Ένας επικίνδυνος, ιδανικός και ανάξιος ηγέτης

Ένα μεγάλο έργο, «καταραμένο» όσον αφορά τη βαριά του παράδοση, αποδίδεται απ­ενοχο­ποιημένα, με τους όρους του μικρού θεάτρου-δωματίου.

Ο Σέξπιρ πλέον έχει φύγει από τις μεγάλες σκηνές, όπου για δεκαετίες φιλοξενήθηκε, λόγω της αντιμετώπισής του ως μέρους ενός «εθνικού θεάτρου» με την ευρεία έννοια, και έχει μετακομίσει για τα καλά στις αυλές των νεανικών θιάσων. Είτε με τις τραγωδίες είτε με τις κωμωδίες του, θεωρείται πλέον η κατάλληλη βάση κάθε τολμηρής έμπνευσης, που ξεκινά από το εκάστοτε έργο, απλώνεται όμως σε πλήθος ερμηνειών του σύγχρονου πολιτιστικού, ιδεολογικού, πολιτικού έως και υπαρξιακού και αισθητικού τοπίου. Αυτός ο Σέξπιρ-πηλός πλάθεται κάθε φορά όπως τον έχει φανταστεί ο νους μας κι αποτυπώνει κάθε πρόθεσή μας να πούμε παλιές ιστορίες με τον δικό μας τρόπο.

Το αποτέλεσμα βέβαια είναι ότι το πιο ακριβοθώρητο πλέον πράγμα στο σύγχρονο θέατρο είναι να δεις έναν Σέξπιρ από την αρχή μέχρι το τέλος, σε μετάφραση πιστή και ολοκληρωμένη, σε διάκοσμο που θα είναι τέλος πάντων σημείο μιας κάπως ακριβής παραγωγής και ερμηνείες που θα επιδιώκουν να αφήσουν εποχή με τον όγκο ή το μεγαλείο τους… Ολα αυτά ακούγονται σήμερα ανυπόφορα συμβατικά!… Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Σέξπιρ παραδίδεται διασκευασμένος και κομμένος, διαθλασμένος και εντοιχισμένος στο ύφος κάποιας συγκεκριμένης απόδοσης. Είναι πια ο Σέξπιρ του τάδε σκηνοθέτη, ο Σέξπιρ κάτω από το δέρμα της δείνα νέας, επάλληλης δραματουργίας, με το όνομά του στη μαρκίζα.

Είναι λοιπόν επόμενο από τη μεριά μας να προσερχόμαστε σε αυτές τις παραστάσεις όχι για να «πρωτο-γνωρίσουμε» το έργο του βάρδου –γι’ αυτό έχει απομείνει η κατ’ οίκον ανάγνωση…– αλλά για να παραστούμε στον καινοφανή τρόπο με τον οποίο ο θίασος επέλεξε να επενδύσει το κλασικό κείμενο. Οσο και να ακούγεται περίεργο, εμείς στο θέατρο δεν πηγαίνουμε για να δούμε το φεγγάρι –αυτό το κάνουμε μόνοι μας–, αλλά το δάκτυλο που το δείχνει και το πώς κάθε φορά το δείχνει.

Στο ίδιο θέατρο, στο Από Μηχανής, πριν από όχι και τόσα χρόνια είχαμε δει τον Μάκβεθ στη μετάφραση του Χειμωνά (από μόνη της ικανή να μετατοπίσει τον άξονα του έργου), στην ιδιαίτερα παρεμβατική σκηνοθεσία τότε, του Θάνου Παπακωνσταντίνου, και σε μια διασκευή από τον θίασο, που κρατούσε από τη διανομή του έργου μόνο τέσσερα βασικά πρόσωπα. Τον ξαναβλέπουμε πάλι σήμερα, σε νέα μετάφραση από τον Γιάννη Νταλιάνη, σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά, και πάλι σε διασκευή η οποία περιορίζει τα πρόσωπά του σε τρία: στον μοιραίο Μάκβεθ, στη λαίδη του και σε ένα τρίτο πρόσωπο-μπαλαντέρ που μετακινείται από ρόλο σε ρόλο.

Είναι φανερό πως μας τραβάει κάτι στον τρόπο αυτόν που διαβάζουμε τον Σέξπιρ. Ισως να μας ενοχλεί η κανονική του πυκνότητα τόσο, ώστε να κρατούμε από αυτόν μια συμπυκνωμένη έκδοση. Ισως να είναι το περίφημο ζήτημα της μικρής παραγωγής –που βέβαια παίζει ρόλο στην απόφαση του θιάσου. Είναι πάλι που γνωρίζουμε ότι ο Σέξπιρ δεν μπορεί να αποδοθεί στην ολότητά του, καθώς έχει γίνει από μόνος του ερμηνευτική ήπειρος στον παγκόσμιο χάρτη του στοχασμού. Κι ίσως, τέλος, να είναι που ακόμα νιώθουμε ότι ο ίδιος μας προκαλεί να συμμετέχουμε σε ένα παιχνίδι μεταμόρφωσης και παραμυθιού, αναγκαίο στις πραγματιστικές μέρες μας.

Αυτός ο τελευταίος είναι ίσως ο βασικός λόγος πίσω από την πρόταση του Από Μηχανής, στον δικό του Μάκβεθ. Ο υπότιτλος, ο «Κύκλος του ΣτΑΙΜΑτος», δεν είναι ασφαλώς αναγκαίος, είναι όμως χρήσιμος για να κατανοήσουν ακόμα και οι λιγότερο υποψιασμένοι πως πρόκειται για ελεύθερη, προσωπική μεταφορά του αρχικού κειμένου.

Η μεταφορά αποτελείται από το φανερό μέρος της, που είναι όπως είπαμε η συμπύκνωση των προσώπων σε τρεις ερμηνευτές. Εχει όμως και ορισμένα λιγότερο ορατά σημεία. Οπως, ας πούμε, η απενοχοποιημένη διάθεση των συντελεστών της να δώσουν ένα «μεγάλο» έργο με τους όρους του μικρού θεάτρου-δωματίου και στο ανάλογο ύφος.

Ο Μάκβεθ αυτός ξεκινά όχι στις πεδιάδες της Σκοτίας αλλά στον ερημικό, άνυδρο μη-τόπο του υπαρξιακού θεάτρου (σκηνικά της Στέφης Πανταβού και ωραίοι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη). Εκεί καταλήγει θορυβημένος κάποιος κοστουμαρισμένος κύριος (μάλλον χρηματιστής) με το πρόσωπο του Γιάννη Νταλιάνη, μια στάση πιθανόν στο πέρασμά του προς την τελική μετάσταση. Δεν είναι απολύτως σαφές το πλαίσιο εντός του οποίου η διασκευή εντάσσει τον Μάκβεθ, λειτουργεί ωστόσο έξυπνα, καθώς συνδέει από την αρχή την απόκοσμη ατμόσφαιρα και την εν θεάτρω ερμηνεία της απόδοσης, με το κλίμα του έργου και τη μεταφυσική του διάθεση. Οπως και να ’χει, ο λογιστής θα μεταμορφωθεί επί σκηνής με τα ρούχα του Μάκβεθ (κοστούμια της Αρτέμιδος Φλέσσα) και θα «αναλάβει» τον ρόλο του.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα θα παρακολουθήσουμε έναν Μάκβεθ μάλλον διαλεκτικό απέναντι στο πρόσωπο του Σκοτσέζου δούκα, που θα εκπληρώσει τις προφητείες του μεγαλείου του με τον πλέον ατιμωτικό τρόπο. Είναι φανερό ότι ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μυλωνάς δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον μηχανισμό που κινεί εσωτερικά τον Μάκβεθ –για την ψυχολογία του–, αλλά και για εκείνον που τον καθορίζει εξωτερικά. Αυτός ο δρόμος είναι εκείνος που επιβάλλει να δούμε την ιστορία του Μάκβεθ, αντί για προσωπικό δρόμο προς την κόλαση, σαν μια διαδικασία παραγωγής τυράννων.

Ο Μάκβεθ του Νταλιάνη από την άλλη θα κληθεί να ξεπεράσει, πέρα από την ιεραρχία, τη φύση του. Γιατί πίσω από τις μάγισσες, τους χρησμούς και τους σκοτεινούς οιωνούς, ο Μάκβεθ δεν είναι παρά η παραβολική ιστορία ακόμη ενός στρατιωτικού που, κι αν είναι εξαίρετος στα πεδία των μαχών, αποδεικνύεται ανίκανος στα εξίσου άγρια πεδία της πολιτικής. Δεν θα καταφέρει ποτέ να υπερβεί την ιδιότητα του αμήχανου στρατιώτη, χειραγωγούμενου στα χέρια των άλλων, βολικού οργάνου στην εκπλήρωση των σκοπών τους.

Δεν είναι καν ήρωας, όπως τον βλέπουμε να άγεται και να φέρεται από την κακόβουλη φιλοδοξία, τη δική του ή της γυναίκας του… Οπως διαβάζουμε, η απόδοση στηρίχτηκε στις πρόβες του θιάσου και είναι επόμενο ιδιοσυστατικά στοιχεία των ηθοποιών να έχουν μεταφερθεί στους ρόλους. Ο Γιάννης Νταλιάνης, ας πούμε, δίνει στον κεντρικό ήρωά του την εικόνα ενός ανθρώπου που παρακινείται λιγότερο από τη φιλοδοξία και περισσότερο από την πειθώ των γύρω του. Είναι πρόσωπο που διαμορφώνεται καθ’ οδόν και καθώς η μία πράξη φέρνει την άλλη και ο ένας φόνος τον επόμενο, ο Μάκβεθ τελικά γίνεται οι πράξεις του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως κάτι το ανεπαίσθητα κωμικό έχει υπεισέλθει στην ερμηνεία του Νταλιάνη, το κωμικό που συνορεύει με το ανεστραμμένο τραγικό είδωλο. Ενας επικίνδυνος, ιδανικός και ανάξιος ηγέτης είναι ο Μάκβεθ τού Από Μηχανής, που όσο κι αν αντιδρούμε στα ειδεχθή του εγκλήματα δεν μπορούμε παρά να τον συμπονούμε στο σταδιακό ρήμαγμά του.

Η Άννα Ελεφάντη μοιάζει με υπεροπτική σαύρα όταν πρωτομπαίνει στη σκηνή και είναι ουσιαστικά η τέταρτη Στρίγγλα, εκείνη που θα υφάνει την πειθώ της στην πορεία του Μάκβεθ. Η ηθοποιός ορθά την αποδίδει χαμηλόφωνα σαν κάποια που φέρει μέσα της το επικίνδυνο μείγμα θηλυκής γοητείας, ανδρικής φιλοδοξίας και αμφίφυλης καταπίεσης. Ο Θανάσης Βλαβιανός αποδίδει πολλούς ρόλους, όμως η ερμηνεία του στον βασιλιά Ντάνκαν αξίζει να συζητηθεί ιδιαίτερα. Διόλου αθώος ή δίκαιος λοιπόν δεν είναι αυτός ο Ντάνκαν –ίσως μόνο κάποιος που δεν χρειάστηκε τόσους φόνους για να φτάσει στην κορυφή, όπως ο Μάκβεθ, και γι’ αυτό ένας τύραννος ανεύθυνος και ανώριμος, το ίδιο με όσους προηγήθηκαν και τον ακολουθούν στον Κύκλο του στέμματος.

Στο τέλος της παράστασης ο Χρηματιστής επιστρέφει στον πρώτο χώρο ανάμεσα στα παράξενα πλάσματα που επιμένουν να μιλούν για θάνατο ακόμα και μετά από τόσες δολοφονίες. Ηταν λοιπόν κάποιο όραμα ή ένας εφιάλτης;… Ή μήπως ήταν η εμφάνιση στον κόσμο του Χρηματιστηρίου του ίδιου Κύκλου εκβιασμού, της χειραγώγησης και «αιματοχυσίας», με τον παλιό Κύκλο του στέμματος;… Με μόνο τρόπαιο και πάλι την αναπόδραστη κατάληξη του ανθρώπου στις ερημιές του παραλόγου.

Γρηγόρης Ιωαννίδης