Η προανακριτική για την υπόθεση Παππά – Καλογρίτσα τελείωσε, η πλειοψηφία της, όπως οι πάντες ανέμεναν, εξέδωσε πόρισμα με το οποίο ζητάει την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο του πρώην υπουργού, αν και με τη μία από τις δύο κατηγορίες -απέσυρε το κακούργημα, κράτησε το πλημμέλημα- και στη συνέχεια η πλειοψηφία της Βουλής, όπως πάλι οι πάντες περίμεναν, ψήφισε την παραπομπή με δύο διαρροές.
Προσπάθησαν ορισμένοι κυβερνητικοί παράγοντες να πείσουν ότι η παράβαση καθήκοντος είναι σοβαρό αδίκημα κι ας χαρακτηρίζεται πλημμέλημα, απέφυγαν όμως να πουν ότι πολλοί υπουργοί των προηγούμενων κυβερνήσεων μπορεί να κατηγορηθούν ότι το διέπραξαν, αρκετοί υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης το έχουν ήδη διαπράξει και σίγουρα αρκετοί υπουργοί των επόμενων κυβερνήσεων θα το διαπράξουν.
Είναι πολύ εύκολη κατηγορία, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί με δικονομικούς όρους. Εκτός αν οι διώκτες αξιοποιώντας τους συσχετισμούς αποφασίσουν να παραβιάσουν την κοινή λογική και να μεταφράσουν τους νόμους καταπώς τους συμφέρει. Δεν κατάφεραν, επίσης, να παρουσιάσουν στοιχεία -μία υπογραφή, μία νομοθετική ρύθμιση, μία κυβερνητική απόφαση- που να αποδεικνύουν ότι έχουμε παράβαση καθήκοντος.
Απλώς αυτοί και αυτές που τάχθηκαν υπέρ της παραπομπής έκαναν το κομματικό καθήκον τους. Με εκπτώσεις, βεβαίως. Δεν θα μπορούσαν να μην ζητήσουν την παραπομπή του πρώην υπουργού, γιατί τότε θα εξέθεταν τον πρωθυπουργό και θα ακύρωναν όλη την προπαγάνδα της παράταξης και των φιλικών της μέσων ενημέρωσης, που εδώ και χρόνια έχουν στοχοποιήσει τον πρώην υπουργό. Δεν θα μπορούσαν, όμως, να υποστηρίξουν ότι υπάρχει και το κακούργημα της δωροληψίας, γιατί δεν έχουν καμία απάντηση στο βασικό ερώτημα «πού είναι τα λεφτά;».
Το ενδιαφέρον, όμως, στην υπόθεση είναι η έμμεση ομολογία του προέδρου της προανακριτικής, Σταύρου Κελέτση, ότι οι προανακριτικές (άρα και η τελευταία) είναι ευάλωτες στην υποψία ότι λειτουργούν με κομματικά κριτήρια, αν και, σύμφωνα με το Σύνταγμα, είναι δικαστικά όργανα. Ο κ. Κελέτσης μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα ανέφερε: «Η Βουλή πράγματι είναι ένα πολιτικό όργανο και αποφασίζει πολιτικά»: Ουδέν αληθέστερο αυτού… «Εδώ, βάσει του άρθρου 86, έχουμε μια εξαιρετική αρμοδιότητα της Βουλής, όπου περιπλέκεται, διαπλέκεται η εκτελεστική εξουσία με τη νομοθετική, εδώ δεν έχουμε αρμοδιότητα νομοθετική, αλλά καθαρά δικαστική»: Δηλαδή οι βουλευτές καλούνται να ξεχάσουν ότι είναι μέλη κομμάτων και να συμπεριφερθούν ως ανεξάρτητοι και ανιδιοτελείς εισαγγελείς.
Είναι αυτό εφικτό; Απαντά ο ίδιος… «Η προσωπική και πολιτική και νομική μου άποψη είναι ότι θα προτιμούσα πράγματι να αποσυνδεθεί τελείως και στην περίπτωση της δίωξης υπουργών η διαδικασία από τη Βουλή. Θεωρώ ότι είναι θέμα Δικαιοσύνης, πρέπει να πηγαίνει κατευθείαν εκεί, ενδεχομένως σε κάποιο ανώτερο, ανώτατο δικαστικό όργανο, αλλά να μην έρχεται καθόλου στη Βουλή»: Η τοποθέτηση αυτή ακυρώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο την επιχειρηματολογία ότι οι προανακριτικές μπορούν να λειτουργήσουν ως δικαστικά σώματα που δεν χειραγωγούνται από τα κόμματα.
Προς τιμήν του ο κ. Κελέτσης παραδέχεται ότι ο θεσμός είναι προβληματικός. Ωστόσο, αφού είχε αυτές τις ισχυρές διαφωνίες, αναρωτιέται κανείς γιατί δέχθηκε να μπει στην επιτροπή και να αναλάβει πρόεδρος της. Η πεποίθησή του (είναι και νομικός) αιχμαλωτίστηκε από την κομματική υποχρέωσή του;
Ετσι, όμως, είναι απολύτως λογικό να εδραιώνεται στην κοινωνία η άποψη που ο ίδιος ο κ. Κελέτσης αποδοκιμάζει:…«Μένει σαν εικόνα στην κοινωνία και τους πολίτες ότι η Βουλή κάνει πολιτική δουλειά, άρα διώκει τους αντιπάλους της με πολιτικά κριτήρια. Πρέπει να το ξεπεράσουμε αυτό». Να το ξεπεράσουμε όντως, όχι πάντως δίνοντας διαπιστευτήρια αμεροληψίας που ουδείς τα παίρνει σοβαρά, αλλά καταργώντας αυτή τη διαδικασία που είναι διάτρητη. Το χειρότερο είναι ότι καλλιεργεί κλίμα ρεβανσισμού, αφού οι σημερινοί διωκόμενοι, αύριο μπορεί, εφόσον οι συνθήκες τούς το επιτρέψουν, να γίνουν διώκτες και να συνεχιστεί έτσι ο φαύλος κύκλος ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Ανάγωγα
Το ακούσαμε κι αυτό: Γιατί τόσοι νεκροί στη Γερμανία από τις πλημμύρες; Ο Θεός τιμωρεί τους Γερμανούς, οι οποίοι μας κουνούσαν συνεχώς το δάχτυλο που πέσαμε στην ανάγκη τους την περίοδο της χρεοκοπίας. Το εξοργιστικό είναι ότι αυτά τα λένε εκείνοι που φώναζαν «βάστα γερά, Σόιμπλε» και τον καλούσαν να μην υποκύψει στις εκκλήσεις των άθεων Συριζαίων που είχαν καταλάβει ξένη ιδιοκτησία, δηλαδή την Ελλάδα, στερώντας από τους φυσικούς ιδιοκτήτες τη δυνατότητα να συνεχίσουν τη λεηλασία. Θα έχει μπερδευτεί και ο Πανάγαθος με τις κωλοτούμπες των πιστών του.