασώστες, υγειονομικό και στρατιωτικό προσωπικό» δήλωσε ο κύριος ερευνητής, καθηγητής Βιοϊατρικής Μηχανικής Τζέιμς Κόλλινς του ΜΙΤ.
«Ουσιαστικά συρρικνώσαμε ένα ολόκληρο διαγνωστικό εργαστήριο σε ένα μικρό αισθητήρα συνθετικής βιολογίας που λειτουργεί σε οποιαδήποτε μάσκα προσώπου και συνδυάζει την υψηλή ακρίβεια των μοριακών τεστ PCR με την ταχύτητα και το χαμηλό κόστος των τεστ αντιγόνου. Πέρα από τις μάσκες, οι προγραμματίσιμοι αισθητήρες μας μπορούν να ενσωματωθούν σε άλλα υφάσματα» δήλωσε από πλευράς του ο δρ Πίτερ Νγκουγιέν του Χάρβαρντ.
Οι αισθητήρες, οι οποίοι είναι τοποθετημένοι στο εσωτερικό της μάσκας και αναλύουν την αναπνοή του χρήστη, μπορούν να ενεργοποιηθούν κατά βούληση από αυτόν που τη φοράει. Τα αποτελέσματα της διάγνωσης φανερώνονται μόνο στο εσωτερικό της μάσκας, για λόγους προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Όταν οι αισθητήρες τοποθετούνται στο εξωτερικό μέρος της μάσκας, τότε μπορούν να ανιχνεύσουν τοξικές χημικές ουσίες στο περιβάλλον. Στο μέλλον αναμένεται ότι μικροσκοπικές οπτικές ίνες θα ενσωματωθούν στους αισθητήρες και, όταν γίνεται ανίχνευση μικροβίων ή τοξινών, τα αντίστοιχα ψηφιακά σήματα θα στέλνονται σε μια εφαρμογή κινητού τηλεφώνου(app).
Οι ερευνητές έχουν ήδη καταθέσει τη σχετική πατέντα για την τεχνολογία τους και αναζητούν εταιρεία για να συνεργαστούν, προκειμένου να αναπτύξουν περαιτέρω τους αισθητήρες τους. Η διαγνωστική μάσκα προσώπου αναμένεται να είναι η πρώτη εμπορική εφαρμογή που θα κυκλοφορήσει στην αγορά.
Μαϊάμι: Στους 11 οι επισήμως νεκροί από τη μοιραία πολυκατοικία
Άλλο ένα πτώμα ανασύρθηκε χθες Δευτέρα από τα συντρίμμια 12ώρης πολυκατοικίας που κατέρρευσε τις πρώτες πρωινές της περασμένης Πέμπτης στο Σέρφσαϊντ, δήλωσε η δήμαρχος της κομητείας Μαϊάμι-Ντέιντ, η Ντανιέλα Λιβάιν Κάβα.
Ο απολογισμός των θυμάτων της καταστροφής έφθασε τους τουλάχιστον 11 νεκρούς· κάπου 150 άνθρωποι εξακολουθούν να θεωρούνται αγνοούμενοι.
Η επιχείρηση έρευνας και διάσωσης συνεχίζεται 24 ώρες το 24ωρο.
Τα συνεργεία διάσωσης χρησιμοποιούν γερανούς, σκυλιά και εξοπλισμό υπέρυθρης σάρωσης, καθώς αναζητούν ίχνη ζωής στα χαλάσματα, ελπίζοντας πως έχουν ενδεχομένως σχηματιστεί θύλακες αέρα κάτω από το μπετόν, οι οποίοι θα μπορούσαν να κρατήσουν στη ζωή ορισμένους ανθρώπους.
«Θα συνεχίσουμε και θα εργαστούμε αδιάκοπα προκειμένου να εξαντλήσουμε κάθε πιθανή επιλογή στις έρευνές μας», δήλωσε η δήμαρχος, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Ο απολογισμός των νεκρών θεωρείται βέβαιο πως θα αυξηθεί και η δήμαρχος παραδέχθηκε πως ο αριθμός των θυμάτων είναι «ρευστός». Ο αριθμός των αγνοουμένων ανέρχεται σε 150.
Τα αίτια της κατάρρευσης στο Σερφσάιντ, κοντά στο Μαϊάμι, παραμένουν υπό έρευνα.
Η δήμαρχος του Μαϊάμι-Ντέιντ υποσχέθηκε πως οι αξιωματούχοι θα «βρουν την άκρη» γιατί το κτίριο κατέρρευσε, όμως υπογράμμισε πως προτεραιότητα αυτή τη στιγμή έχουν οι έρευνες για τον εντοπισμό και τη διάσωση επιζώντων.
Από την πλευρά του, ο υπαρχηγός της πυροσβεστικής του Μαϊάμι Ντέιντ, ο Ράιντε Τζαντάλα, είπε ότι εργάτες βρήκαν κενά αρκετού μεγάλου μεγέθους, που θα μπορούσαν να κρατήσουν ζωντανούς τυχόν επιζώντες.
«Δεν λέμε ότι έχουμε δει κάποιον εκεί κάτω, όμως δεν έχουμε φθάσει στο βάθος», επισήμανε.
Είπε, επίσης, ότι οι ερευνητές έχουν ακούσει κάποιους ήχους, όπως χτύπους σαν γρατζουνίσματα, αν και παραδέχθηκε ότι θα μπορούσαν να οφείλονται στην αστάθεια των μετάλλων.
Όμως, σημείωσε πως δεν υπάρχει καθορισμένο χρονικό διάστημα, έπειτα από το οποίο θα τερματιζόταν η επιχείρηση διάσωσης.
Στις έρευνες συνδράμουν ειδικοί που εστάλησαν από το Ισραήλ και το Μεξικό.
Η αστυνομία έχει ταυτοποιήσει 8 θύματα, μεταξύ αυτών ένα ζευγάρι που ήταν μαζί για σχεδόν 60 χρόνια και μια μητέρα, ο έφηβος γιος της οποίας είναι ένας από τους λίγους επιζώντες.