Ένας κόσμος φτιαγμένος με γυαλί, όνειρα και πόθους

Η παράσταση αυτή μας θύμισε ότι ακόμα και σήμερα, στο μικρό διαμέρισμα της Νέας Ορλεάνης και την ασήμαντη ιστορία του, ο κόσμος μπορεί να βρει ένα καταφύγιο τρυφερότητας και ανθρωπιάς. Από την όμορφη δουλειά του σκηνοθέτη Ιβο βαν Χόβε και των σπουδαίων ηθοποιών κερδισμένο βγαίνει τελικά το ίδιο το θέατρο του Τενεσί Ουίλιαμς.

Ο ενθουσιασμός υπήρξε μεγάλος και εμφανής σε όσους πρόλαβαν να παρακολουθήσουν τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Ουίλιαμς από τον Ιβο βαν Χόβε (και την Ιζαμπέλ Ιπέρ, βεβαίως) στη Στέγη το προηγούμενο Σαββατοκύριακο.

Δικαίως, αφού πρόκειται για μια παράσταση που, όπως αποδείχτηκε, όχι μόνο κατάφερε να μεταδώσει τον εύθραυστο κόσμο του Αμερικανού, αλλά και μπόρεσε να τον μπολιάσει με μια νέου ύφους ευαισθησία, νέα όψη και νέα αισθητική. Μια πρωτότυπη, ιδιαίτερη μα και σύγχρονη κατοίκηση του χιλιοϊδωμένου μεταπολεμικού διαμερίσματος του παγκόσμιου θεάτρου.

Και όχι να περιαυτολογούμε μα η δική μας γνώμη σαν να βαρύνει κάπως περισσότερο στον ούτως ή άλλως πλούσιο σε αποτιμήσεις φάκελο του διάσημου Βέλγου σκηνοθέτη. Γιατί, το ’χω δηλώσει και παλιότερα, ο Τενεσί Ουίλιαμς διόλου δεν είναι κάποιος ξένος συγγραφέας για μας -τον ρόγχο του ονείρου του και το βουβό του πλάνταγμα εμείς τα έχουμε κατακτήσει και τα νιώθουμε στο θέατρό μας.

Πιθανόν υπάρχουν κι άλλο «ξένοι» συγγραφείς που έχουν ανεβεί με παρόμοια επιτυχία στη σκηνή μας. Ομως με τον Ουίλιαμς συμβαίνει η περίεργη ώσμωση ενός ξένου δημιουργού με την αισθητική και το κλίμα του δικού μας μεταπολεμικού σύμπαντος, ώστε αυτός -μαζί με δυο-τρεις άλλους- να βρεθεί στην καρδιά μας και η μακρινή μισοφωτισμένη Αμερική του να φτάσει να συνομιλεί με τη δική μας την -ιθαγενή, σπλαγχνική- δημιουργία.

Φτάσαμε επομένως στην παράσταση της Στέγης μελετημένοι και με αυτοπεποίθηση, ικανοί να γοητευτούμε μα και να κρίνουμε όσα ο Χόβε και οι συνεργάτες του παρέδωσαν στην αντίληψή μας. Το σημαντικότερο πιστεύω που παρέδωσαν είναι τελικά ο ίδιος τους ο εαυτός… Αυτή άλλωστε δεν είναι πάντα η μαγεία με τον Ουίλιαμς; Από τους λίγους συγγραφείς που σε κάνει να αποκαλύπτεσαι μαζί τους.

Ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να μείνεις ψυχρός παρατηρητής μιας ιστορίας που σε κάνει να συγκινηθείς με την ίδια της την «ασημαντότητα». Για να είμαστε ειλικρινείς τίποτα στην ιστορία του «Γυάλινου Κόσμου» και του εξαιρετικά σύντομου, αποτυχημένου συνοικεσίου του, κάπου-κάποτε σε ένα μικροαστικό διαμέρισμα της Ορλεάνης, δεν είναι αυτό που λέμε «μεγάλο»: δεν είναι μια ιστορία με τέλος, δίδαγμα, επιμύθιο.

Κανείς από όσους εξιστορούνται δεν είναι πολύ δυστυχισμένος ή πολύ αποτυχημένος ή πολύ ιδιαίτερος. Κανένας δεν είναι πάλι πολύ φτωχός, πολύ απελπισμένος, πολύ «ανάπηρος». Και αντιθέτως: κανένα από αυτά τα πλάσματα δεν προμηνύει κάτι λαμπρό, κάτι μεγάλο, κάτι εκθαμβωτικό για το μέλλον -ακόμα κι αν αφηγητής είναι ο ίδιος ο διάσημος συγγραφέας. Μια ασήμαντη ιστορία είναι ο «Γυάλινος Κόσμος» στο ημίφως της λάμψης του μεγάλου δράματος και της ακόμα μεγαλύτερης αστραποβολής του κόσμου.

Απέναντι σε αυτήν τη μικρή ιστορία, την τόσο αποκαλυπτική όμως για τη ζωή του συγγραφέα-ποιητή, δεν μπορείς να μείνεις ούτε απαθής, ούτε αμέτοχος. Προβάλλεις το δικό σου δράμα πάνω στο δράμα του Ουίλιαμς και ξεκινώντας από εκεί θυμάσαι τον δικό σου κόσμο, με τις δικές του πληγές, τις δικές του ενοχές, τις δικές του άρρητες αποκαλύψεις. Αυτό είναι νομίζω που είδαμε κι εμείς στη Στέγη και με αυτό συγκινηθήκαμε. Ενα μέρος του γυάλινου κόσμου βρίσκεται μέσα μας.

Ο Χόβε έβαλε τα πλάσματα του δικού του «Γυάλινου Κόσμου» να ζουν σε ένα κατ’ ουσίαν θαμμένο σπίτι κάτω από τη γη, σε μια φωλιά μικρών και τρομαγμένων ζώων που κρύβονται ή προφυλάσσονται από τα έξω θηράματα.

Και ποιανού είναι αυτός ο κόσμος; Είναι μήπως ο κόσμος του Τομ, που τον βαραίνει σαν φυλακή και που ζητάει να βγει έξω για να πάρει ανάσα;… Είναι άραγε ο κόσμος της Αμάντα, που έχει θαφτεί εδώ με μόνο εφόδιο τις αναμνήσεις της από τον παλιό καλό καιρό;… Ή είναι τελικά ο κόσμος της Λόρα, που τον νιώθει αντίθετα σαν καταφύγιο, που κουλουριάζεται μέσα του και αρκείται στο λιγοστό φως του για να φωτίσει με αυτό τα δικά της -ευθραυστότερα από την ίδια- ομοιώματα του πάνω κόσμου;…

Πάντως στους τοίχους βρίσκεται παντού σταμπαρισμένη η εικόνα του πατέρα, του μεγάλου απόντα, που έφτιαξε τη φωλιά και την εγκατέλειψε, δείχνοντας πως η μόνη διέξοδος από το λαγούμι είναι η προς τα πάνω φυγή…

Ο κόσμος αυτός ανήκει σε όλους, ακόμα κι αν ο καθένας τον βλέπει και τον καταλαβαίνει διαφορετικά. Δεν είναι «ρεαλισμός» αυτό, δεν ξέρω καν αν είναι ο περίφημος «ποιητικός ρεαλισμός» με τον οποίο έχουμε συνδέσει στενά τον συγγραφέα του τόσα χρόνια.

Από το σκηνικό του Γιαν Βερσβέιβελντ λείπει άλλωστε το ευκρινέστερο γνώρισμα μα και μεγαλύτερο εργαλείο της τυπικής ρεαλιστικής σκηνής όπως την ξέρουμε… το οικογενειακό σαλόνι! Χωρίς αυτό οι ρόλοι βρίσκονται περίεργα έκθετοι, απροστάτευτοι και αστερέωτοι στη σκηνή κι οι ηθοποιοί οφείλουν να μετατρέψουν τυπικές κινήσεις εντός του χώρου τους σε δηλώσεις μιας εξω-ρεαλιστικής σύμβασης.

Ιδού λοιπόν. Καταλήγουμε σε ένα ιμπρεσιονιστικό σύμπαν στο οποίο τα γνωστά μας πλάσματα ζουν το καθένα εντός του κόσμου του. Αυτό που βλέπουμε, ας πούμε, στον κόσμο του Τομ μαρτυρά την ενοχή του ότι είναι τελικά αυτός -όχι ο πατέρας του- που έθαψε τα αγαπημένα του πρόσωπα βαθιά στο χώμα! Και, για να κοιτάξουμε καλύτερα τώρα… Μα ναι, το πρόσωπο που έχει σκαλιστεί στον τοίχο του λαγουμιού μοιάζει τώρα με το δικό του.

Κι είναι από την άλλη ένας κόσμος φτιαγμένος με τα υλικά του ονείρου, κόσμος ποιητικός, δηλαδή επανασυστημένος ώστε να φανερώνει το φως του στους γυάλινους εκείνους που σπάνε -σε αυτό συμβάλλει και η τρυφερή μουσική του Ζορζ Νταού. Ο ίδιος ο Τομ είναι η περσόνα του ποιητή και κουβαλά τη μελλοντική του ενοχή σαν παροντική εξομολόγηση. Ο Ναϊέλ Βισκαγιάρ είναι ένας ρευστός όσο και κουρασμένος ποιητής, ένοχος ήδη από το βάρος των σκέψεών του για απόδραση. Η Λόρα της Ζιστίν Μπασλέ είναι μια αποκάλυψη από μόνη της: η αναπηρία της μοιάζει να φωλιάζει στο μυαλό της, σαν ένα είδος υστερίας, και η ηθοποιός αποδίδει πίσω από αυτήν μια κοπέλα διψασμένη για έρωτα, γεμάτη επιθυμίες και αναστολές.

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ ερμηνεύει βέβαια την Αμάντα που κατορθώνει να πρωταγωνιστήσει στο μυαλό του συγγραφέα στο πρώτο μισό: η υπερκινητικότητά της αντισταθμίζει τη νωθρότητα του περιβάλλοντός της και η μητρική της φορτικότητα φανερώνει την επίδρασή της στις μελλοντικές τύψεις του συγγραφέα.

Ο Τζιμ, τέλος, του Σιρίλ Γκι, είναι γεμάτος θετική σκέψη κι ίσως ο μόνος που ανήκει στον πάνω κόσμο. Κι είναι εμφανές πως η σύντομη επίσκεψή του στο σπίτι του Τομ θα φέρει μόνο αναστάτωση χωρίς λύση -ο δικός του κόσμος αντίθετα με τον κόσμο της Λόρα φωτίζεται με αστραπές.

Έχουμε καλομάθει με τον Ουίλιαμς. Κι οι περισσότεροι φαντάζομαι κουβαλάμε στη μνήμη όχι μια αλλά πολλές στιγμές του Κόσμου του, του φτιαγμένου με γυαλί, τριαντάφυλλα, όνειρα και πόθους. Ομως η παράσταση αυτή της Στέγης μάς θύμισε ότι ακόμα και σήμερα στο μικρό διαμέρισμα της Νέας Ορλεάνης και την ασήμαντη ιστορία του, ο κόσμος μπορεί να βρει ένα καταφύγιο τρυφερότητας και ανθρωπιάς. Από την όμορφη δουλειά του σκηνοθέτη και των σπουδαίων ηθοποιών κερδισμένο βγαίνει τελικά το ίδιο το θέατρο του Ουίλιαμς.