Οι ιδέες για ην οικονομία και οι σχετικές σκέψεις που κατατίθενται σε ένα άτυπο “debate” για την επόμενη μέρα του ΚΙΝΑΛ και έτσι μπαίνουν στο «μικροσκόπιο» λίγες ώρες πριν ανοίξει η κάλπη για την ψήφο στο Νίκο Ανδρουλάκη ή το Γιώργο Παπανδρέου.
Οι πολιτικές τακτικές των δυο υποψηφίων προέδρων για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ ενόψει της κάλπης της Κυριακής μπορεί να μονοπωλούν το ενδιαφέρον ωστόσο την επόμενη μέρα και με τα ανοικτά προβλήματα της οικονομίας να «καίνε», θα κληθούν αμφότεροι να καταθέσουν συγκεκριμένες απόψεις, από όποια θέση κι αν βρεθούν. Και βέβαια ως «πομποί μηνυμάτων» από το χώρο της κεντροαριστεράς, οι απόψεις τους έχουν μεγάλη σημασία για τη διαμόρφωση των ευρύτερων ισορροπιών στον εν λόγω πολιτικό χώρο.
Γι’ αυτό το NEWS 24/7 παρουσιάζει τα όσα επεξεργάζονται τα δυο επιτελεία για την οικονομική πολιτική.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης
Στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου με την αξιοποίηση των πόρων της ΕΕ αλλά και των νέων τεχνολογιών στέκεται ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Όπως έχει αναφέρει σε σειρά τοποθετήσεών του «οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ μας δίνουν μια μοναδική ευκαιρία για να οικοδομήσουμε μια πράσινη, βιώσιμη και διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία που θα προσφέρει νέες, μόνιμες, παραγωγικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, ώστε αυτές με τη σειρά τους να αιμοδοτήσουν κοινωνικές πολιτικές και να φρενάρουν τη δημογραφική γήρανση».
Οι ΜμΕ
Παράλληλα εστιάζει στις ΜμΕ. «Αυτή η μετάβαση δεν πρέπει να αφήσει πίσω τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά να τις προτρέψει να συνεργαστούν, να μεγαλώσουν, να γίνουν εξωστρεφείς και καινοτόμες και μαζί με τις μεγάλες επιχειρήσεις να διαφοροποιήσουμε τις εξαγωγές μας και να καταστήσουμε πιο ανθεκτικό στις κρίσεις τον τουρισμό μας» αναφέρει.
Κλιματική δικαιοσύνη
Σε σχέση με τα θέματα ενέργειας σημειώνει ότι «οι πόροι μας δίνουν τη δυνατότητα να ενισχύσουμε πολιτικές που θα προστατέψουν τους πολίτες από την ενεργειακή φτώχεια, ενισχύοντας τις ενεργειακές κοινότητες και την κλιματική δικαιοσύνη. Να δώσουμε στους πολίτες τη δυνατότητα να παράγουν μέρος της ενέργειας που καταναλώνουν και να στηρίξουμε με όλα τα διαθέσιμα εργαλεία τους πολίτες των περιοχών που θα ζήσουν τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, αλλά και την αλλαγή της τοπικής τους οικονομίας εξαιτίας της αλλαγής του κλίματος».
Πρωτογενής τομέας
Παράλληλα ο Νίκος Ανδρουλάκης προτάσσει την αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα.
«Με σύγχρονες μεθόδους και έξυπνες τεχνολογίες, έχουμε τη δυνατότητα να αναβαθμίσουμε την πρωτογενή παραγωγή, μειώνοντας το κόστος για τον Έλληνα παραγωγό, ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Κρήτη, η Πελοπόννησος που είναι εκτεθειμένες στα ακραία καιρικά φαινόμενα» σημειώνει τονίζοντας τη σημασία της επέκτασης της γεωργίας ακριβείας. «Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τη χαμηλή παραγωγικότητα και να μειώσουμε το κόστος, μέσω της καλύτερης διαχείρισης φυσικών πηγών και του περιορισμού των λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Επίσης, να περιορίσουμε τη φορολογία, δίνοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία βιώσιμων συλλογικών σχημάτων και την αναγέννηση των συνεταιρισμών μακριά όμως από τα λάθη του χθες
Η ελληνική αγροτική οικονομία πρέπει σύντομα να περάσει από την παραγωγή ανώνυμων προϊόντων χαμηλής προστιθέμενης αξίας, στην παράγωγή επωνύμων προϊόντων δημιουργίας υπεραξίας.
Θα ενισχύσουμε έτσι την εξωστρέφεια του κλάδου, αντιστρέφοντας το αρνητικό για τη χώρα μας ισοζύγιο μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Η διασύνδεση της αγροδιατροφής με τον τουρισμό θα χτίσει ένα ακόμη ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για το τουριστικό μας προϊόν, ανοίγοντας μεσοπρόθεσμα νέους δρόμους για τις ελληνικές εξαγωγές.»
Ο ρόλος του Δημοσίου
«Επιπλέον, το βλέμμα μας πρέπει να είναι στραμμένο στο μέλλον, στην επέκταση του προσδόκιμου ζωής και των νέων συνθηκών που αυτή επιφέρει για την κοινωνική και οικονομική ζωή, το ψηφιακό χάσμα, την επισφαλή εργασία και την παγίδα φτώχειας που καραδοκεί για το σημερινό “πρεκαριάτο”. Αυτές οι εξελίξεις επιβάλουν την αλλαγή προσανατολισμού της δημόσιας παιδείας και υγείας, των μηχανισμών ενδυνάμωσης και κατάρτισης των ευάλωτων και ευπαθών ομάδων. Και θα απαιτήσουν ένα νέο, αποκεντρωμένο μοντέλο διοίκησης, ένα πραγματικό επιτελικό κράτος που δεν θα περιορίζει την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη.
Η σοσιαλδημοκρατία που οραματίζομαι θα αποκαταστήσει το κοινωνικό συμβόλαιο με υψηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα στην απονομή Δικαιοσύνης, το μεγάλο ασθενή και βαρίδι στην αντίληψη που διαμορφώνουν οι πολίτες για την Πολιτεία. Ταυτόχρονα, με ένα δίκαιο, σταθερό και κλιμακωτό φορολογικό σύστημα θα μειώσουμε τις διαγενεακές και περιφερειακές ανισότητες, αλλά και να δημιουργήσουμε ξανά τις προϋποθέσεις για ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Δεν θα συμβιβαστώ με μια κοινωνία κληρονόμων, αλλά μια κοινωνία ίσων, που θα έχουν τα εφόδια και τις δυνατότητες να κοιτάνε ψηλά και να διεκδικούν τους στόχους τους» τονίζει ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Η συζήτηση για την οικονομία στον κύκλο του Γιώργου Παπανδρέου
Στον αντίποδα μια σειρά σκέψεων για την εργασία, την πορεία της οικονομίας έχει κατατεθεί από στελέχη που στηρίζουν το Γιώργο Παπανδρέου. Οι σκέψεις αυτές, όπως μεταφέρεται στο NEWS 24/7 αποτελούν μια βάση ενός ευρύτερου διαλόγου για την επόμενη μέρα.
Στο πλαίσιο αυτό τονίζεται η ανάγκη για «την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού πλαισίου οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών πολιτικών με κεντρικό στόχο και έμφαση στην βιώσιμη ευημερία και την αειφόρο ανάπτυξη» απέναντι «στο κυρίαρχο (νεοφιλελεύθερο) υπόδειγμα οικονομικής ανάλυσης και πολιτικής.»
Μετρήσιμοι δείκτες κοινωνικής ευημερίας
Όπως τονίζεται «οι παραδοσιακές αναφορές στο κοινωνικό κράτος με όρους αναδιανομής εισοδήματος, προστασίας των αδυνάτων και προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών και αγαθών πρέπει να εμπλουτιστούν με αναφορές σε μετρήσιμους δείκτες βιώσιμης ευημερίας, και οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης».
Σύμφωνα με όσα έχουν κατατεθεί στο διάλογο στον κύκλο του Γιώργου Παπανδρέου, «ένας προϋπολογισμός βιώσιμης ευημερίας και ανάπτυξης απαιτεί νέες προτεραιότητες και κυρίως εμπειρική συσχέτιση των δημοσίων δαπανών (του ύψους και της διάρθρωση τους), των δημοσίων εσόδων και των δημοσιονομικών στόχων με βιώσιμους δείκτες αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του κρατικού προϋπολογισμού, όπως:
- δείκτες φτώχειας (παιδικής, επιμέρους κοινωνικών ομάδων, περιφερειών, κ.ά),
- δείκτες οικονομικής ανισότητας (δείκτης Gini, S80/S20, κά),
- δείκτες μέτρησης του επιπέδου διαβίωσης και της κατανομής της υλικής ευημερίας,
- δείκτες μέτρησης της υγείας και της εκπαίδευσης των πολιτών,
- περιβαλλοντικοί δείκτες,
- δείκτες μέτρησης της ποιότητας της απασχόλησης (π.χ. εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης, άτυπες μορφές απασχόλησης, χρόνος εργασίας, όροι εργασίας, ανάπτυξη δεξιοτήτων, επαγγελματική ανέλιξη, συλλογική εκπροσώπηση, προοπτική απασχόλησης.»
Επαναπροσδιορισμός δημοσιονομικής πολιτικής
«Ένας προϋπολογισμός βιώσιμης ευημερίας και ανάπτυξης απαιτεί επίσης επαναπροσδιορισμό του τρόπου άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής» τονίζεται σχετικά ενώ σημειώνεται ότι: «Η τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση γίνεται με εργαλεία μικρορύθμισης που στοχεύουν μέσω ενός συστήματος κινήτρων και βελτίωσης του κέρδους στην επενδυτική ενεργοποίηση του επιχειρηματικού τομέα. Η εμπειρία μας δείχνει ότι δημοσιονομικές παρεμβάσεις «από πάνω προς τα κάτω» αποτυγχάνουν να οδηγήσουν σε αύξηση της απασχόλησης, και ειδικά των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παρεμβάσεις για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και των ασφαλιστικών εισφορών λειτουργούν με τρόπο που ακόμη και αν βελτιώσουν τις προοπτικές απασχόλησης, αυτό θα γίνει για εκείνους που ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί «πιο απασχολήσιμους» και τελευταία και πιθανά καθόλου, τις προοπτικές απασχόλησης εκείνων που θεωρούνται «λιγότερο απασχολήσιμοι» ή «καθόλου απασχολήσιμοι».
Ως συνέπεια, οι συγκεκριμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις δεν συμβάλλουν στη μείωση της αβεβαιότητας και του κατακερματισμού στην αγορά εργασίας, ενώ αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα και τον αποκλεισμό» αναφέρεται στο πλαίσιο της συζήτησης που γίνεται στον κύκλο του Γιώργου Παπανδρέου.
«Εργοδότης ύστατης καταφυγής»
Παράλληλα κατατίθενται απόψεις για το πώς μπορεί να διαμορφωθεί η αγορά εργασίας με διασφάλιση πρόσβασης σε πλήρη απασχόληση σε όλους τους κοινωνικούς παράγοντες.
«Μια νέα δημοσιονομική προσέγγιση «από κάτω προς τα πάνω» στοχεύει απευθείας το κενό της ζήτησης εργασίας, και όχι το κενό ζήτησης. Αυτό μπορεί να γίνει όταν η δημοσιονομική πολιτική θα στοχεύει η ίδια στη δημιουργία θέσεων εργασίας για όλους όσους επιθυμούν και είναι ικανοί να εργαστούν και ειδικά για τους εργαζόμενους που βιώνουν τις πιο επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης, μεγαλύτερες περιόδους ανεργίας και μεγαλύτερη δυσκολία επανένταξης στην αγορά εργασίας.
Η ιδέα του «εργοδότη ύστατης καταφυγής» ή εναλλακτικά των «προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης» είναι το αποτελεσματικότερο εργαλείο για την αντιμετώπιση του κενού ζήτησης εργασίας, με πολλαπλά δημοσιονομικά, μακροοικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρόταση επαναπροσδιορισμού του κοινωνικού κράτους, που στοχεύει στην βιώσιμη ευημερία και στην δίκαιη διανομή της υλικής ευημερίας μέσω της απασχόλησης και όχι μέσω μιας επιδοματικής πολιτικής (επίδομα φτώχειας, επίδομα ανεργίας, κ.ά. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι τα επιδόματα αυτά θα καταργηθούν, ωστόσο θα περιοριστούν στις περιπτώσεις εκείνων που δεν μπορούν να εργαστούν. Είναι μια πρόταση για ένα κοινωνικό κράτος που δίνει πρωτίστως έμφαση στην δημιουργία ευημερίας και δευτερευόντως στην αναδιανομή του εισοδήματος» αναφέρεται σχετικά.
Πλήρης απασχόληση
Παράλληλα τονίζεται ότι «σε αντίθεση με τα σχήματα βραχυχρόνιας εργασίας και άλλες μορφές ενεργητικών και παθητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας (προγράμματα κατάρτισης, επιδότηση μισθού, επιδόματα ανεργίας κ.ά.), η εφαρμογή προγραμμάτων απασχόλησης μπορεί να γίνει ένα μέσο αντιμετώπισης σύγχρονων προκλήσεων και επίτευξης εμβληματικών αναπτυξιακών στόχων, όπως η διασφάλιση πλήρους και ποιoτικής απασχόλησης, η περιβαλλοντική αειφορία, η μείωση των ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ο οικο-τεχνολογικός μετασχηματισμός των οικονομιών.»
Κατώτατος μισθός
«Ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος πρέπει να θεσμοθετήσει ένα κατώτατο μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης για να γίνει ο θεσμός αυτός οργανικό συστατικό ενός βιώσιμου και δίκαιου υποδείγματος ανάπτυξης. Αυτό προϋποθέτει απομάκρυνση από την κυρίαρχη μίκρο-επιχειρησιακή προσέγγιση του προσδιορισμού του κατώτατου μισθού. Ένας αξιοπρεπής κατώτατος μισθός διαβίωσης θα μπορούσε να προκύψει από την προσαρμογή του στο 60% του διάμεσου μισθού, έτσι ώστε να γίνει το όριο της σχετικής φτώχειας το κατώτατο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η προσαρμογή αυτή δεν σημαίνει αγνόηση των πραγματικών συνθηκών της οικονομίας. Αντίθετα, στο πλαίσιο μιας νέας κοινωνικής συμφωνίας και βάσει ενός χρονοδιαγράμματος ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ο κατώτατος μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης θα σηματοδοτούσε τη μετάβαση σε μια νέα βιώσιμη πραγματικότητα που θα περιορίζει την εργασιακή φτώχεια και την οικονομική ανισότητα και θα διασφαλίζει ένα μέλλον αξιοπρέπειας και ασφάλειας για την εργασία και διατηρήσιμης ευημερίας» σημειώνεται στο πλαίσιο του διαλόγου που έχει ξεκινήσει στο περιβάλλον του Γιώργου Παπανδρέου.
Βαριά σκιά πάνω από τη Χαριλάου Τρικούπη
Ο Γιάννης Αλμπάνης εντοπίζει τα προβλήματα σχετικά με την απευθείας εκλογή προέδρου από τη βάση για τις εκλογές ΚΙΝΑΛ και γιατί η δυσπιστία είναι ικανή να κλονίσει την ενότητα.
Ήταν πολύ ωραίο για να διαρκέσει πολύ… Το κλίμα ευφορίας που επικράτησε στις τάξεις του ΚΙΝΑΛ λόγω της μεγάλης προσέλευσης στις εσωκομματικές εκλογές, αντιστράφηκε από την τοξικότητα της αντιπαράθεσης για τον δεύτερο γύρο. Οι καταγγελίες του Γιώργου Παπανδρέου για παρατυπίες στην εκλογική διαδικασία (τις οποίες στη συνέχεια εν μέρει μάζεψε), καθώς και η δήλωση Λοβέρδου ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ καθόρισαν το τελικό αποτέλεσμα, έριξαν βαριά σκιά πάνω από τη Χαριλάου Τρικούπη.
Μια προβληματική διαδικασία
Η απευθείας εκλογή προέδρου ενός κόμματος από τη βάση χαιρετίζεται συχνά ως διαδικασία εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος. Οφείλουμε βεβαίως να παρατηρήσουμε ότι η εκλογή αρχηγού από τη βάση δεν είναι κάτι καινούργιο, αφού στις ΗΠΑ αποτελεί παραδοσιακό χαρακτηριστικό του πολιτικού συστήματος. Είναι γνωστό επίσης ότι στη συγκεκριμένη διαδικασία ασκείται κριτική γιατί προσδίδει αυξημένη ισχύ στους πολιτικούς αρχηγούς, σε μια εποχή όπου η περιπλοκότητα των πολιτικών πραγμάτων καθιστά αναγκαία μια διαδικασία λήψης αποφάσεων με αυξημένες θεσμικές δικλείδες και συλλογική συμμετοχή.
Ωστόσο, τα μείζονα προβλήματα της διαδικασίας του ΚΙΝΑΛ είναι άλλα. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, όταν ένα σχετικά μικρό κόμμα οργανώνει διαδικασία εκλογής από τη βάση, μπορεί το αποτέλεσμα να επηρεαστεί ως ένα βαθμό από έξωθεν παρεμβάσεις άλλων σχηματισμών.
Δεύτερον, μια διαδικασία που δεν έχει έχει εκ των προτέρων ελεγμένους εκλογικούς καταλόγους, δεν μπορεί να είναι θωρακισμένη.
Η αμφισβήτηση
Είναι απίθανο την Κυριακή ο Νίκος Ανδρουλάκης να μην καταγάγει μια καθαρή νίκη. Είναι ακόμα πιο απίθανο να γίνει επισταμένη έρευνα των καταγγελιών Παπανδρέου. Κατά συνέπεια, ενώ λογικά δεν θα έχουμε ευθεία αμφισβήτηση της νομιμότητας του νέου αρχηγού, εντούτοις, το κλίμα έχει χαλάσει.
Όταν τίθεται ζήτημα διαβλητότητας της διαδικασίας, ορθώνεται ένα τείχος δυσπιστίας ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη. Οι μεν αισθάνονται ότι έχουν εξαπατηθεί. Οι δε ότι συκοφαντούνται. Οι πιο κυνικοί και από τους μεν και από τους δε, όσοι δηλαδή δεν ορρωδούν προ ουδενός προκειμένου να ικανοποιήσουν τις προσωπικές φιλοδοξίες τους, βρίσκουν στο νέφος της τοξικότητας την κατάλληλη κάλυψη για να κινηθούν προφυλαγμένοι.
Η εμπειρία δείχνει ότι στα κόμματα όταν υψώνεται το τείχος της δυσπιστίας, κλονίζονται αρχικά το αίσθημα της συλλογικότητας και στη συνέχεια η ίδια η ενότητα. Πολλές φορές ο κλονισμός αυτός είναι ανεξάρτητος από τις προθέσεις των υτοκειμένων. Η “μηχανή του διχασμού” εύκολα μπαίνει μπροστά, αλλά δύσκολα σταματάει.
Τα δύσκολα άρχισαν
Τα δύσκολα για τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ άρχισαν πριν καν εκλεγεί. Πέρα από αυτό καθαυτό το δύσκολο έργο της ανασυγκρότησης ενός συρρικνωμένου και γερασμένου κόμματος, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με το τοξικό εσωκομματικό κλίμα. Στα δύσκολα βέβαια κρίνονται οι πολιτικοί πρώτης γραμμής.
Γιάννης Αλμπάνης
Άποψη: Από Δευτέρα τα δύσκολα…
Λίγες ώρες έχουν απομείνει ώς την εκλογή προέδρου στο ΚΙΝ.ΑΛΛ.-ΠΑΣΟΚ. Την Κυριακή το βράδυ όλα θα έχουν τελειώσει. Στην πραγματικότητα όμως, όποιος και αν εκλεγεί, τα δύσκολα και τα σοβαρά τότε θα αρχίσουν.
Μπορεί στο Κίνημα Αλλαγής να μην κρύβουν τη χαρά τους για τη συμμετοχή του κόσμου στον πρώτο γύρο, η εμπιστοσύνη όμως των πολιτών σε έναν πολιτικό φορέα είναι πολύ πιο περίπλοκο ζήτημα από τη συγκεκριμένη, στιγμιαία -και για διάφορους λόγους- προσέλευση στην εσωκομματική κάλπη.
Κακά τα ψέματα. Το ΠΑΣΟΚ έχασε την εμπιστοσύνη των πολιτών ως συνέπεια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών του από τις οποίες δεν έχει απεμπλακεί και ενδεχομένως δεν θέλει να απεμπλακεί. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να έρθουν άλλοι να καλύψουν τον χώρο που κάλυπτε όταν ήταν κραταιό κόμμα. Κατά κύριο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως η Ν.Δ.
Δυο κόμματα, δηλαδή, που εναλλάχθηκαν στην κυβερνητική εξουσία και τα οποία δεν έχουν καμία διάθεση να παραδώσουν ό,τι κέρδισαν την τελευταία δεκαετία αριστερότερα και δεξιότερα της ελληνικής κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας. Στην πολιτική, όπως στη ζωή και στη φύση, δεν υπάρχει κενό. Και αν υπάρξει, είναι σύντομο και καλύπτεται πολύ γρήγορα. Στην προκειμένη περίπτωση το κενό που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ έχει καλυφθεί.
Αντικειμενικά, επομένως, τίθεται το ερώτημα: Ο νέος αρχηγός στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. θα είναι ένας απλός διαχειριστής του κόμματος όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα ή επιφορτίζεται και με κάτι περισσότερο;
Και οι δύο αντίπαλοι -και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Νίκος Ανδρουλάκης- θέτουν ως στόχο να επαναφέρουν το κόμμα τους στον ρόλο και στα μεγέθη της προμνημονιακής περιόδου. Αυτό σημαίνει αναβίωση του παλιού δικομματικού συστήματος, έστω με νέους πολιτικούς όρους.
Με δεδομένο ότι ο ένας πόλος αυτού του συστήματος υπάρχει και είναι η Ν.Δ., για να ξαναγίνει το ΚΙΝ.ΑΛΛ.-ΠΑΣΟΚ ο άλλος πόλος, επί της ουσίας θα πρέπει να γίνει ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό, αν και είναι διακαής πόθος του εγχώριου κατεστημένου, μοιάζει μάλλον πολύ δύσκολο. Εκτός και αν δεχτούμε πως στην Κουμουνδούρου έχουν αποφασίσει να αυτοκτονήσουν ομαδικά. Οπως και να ’χει πάντως, οι εκλογές στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. και το αποτέλεσμά τους πυροδοτούν το ενδιαφέρον για την πολιτική και τη συμμετοχή των πολιτών σε αυτήν.
Λίγες ώρες έχουν απομείνει ώς την εκλογή προέδρου στο ΚΙΝ.ΑΛΛ.-ΠΑΣΟΚ. Την Κυριακή το βράδυ όλα θα έχουν τελειώσει. Στην πραγματικότητα όμως, όποιος και αν εκλεγεί, τα δύσκολα και τα σοβαρά τότε θα αρχίσουν.
Μπορεί στο Κίνημα Αλλαγής να μην κρύβουν τη χαρά τους για τη συμμετοχή του κόσμου στον πρώτο γύρο, η εμπιστοσύνη όμως των πολιτών σε έναν πολιτικό φορέα είναι πολύ πιο περίπλοκο ζήτημα από τη συγκεκριμένη, στιγμιαία -και για διάφορους λόγους- προσέλευση στην εσωκομματική κάλπη.
Κακά τα ψέματα. Το ΠΑΣΟΚ έχασε την εμπιστοσύνη των πολιτών ως συνέπεια συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών του από τις οποίες δεν έχει απεμπλακεί και ενδεχομένως δεν θέλει να απεμπλακεί. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν να έρθουν άλλοι να καλύψουν τον χώρο που κάλυπτε όταν ήταν κραταιό κόμμα. Κατά κύριο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως η Ν.Δ.
Δυο κόμματα, δηλαδή, που εναλλάχθηκαν στην κυβερνητική εξουσία και τα οποία δεν έχουν καμία διάθεση να παραδώσουν ό,τι κέρδισαν την τελευταία δεκαετία αριστερότερα και δεξιότερα της ελληνικής κλασικής Σοσιαλδημοκρατίας. Στην πολιτική, όπως στη ζωή και στη φύση, δεν υπάρχει κενό. Και αν υπάρξει, είναι σύντομο και καλύπτεται πολύ γρήγορα. Στην προκειμένη περίπτωση το κενό που δημιούργησε το ΠΑΣΟΚ έχει καλυφθεί.
Αντικειμενικά, επομένως, τίθεται το ερώτημα: Ο νέος αρχηγός στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. θα είναι ένας απλός διαχειριστής του κόμματος όπως αυτό έχει διαμορφωθεί σήμερα ή επιφορτίζεται και με κάτι περισσότερο;
Και οι δύο αντίπαλοι -και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Νίκος Ανδρουλάκης- θέτουν ως στόχο να επαναφέρουν το κόμμα τους στον ρόλο και στα μεγέθη της προμνημονιακής περιόδου. Αυτό σημαίνει αναβίωση του παλιού δικομματικού συστήματος, έστω με νέους πολιτικούς όρους.
Με δεδομένο ότι ο ένας πόλος αυτού του συστήματος υπάρχει και είναι η Ν.Δ., για να ξαναγίνει το ΚΙΝ.ΑΛΛ.-ΠΑΣΟΚ ο άλλος πόλος, επί της ουσίας θα πρέπει να γίνει ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό, αν και είναι διακαής πόθος του εγχώριου κατεστημένου, μοιάζει μάλλον πολύ δύσκολο. Εκτός και αν δεχτούμε πως στην Κουμουνδούρου έχουν αποφασίσει να αυτοκτονήσουν ομαδικά. Οπως και να ’χει πάντως, οι εκλογές στο ΚΙΝ.ΑΛΛ. και το αποτέλεσμά τους πυροδοτούν το ενδιαφέρον για την πολιτική και τη συμμετοχή των πολιτών σε αυτήν.